Φόρεϊν Οφις για το 1982: Παπανδρέου και Κυπριανού κινούνταν στο Κυπριακό με κύριο άξονα το προσωπικό τους πολιτικό συμφέρον

2 Μαΐου 201402:56

Χρονιά χωρίς σημαντικές εξελίξεις και με αμφίβολες προοπτικές για το Κυπριακό θεωρούσαν το 1982 οι Βρετανοί διπλωμάτες, όπως προκύπτει από τα διαβαθμισμένα αρχεία του Φόρεϊν Όφις που αποχαρακτηρίζονται σήμερα.
Εκτιμούσαν ότι μέχρι τις κυπριακές προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 1983 δεν ήταν πιθανό να υπάρξει πρόοδος.
Όπως δημοσιεύει το 24h.com.cy, οι Βρετανοί ασχολήθηκαν έντονα καθ’ όλη τη διάρκεια του 1982 με τις δικοινοτικές συνομιλίες, εκφράζοντας στην πλειοψηφία τους απαισιοδοξία για τις προοπτικές τους, παρά τον κατά διπλωμάτες του Φόρεϊν Όφις «ενθουσιασμό» του Ειδικού Αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Ούγκο Γκόμπι, ο οποίος προετοίμαζε στα τέλη εκείνου του έτους προτάσεις για επίτευξη σταδιακής λύσης.
Προβληματισμένοι εμφανίζονται, εξάλλου, στα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα οι Βρετανοί με τη στάση που τηρούσε ο Πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού και ο Έλληνας πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου. Το Φόρεϊν Όφις εκτιμούσε ότι αμφότεροι κινούνταν στο Κυπριακό με κύριο άξονα το προσωπικό τους πολιτικό συμφέρον.
Σε ό,τι αφορά τις Βάσεις, διπλωματικά στελέχη εξέφραζαν ικανοποίηση για την αποτελεσματικότητα της τακτικής τήρησης χαμηλών τόνων.
Τα βασικότερα έγγραφα συνοπτικά:
Ετήσια έκθεση του Υπάτου Αρμοστή (για το 1981)
«Οι δυσοίωνες προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν, αλλά οι προοπτικές δεν είναι ενθαρρυντικές» – έτσι συνοψίζει στην ετήσια έκθεσή του ο τότε Ύπατος Αρμοστής Π. Ρόουντς την κατάσταση στην Κύπρο το 1981. Αναφέρει ότι νέος παράγοντας στο κυπριακό σκηνικό ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ εκτιμά ότι οι εκλογές στο νησί, στη Δημοκρατία και οι ψευδοεκλογές, είχαν ενισχύσει τον Πρόεδρο Κυπριανού και εξασθενήσει τον Ραούφ Ντενκτάς αντίστοιχα. Ο Ρόουντς σχολιάζει ότι ο Κυπριανού ήταν διστακτικός στο να επιδείξει ευελιξία, καθώς ανέμενε τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 1983.
Επιτυχημένη κρίνεται η παρασκηνιακή διπλωματική δουλειά των Βρετανών για υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών και η προσοχή που επιδείχθηκε ώστε να αποφευχθεί η δημοσιότητα γύρω από τις βάσεις.
Ο Ύπατος Αρμοστής αναφέρει ότι δεν μπορούσε να εκφράσει αισιοδοξία για την τύχη του δικοινοτικού διαλόγου, σχολιάζοντας ότι ο Κυπριανού και όσοι έβλεπαν τις συνομιλίες ως κίνδυνο απαράδεκτων παραχωρήσεων είχαν ενισχυθεί από την εκλογή Παπανδρέου. «Χωρίς πιο θετική στάση από τους Ελληνοκύπριους, η τουρκική πλευρά δε θα βρεθεί υπό πίεση να επιδείξει ευελιξία», αναφέρει.
Δικοινοτικές συνομιλίες και εμπλοκή Ηνωμένων Εθνών και Βρετανίας
Το Φόρεϊν Όφις έστειλε στα τέλη Μαρτίου στην Υπάτη Αρμοστεία στη Λευκωσία τις παρατηρήσεις του επί των σημείων σύγκλισης πάνω στα οποία εργαζόταν στις αρχές του έτους (1982) ο Ειδικός Αντιπρόσωπος του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών Ούγκο Γκόμπι, αλλά και επί της επιστολής του Αμερικανού Προέδρου Τζόνσον στον τότε Τούρκο Πρωθυπουργό Ινονού το 1964 που ανέκυψε στη συζήτηση.
Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση του Γκόμπι επί των συνταγματικών ρυθμίσεων, το έγγραφο αναφέρει σύγκλιση μεταξύ άλλων στα κύρια θέματα της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας που θα ήταν δικοινοτική και αδέσμευτη. Σημειωνόταν πάντως ότι οι επιφυλάξεις και οι υποσημειώσεις, παρά τα σημεία σύγκλισης, συγκάλυπταν κάποιες πολύ βασικές διαφωνίες. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι ενώ οι Ελληνοκύπριοι μιλούσαν για «επαρχίες» και «λαό», οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν «ομόσπονδα κράτη» και «λαούς». «Πιο αμφιλεγόμενα, οι Τούρκοι αποδίδουν αυξανόμενη έμφαση στην προσθήκη υποσημείωσης που θα τονίζει την έννοια της διζωνικότητας. Η τουρκική ερμηνεία αυτής θεωρείται από τους Έλληνες ότι υπαινίσσεται πως η Δημοκρατία πρέπει να συνίσταται από δύο οιονεί ανεξάρτητα κράτη», προσθέτει ο Βρετανός διπλωμάτης του Τμήματος Νότιας Ευρώπης του Φόρεϊν Όφις Ντέιβιντ Γουίλσον.
Στο σχολιασμό της επιστολής Τζόνσον προς τον Ινονού τον Ιούνιο του 1964, «όταν οι Τούρκοι εξέταζαν στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο», ο Γουίλσον γράφει ότι ο Αμερικανός ηγέτης σημείωνε πως οι ΗΠΑ πίστευαν ότι «σκοπός της προτεινόμενης επέμβασης ήταν η υποστήριξη της τουρκοκυπριακής προσπάθειας για διχοτόμηση του νησιού, κάτι που απαγορευόταν σαφώς από τη Συνθήκη Εγγυήσεων». Ο Τζόνσον, συνεχίσει ο Γουίλσον, φέρεται μάλιστα να απείλησε ότι το ΝΑΤΟ δε θα έσπευδε σε βοήθεια των Τούρκων σε περίπτωση στρατιωτικής αντίδρασης των Ρώσων προς υπεράσπιση της Κύπρου. Κατά τον Βρετανό διπλωμάτη η απειλή είχε αποτέλεσμα και οι Τούρκοι προσβεβλημένοι συγκρατήθηκαν. «Παρά το γεγονός ότι ο Τζόνσον είχε στείλει παρόμοιες προειδοποιήσεις προς την Αθήνα, οι Ελληνοκύπριοι έκτοτε συγκρίνουν αυτό που θεωρούν ως αδράνεια των κατοπινών προέδρων με αυτό που πέτυχε ο Τζόνσον», καταλήγει ο έγγραφο.
Στα τέλη του έτους το Φόρεϊν Όφις ασχολούταν με τη νεότερη πρωτοβουλία του Ούγκο Γκόμπι, που προετοίμαζε τότε τις ιδέες του για μια λύση σε πολλαπλά στάδια. Οι Βρετανοί επιχειρούσαν να εντοπίσουν τις πιθανές παραμέτρους μιας τέτοιας επιλογής.
Όπως αναφέρει λοιπόν εσωτερικό έγγραφο με ημερομηνία 3/11/82, στοιχεία αυτής της σταδιακής λύσης θα μπορούσαν να ήταν οι εδαφικές παραχωρήσεις, κυρίως από τους Τουρκοκύπριους, συμπεριλαμβανομένων των Βαρωσίων και άλλων τμημάτων της Αμμοχώστου, αν και οι περιοχές αυτές χαρακτηρίζονται «γερό διαπραγματευτικό χαρτί» για τους Τουρκοκύπριους.
Στα πακέτα που σχημάτισε ως ιδέες προς εσωτερική συζήτηση το Φόρεϊν Όφις συμπεριλαμβανόταν η σταδιακή επιστροφή εντός ενός έτους των Βαρωσίων, μια δέσμευση να επιτραπούν περισσότερες αλληλοεπισκέψεις προσφύγων στα μέρη τους, η ελληνοκυπριακή δέσμευση για ουσιαστικές συνταγματικές παραχωρήσεις εντός ενός έτους και μια διακήρυξη για εφαρμογή λύσης σε διετή ορίζοντα. Εναλλακτικές μορφές αυτών των πακέτων περιελάμβαναν το άνοιγμα του αεροδρομίου Λευκωσίας και συμφωνία για μερική επιστροφή προσφύγων στην Κερύνεια. Το συγκεκριμένο έγγραφο πάντως, όπως τονίζεται, δεν ήταν παρά παράθεση σκέψεων.
Στις 15/12/82 δίνεται αναφορά για συνάντηση και γεύμα του Γκόμπι με διπλωματικό στέλεχος του Φόρεϊν Όφις. Ο Αργεντινός αξιωματούχος του ΟΗΕ είχε εκτιμήσει ότι οι Τουρκοκύπριοι αποδέχονταν τις ιδέες του, καθώς ήταν σύμφωνες με τις δικές τους περί «ομοσπονδίας δια της εξέλιξης». Είχε πει ότι οι προτάσεις του επιτύγχαναν τους βασικούς στόχους των Τουρκοκυπρίων, όπως ήταν η αποφυγή της πλήρους αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων. Κατά τα λεγόμενα του Γκόμπι ο Ντενκτάς ήταν κάπως επιφυλακτικός, αλλά οι συνταγματικοί του σύμβουλοι ήταν θετικοί.
Αντίθετα οι Ελληνοκύπριοι επανεξέταζαν τη στάση τους, με τον διαπραγματευτή Ανδρέα Μαυρομάτη να υποστηρίζει ότι το εδαφικό έπρεπε να λυθεί πλήρως από το πρώτο στάδιο. Ο Γκόμπι πίστευε ότι αν εφαρμοζόταν το πρώτο στάδιο του σχεδίου του το κυπριακό πρόβλημα θα λυνόταν καθώς θα ξεκινούσε μια εξελικτική διαδικασία.
Εκτενείς είναι οι αναφορές και στην επίσκεψη του τότε αρχηγού του ΔΗΣΥ Γλαύκου Κληρίδη στο Λονδίνο, για τον οποίο οι Βρετανοί διπλωμάτες έτρεφαν μεγάλο σεβασμό. Ενημερωτικό σημείωμα προς τον Υφυπουργό Εξωτερικών λόρδο Μπέλστεντ, με τον οποίο τελικά συναντήθηκε ο Κύπριος πολιτικός στις 11 Οκτωβρίου, τόνιζε πως έπρεπε να γίνει σαφές ότι το Λονδίνο θεωρούσε τις δικοινοτικές συνομιλίες την καλύτερη ελπίδα για λύση.
Υποδεικνυόταν στον λόρδο Μπέλστεντ να εκφράσει την ικανοποίηση της βρετανικής κυβέρνησης για την απόφαση Κύπρου και Ελλάδας να μην πάει το θέμα του νησιού στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ μέχρι το Μάρτιο του 1983. Αναφέρεται μάλιστα ότι είχε συμφωνηθεί σε εμπιστευτικές διαβουλεύσεις με τους Αμερικανούς και τους στενότερους Ευρωπαίους συμμάχους να ξεκαθαρίζεται σε κάθε ευκαιρία ότι ήταν καλοδεχούμενη η αναβολή προσφυγής στη Γενική Συνέλευση και ότι θα χαιρετιζόταν εξίσου θερμά μια νέα αναβολή.
Ο Γλαύκος Κληρίδης, όπως προκύπτει από τα έγγραφα τα σχετικά με την επίσκεψή του, θεωρείτο από τους Βρετανούς από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές των δικοινοτικών συνομιλιών. Στη συνάντηση που είχε με τον Υφυπουργό Εξωτερικών ο Κληρίδης είχε σχολιάσει πως οι Ελληνοκύπριοι θα έπρεπε να αποδεχθούν ότι οποιαδήποτε ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε μια ενωμένη Κύπρο θα είχε περιορισμένες εξουσίες και ότι σε ορισμένα θέματα οι Τουρκοκύπριοι δεν θα αποδέχονταν αποφάσεις της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας, ούτε και απεριόριστη ελευθερία μετακινήσεων. Δεν υπήρχε σοβαρή πιθανότητα επιστροφής Ελληνοκυπρίων προσφύγων στα κατεχόμενα, είχε αναφέρει ο Γλαύκος Κληρίδης. Είχε προσθέσει δε ότι καμία κυβέρνηση ή κόμμα στην Κύπρο δε θα έπαιρνε την απόφαση να αποδεχθεί αυτά τα δεδομένα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της πλειοψηφίας των κομμάτων σε Ελλάδα και Κύπρο.
Περί πολιτικής κατάστασης Κύπρου – Ελλάδας
Σε έγγραφο που σχολιάζει την προγενέστερη εξαμηνιαία έκθεση του διοικητή των βρετανικών βάσεων αντιπτέραρχου Ντέιβις στις αρχές Φεβρουαρίου του 1982, η Υπάτη Αρμοστεία του Ηνωμένου Βασιλείου στη Λευκωσία διατυπώνει κάποιες διαφωνίες.
Συγκεκριμένα χαρακτηρίζει ανακριβή την παρατήρηση ότι το ΔΗΚΟ είχε «πεθάνει», καθώς σύμφωνα με τους Βρετανούς διπλωμάτες το κόμμα είχε καλύτερη επίδοση στις εκλογές του 1981 από όσο ανέμενε κανείς έξι μήνες προηγουμένως, διατηρώντας το 20% των ψήφων. Σημειωνόταν ότι ήταν παραπλανητική η σύγκριση με τις εκλογές του 1976 καθώς η κατανομή των εδρών είχε στρεβλωθεί από τη συμμαχία μεταξύ ΔΗΚΟ, ΑΚΕΛ και ΕΔΕΚ. Παρομοίως η Αρμοστεία θεωρούσε, αντίθετα με τον αντιπτέραρχο, ότι το ΑΚΕΛ δεν είχε ενδυναμωθεί σημαντικά και ότι δεν είχε αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή επί των πολιτικών του Προέδρου Κυπριανού.
Οι παρατηρήσεις των Βρετανών διπλωματικών αξιωματούχων αναφέρουν πως πιθανότατα ήταν σωστό ότι οι Τούρκοι είχαν εναλλακτικό σχέδιο που προέβλεπε την «απορρόφηση» του ούτως καλουμένου Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου, με τον τότε διορισμό του σκληροπυρηνικού Υφυπουργού Κυπριακών Υποθέσεων στην Άγκυρα να εκτιμάται ότι ήταν μέρος αυτού του σχεδίου.
Επιστολή από τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα από τον Π. Ρόουντς με ημερομηνία 23/11/82 προς το Τμήμα Νότιας Ευρώπης του Φόρεϊν Όφις και τον Ντέιβιντ Γουίλσον σχετικά με τον ρόλο του ΑΚΕΛ, σημειώνει ότι οι Σοβιετικοί δε θα βοηθούσαν σε καμία περίπτωση στην επίτευξη λύσης παρά μόνο υπό όρους που δε θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί από τη Βρετανία. «Γνωρίζουν, όπως όλοι μας, ότι η πιθανότητα των δικοινοτικών συνομιλιών να επιτύχουν λύση είναι στην παρούσα φάση ελάχιστη», σχολιάζεται. Σε περίπτωση προόδου που θα εξυπηρετούσε τα δυτικά συμφέροντα το Λονδίνο ανέμενε από τους Ρώσους να καταθέσουν πρόταση για διεθνή διάσκεψη, κάτι που θα αποτελούσε «συνταγή για αδιέξοδο». Επομένως, συνεχίζει το έγγραφο, ήταν εν μέρει αλήθεια όσα έλεγαν στελέχη του ΑΚΕΛ περί μη ανάμιξης των Σοβιετικών στις διακοινοτικές, υπό την έννοια ότι τα περιθώρια ελιγμού για το κόμμα ενίσχυαν τη θέση του, κάτι που ήθελε η Σοβιετική Ένωση ώστε να μπορεί το κόμμα να επηρεάζει υπέρ της επίτευξης των σοβιετικών επιδιώξεων, δηλαδή τη δημιουργία προβλημάτων για τη Δύση, την τελική απομάκρυνση των βάσεων και την αυξανόμενη κομμουνιστική επιρροή.
Για τον Κυπριανού ο Ρόουντς που είχε μακρά υπηρεσία στη Λευκωσία σχολιάζει ότι πάντα του έδινε την εντύπωση πως έβαζε την πολιτική του θέση και τις εκλογικές προοπτικές πάνω από κάθε άλλο στόχο. «Θεωρώ πιθανό ότι εκτιμά ότι η συνεχιζόμενη αποτυχία να επιτύχει πρόοδο προς μία λύση του Κυπριακού τον ωφελεί πολιτικά. Έχει χτίσει την πολιτική του θέση στη βάση μιας ακραίας αν όχι αδιάλλακτης δημόσιας στάσης απέναντι στις διακοινοτικές και αυτό του επιτρέπει να προβάλλεται ως υπερασπιστής των δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων και έχει πρόσφατα στηρίξει τις πιο ακραίες δημόσιες δηλώσεις του Παπανδρέου», αναφέρει ο Βρετανός διπλωμάτης.
Και για τον Παπανδρέου επίσης αναφέρει ότι η ενασχόλησή του με το Κυπριακό υπάγεται στην προσπάθεια βελτίωσης των πολιτικών του προοπτικών και γίνεται λόγο του διεθνούς πεδίου προβολής που παρέχει. Χαρακτηρίζει την πρόθεση διεθνοποίησης του θέματος από τον Παπανδρέου μη ρεαλιστική. Εκτιμά ότι στην Ελλάδα είχε προκαλέσει έκπληξη η συνεργασία του Κυπριανού με το ΑΚΕΛ, «δείγμα του πόσο λίγο κατανοούν ή προσπαθούν να κατανοήσουν οι Έλληνες την κυπριακή πολιτική σκηνή». Η εκτίμηση του Π. Ρόουντς ήταν ότι ο Παπανδρέου ένιωθε πως συρόταν από τον «αναξιόπιστο» Κυπριανού και ότι έχανε τον έλεγχο σε ένα θέμα το οποίο μπορούσε να τον πλήξει πολιτικά. Για το λόγο αυτό ο Ρόουντς ανέφερε ότι διαπίστωνε μία ελληνική τάση τήρησης απόστασης από την Κύπρο.
Οι Βρετανοί διπλωμάτες αναζητούσαν, εξάλλου, την αιτία της προστριβής Παπανδρέου-Κυπριανού και εκτίμησή τους σε έγγραφο του Οκτωβρίου από τον Γουίλσον του Φόρεϊν Όφις ήταν ότι οι δύο πολιτικοί άνδρες είχαν διαφωνήσει έντονα επί των διατυπώσεων ενός σχεδίου ψηφίσματος των Ηνωμένων Εθνών. Ο Κυπριανού ήθελε να συμπεριλάβει μία θετική αναφορά στις διακοινοτικές συνομιλίες, ενώ ο Έλληνας Πρωθυπουργός τις θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Ο Κυπριανού ήθελε επίσης να συμπεριλάβει αναφορά στην αποστρατικοποίηση της Δημοκρατίας της Κύπρου ή ίσως και όλου του νησιού, κάτι που θα αφορούσε και τις βάσεις, ενώ ο Παπανδρέου ήθελε πιο σαφή αναφορά στα τουρκικά στρατεύματα. Αλλά πίσω από όλα αυτά βρισκόταν η κακή σχέση που δημιουργήθηκε μετά τη συνεργασία του Κυπριανού με το κομμουνιστικό ΑΚΕΛ, γράφει ο Γουίλσον, καθώς επίσης και η άποψη του Παπανδρέου ότι ο Κυπριανού δεν τον είχε συμβουλευθεί από την αρχή.
Ο συντάκτης αναφέρει τέλος ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο Υφυπουργός Εξωτερικών λόρδος Μπέλστεντ ήταν απαισιόδοξοι ως προς τις προοπτικές λύσης μέσω των διακοινοτικών, παρόλα αυτά έβλεπαν ένα «παράθυρο ευκαιρίας» μετά τις κυπριακές προεδρικές εκλογές της άνοιξης του ’83 και πριν την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Τουρκία.
Περί Βάσεων
Σε απαντητικό σημείωμα από το Φόρεϊν Όφις προς το Υπουργείο Άμυνας (3/12/82), που ρωτούσε για το κατά πόσο θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί το Ακρωτήρι για αεροπορική άσκηση του ΝΑΤΟ με συμμετοχή αεροσκαφών τύπου Nimrod της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας RAF, αναφέρεται ότι κατά τη συνήθη πρακτική θα ήταν προτιμότερο να αποφευχθεί μία τέτοια απόφαση. «Οι Κυρίαρχες Βάσεις στην Κύπρο δεν είναι αφιερωμένες στο ΝΑΤΟ», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Προγενέστερο έγγραφο του Φόρεϊν Όφις με ημερομηνία 9/11/82 από τον Ντ. Γουίλσον του Τμήματος Νότιας Ευρώπης του Φόρεϊν Όφις απαντά σε αρχική επιστολή (27/10/82) του επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής στη Λευκωσία Τζον Γουίλμπερφορς, που αναφερόταν σε συνάντησή του με τον Υπουργό Εξωτερικών Ρολάνδη (22/10) και συζήτησή τους γύρω από τη στάση της κυπριακής κυβέρνησης έναντι των βάσεων. Ο συντάκτης δηλώνει ότι συμμερίζεται την αίσθηση του Γουίλμπερφορς ότι ο Ρολάνδης ήταν «πιο σταθερός και καθησυχαστικός σχετικά με τις βάσεις από όσο θα ήταν ο ίδιος ο Κυπριανού αν μιλούσε ειλικρινά με τους Βρετανούς για το ζήτημα».
Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι οι Βρετανοί είχαν υποδεχθεί θετικά την ομιλία Κυπριανού στο δείπνο που είχε παραθέσει προς τιμή του στη Μόσχα ο Πρόεδρος Μπρέζνιεφ. Ο Σοβιετικός ηγέτης είχε μιλήσει για δικαίωμα της Κύπρου να ζήσει χωρίς ξένα στρατεύματα ή βάσεις. Όπως σχολιάζει το έγγραφο, «σε αυτό το πλαίσιο η αναφορά του Κυπριανού στην αντιφώνησή του μόνο στον πλήρη αφοπλισμό και την αποστρατικοποίηση της Κύπρου (“με την οποία υποθέτουμε και ελπίζουμε ότι εννοούσε τη Δημοκρατία της Κύπρου”) μοιάζει σχετικά καθησυχαστική». Oι Βρετανοί θεωρούσαν ότι είχε γίνει σαφές και από το κοινό ανακοινωθέν που ακολούθησε τη συνάντηση με τον Σοβιετικό ηγέτη ότι ο Κυπριανού δεν είχε υιοθετήσει τις θέσεις της Μόσχας υπέρ της κατάργησης των βάσεων.
Στην αρχική επιστολή του Γουίλμπερφορς σημειώνεται ότι ο Νίκος Ρολάνδης είχε πει πως προηγούμενη δήλωση του Κυπριανού στη Νέα Υόρκη περί τελικής πλήρους αποστρατικοποίησης της Κύπρου ήταν μια διατύπωση ύστατης προσδοκίας και όχι έκφραση πολιτικής θέσης. Ο Υπουργός Εξωτερικών είχε επαναλάβει μάλιστα ότι η μοναδική διαφορά μεταξύ Λευκωσίας-Λονδίνου επί των Βάσεων ήταν οικονομική. Αναφερόμενος δε στην επίσκεψη στη Μόσχα που δεν είχε ακόμα πραγματοποιηθεί, ο Ρολάνδης είχε σχολιάσει πως η «Αχίλλειος πτέρνα» των Κυπρίων ήταν ότι πάντα επιδίωκαν το πιο ισχυρό δυνατό κείμενο αναφορικά με το Κυπριακό, με αποτέλεσμα να το «πληρώνουν» με διατυπώσεις επί άλλων θεμάτων που ταίριαζαν στη βούληση των συνομιλητών τους.
Θέμα με τις Βάσεις προέκυψε και κατά τη διάρκεια στρατιωτικής άσκησης του ΝΑΤΟ το Φεβρουάριο του 1982 (τακτική άσκηση χωρίς στρατιώτες). Ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην άσκηση είχε ζητήσει άδεια να στείλει στρατιώτες στο Ακρωτήρι. Η αίτηση είχε προωθηθεί από το νατοϊκό στρατηγείο στους Βρετανούς οι οποίοι την έκαναν δεκτή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Τούρκος διοικητής δεν είχε κάνει χρήση της άδειας, αλλά είχε επιφυλαχθεί για μελλοντικές περιπτώσεις. Η ελληνική κυβέρνηση εξέφρασε μετά την έκπληξή της και την ανησυχία της για τη στάση τόσο του στρατηγείου όσο και της βρετανικής κυβέρνησης και είπε ότι θα ήγειρε το ζήτημα με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ. Η κυπριακή κυβέρνηση δεν είχε γνώση του θέματος, καθώς επρόκειτο για άσκηση της Συμμαχίας.
Συχνά πυκνά γίνονταν αναφορές στις τουρκοκυπριακές θέσεις επί των βάσεων, με αξιωματούχους όπως ο Ντενκτάς να λένε πως αν οι Βρετανοί εγκατέλειπαν τις περιοχές, τότε η Δεκέλεια θα έπρεπε να περάσει υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο. Το σκεπτικό αυτό είχε εκθέσει ο Ντενκτάς σε συνάντηση με τον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή το Μάιο του ’82, αν και ο Βρετανός διπλωμάτης είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν υπήρχε τέτοια προοπτική.
Άλλα έγγραφα του 1986 αποκαλύπτουν τη σπουδή των Βρετανών να βρουν πειστικές απαντήσεις σε ερωτήσεις δημοσιογράφων για τη χρήση των βάσεων για αεροπορικές επιχειρήσεις με κατασκοπευτικά αεροσκάφη στην ευρύτερη περιοχή.
Περί αγνοουμένων
Εμπιστευτικό έγγραφο με ημερομηνία 15/12/82 από το Φόρεϊν Όφις δίνει εντολή στον αντιπρόσωπο της Βρετανίας στα Ηνωμένα Έθνη να απέχει από την ψηφοφορία για το ψήφισμα για τους αγνοούμενους – εκτός αν οι ΗΠΑ άλλαζαν γνώμη και ψήφιζαν υπέρ. Ως αιτιολόγηση αναφέρεται ότι η Βρετανία πίστευε πως η δικοινοτική επιτροπή για τους αγνοούμενους ήταν το καλύτερο όχημα για την επίλυση αυτού του ανθρωπιστικού προβλήματος και η πρώτη παράγραφος του ψηφίσματος (περί σύστασης άλλου μηχανισμού από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών) δεν συνέβαλλε στην υπερκέραση διαδικαστικών εμποδίων. Η Επιτροπή για τους Αγνοούμενους είχε να συναντηθεί από το Φεβρουάριο με τους Βρετανούς να κατανέμουν ισομερώς τις ευθύνες στις δύο πλευρές. Σημειωνόταν ότι οποιαδήποτε στάση πλην της αποχής θα δημιουργούσε δυσαρέσκειες. Αναφέρεται επίσης ότι ο Τουρκοκύπριος αντιπρόσωπος είχε ζητήσει καταψήφιση ή έστω αποχή από τους Βρετανούς διπλωμάτες.
Σε εσωτερικό έγγραφο του Φόρεϊν Όφις που αναφέρεται στην προετοιμασία της αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βαρόνης Έλες ενόψει της επίσκεψής της στην Κύπρο διατυπώνεται η πρόταση να ειπωθεί στη Βρετανίδα πολιτικό ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις πως ήταν ζωντανός κάποιους από τους αγνοούμενους και ότι οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι το αποδέχονταν αυτό. «Ελλείψει διερεύνησης, ωστόσο, η κυπριακή κυβέρνηση αισθάνεται υποχρεωμένη να κρατά τη δημόσια προσοχή επικεντρωμένη στο πρόβλημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βρίσκουν χρήσιμο ως σχέδιο προπαγάνδας με το οποίο φέρνουν σε αμηχανία τους Τούρκους. Αλλά το μικρό στοιχείο αβεβαιότητας σχετικά με τη μοίρα των αγνοουμένων προκαλεί πραγματική οδύνη στις οικογένειές τους και για αυτό είναι σημαντικό να ξεκαθαριστούν τα πράγματα», συμπληρώνει η σχετική αναφορά.
Στα τέλη Μαρτίου του 1982, ο Πρόεδρος Κυπριανού είχε απευθύνει επιστολή προς την Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ ζητώντας υποστήριξη για τις ελληνοκυπριακές προσπάθειες να ασκηθεί πίεση στην Τουρκία σε διεθνή σώματα σχετικά με το θέμα των αγνοουμένων. Η σιδηρά κυρία είχε απαντήσει στα τέλη Απριλίου συμμεριζόμενη την ανθρωπιστική υπόσταση του ζητήματος.
Περί εξαγωγής όπλων
Προσεκτική και επιφυλακτική ήταν η εξέταση από τη βρετανική κυβέρνηση των αιτήσεων βρετανικών εταιρειών για εξαγωγές αμυντικού υλικού στην Κύπρο. Χαρακτηριστικότερη ήταν η περίπτωση αίτησης εξαγωγής τεθωρακισμένων οχημάτων στο νησί, η οποία απορρίφθηκε. Στο αιτιολογικό η αρμόδια υπηρεσία αναφέρει: «Η πώληση αμυντικών υλικών στην Κύπρο είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα. Γενική πρακτική είναι να μην προμηθεύουμε με όπλα την ελληνοκυπριακή Εθνική Φρουρά, παρά μόνο με εξαρτήματα και βοηθητικό υλικό μετά από αξιολόγηση της Υπάτης Αρμοστείας ανά περίπτωση».
Σημειώνεται ότι τα οχήματα ίσως να μην εμπίπτουν στην κατηγορία των όπλων, αλλά θα μπορούσαν να έχουν επιθετική χρήση. Σημειώνεται ότι θα προκαλούνταν επικρίσεις από Τούρκους και Τουρκοκύπριους κα θα διασαλεύονταν οι σχέσεις του Λονδίνου με αυτούς, ενώ παράλληλα θα υπονομευόταν ο αμερόληπτος ρόλος που επεδίωκαν οι Βρετανοί στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ.
Περί προσωπικοτήτων
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα σχόλια των Βρετανών διπλωματών για τις κορυφαίες προσωπικότητες της Κύπρου το 1982.
Ο Σπύρος Κυπριανού χαρακτηρίζεται «αδύναμος και αναποφάσιστος» ως πρόεδρος, ωστόσο του πιστώνεται η ικανοποιητική επίδοση του ΔΗΚΟ στις εκλογές του 1981. «Μικρός άνθρωπος με κάθε έννοια, είναι αμήχανος σε κοινωνικές», είναι το διόλου κολακευτικό σχόλιο για τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Για τον Ραούφ Ντενκτάς οι Βρετανοί αναφέρουν ότι είχε κόμπλεξ κατωτερότητας που τον έκανε οξύθυμο και συναισθηματικό. «Αισθάνεται ή φαντάζεται ότι τον υποτιμούν ή ότι δεν τον καταλαβαίνουν. Αλλά μπορεί να είναι γοητευτικός και με καλή αίσθηση του χιούμορ όταν είναι χαλαρός», συμπληρώνεται.
Ο Γλαύκος Κληρίδης αντίθετα διακρινόταν κατά τους Βρετανούς διπλωμάτες για τη «συνοχή, τη λογική και την ευελιξία κατ’ ιδίαν». Τον έβρισκαν πολύ φιλικό, ενώ σημειώνουν ότι δεν έκρυβε ιδιαίτερα την επιθυμία του να δραπετεύει από την Κύπρο στο Λονδίνο.
Βρετανική στάση το 1974
Σε έγγραφο του Οκτωβρίου του 1982 από τον Ντέιβιντ Γουίλσον του Φόρεϊν Όφις (κατόπιν ερώτησης του λόρδου Μπέλστεντ) επιχειρείται μία συνολική παράθεση των λόγων για τους οποίους οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι είχαν τηρήσει τη Συμφωνία Εγγυήσεων το 1974.
Συνοπτικά αναφέρονται τα εξής:
Η Συνθήκη του ‘60 είχε διατυπωθεί αναμφισβήτητα με σκοπό να συμφιλιώσει δύο διαφορετικές απαιτήσεις: της τουρκικής κυβέρνησης για γλώσσα που δεν θα απέκλειε την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στην Κύπρο από την Άγκυρα και της βρετανικής κυβέρνησης για γλώσσα που δε θα την υποχρέωνε να αναλάβει στρατιωτική δράση.
Εξετάζοντας τη βρετανική αντίδραση στα γεγονότα του 1974 αναφέρεται ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως το άρθρο ΙΙ της Συνθήκης είχε παραβιαστεί στο παρελθόν και ότι έως το 1963 αμφότερες οι πλευρές είχαν παραβιάσει το σύνταγμα. Μετά τις απόπειρες του Μακαρίου να «επιβάλει» συνταγματικές μεταρρυθμίσεις το Νοέμβριο του 1963 προκλήθηκε κρίση που κατά τους Βρετανούς οδήγησε σε ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού.
Οι Τούρκοι από την αρχή υποστήριζαν ότι το Άρθρο 4 τους άφηνε ανοιχτή την επιλογή της στρατιωτικής δράσης και «μετά βίας είχαν συγκρατηθεί από την εισβολή το 1964 και το 1967». Παράλληλα, από το 1963 έως το 1974 οι κυπριακές κυβερνήσεις κήρυτταν τη συνθήκη άκυρη διότι υποδείκνυαν ότι παραβίαζε την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναφέρει ο Γουίλσον.
Η βρετανική πλευρά ερμήνευε το Άρθρο 4 ως άδεια στρατιωτικής επέμβασης ως ύστατο μέτρο, αλλά έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να αποτρέψει την τουρκική στρατιωτική δράση το ‘64 και το ‘67.
Μπορεί να έχουν δίκιο όσοι λένε ότι το 1974 η κατάσταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή σε σύγκριση με παλαιότερα, αλλά όσοι θεωρούν πως η Βρετανία όφειλε να ενεργήσει στρατιωτικά «αγνοούν τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η κρίση».
Ο Βρετανός διπλωμάτης εξηγεί ότι στην πρώτη φάση, από το πραξικόπημα μέχρι την εισβολή, οι μάχες γίνονταν μεταξύ δύο ελληνοκυπριακών παρατάξεων με μικρή τουρκοκυπριακή ανάμιξη. Η στάση του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών που αρχικά αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διάσκεψη των εγγυητριών δυνάμεων έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να πει ότι ήταν αδύνατη η συντονισμένη δράση.
Μονομερής στρατιωτική δράση από τη Βρετανία σε εκείνη τη φάση θα αντιμετωπιζόταν ως κλιμάκωση της κρίσης και παραβίαση της δέσμευσής της σε μια ειρηνική λύση.
Η επέμβαση της Βρετανίας στις 20 Ιουλίου θα ήταν επικίνδυνη για πολίτες της Κύπρου και τους Βρετανούς που βρίσκονταν στο νησί, ενώ ήταν ορατός και ο κίνδυνος πολεμικής σύρραξης με σύμμαχο του ΝΑΤΟ. Οι Τούρκοι πίεζαν για κοινή στρατιωτική δράση αλλά οι Βρετανοί γνώριζαν ότι μια τέτοια σύμπραξη θα αντιμετωπιζόταν από τους Ελληνοκύπριους ως συνέργεια με τους Τούρκους εναντίον τους, με αντίποινα κατά των 11.000 παραθεριστών και μελών στρατιωτικών οικογενειών Βρετανών στο νησί.
Παράλληλα με την ελπίδα να έρθουν όλες οι πλευρές στο διπλωματικό τραπέζι συνυπολογίστηκε και το ότι δεν υπήρχαν επαρκείς πόροι στο νησί για βιώσιμη στρατιωτική επιχείρηση.
Ο Ντέιβιντ Γουίλσον αναφέρει τέλος ότι η πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης να αναζητήσει συγκράτηση των Τούρκων μόνο με διπλωματικά μέσα απέτυχε στις 20 Ιουλίου. Ωστόσο εκείνη τη στιγμή η αποτυχία αυτή φαινόταν να αντισταθμίζεται από την αρκετά σημαντική επιτυχία συγκέντρωσης των εγγυητριών χωρών στο τραπέζι των συνομιλιών.
Επομένως, καταλήγει, η βρετανική στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο το 1974 δεν ήταν ούτε σωστή ούτε δυνατή.
Πηγή: 24h.com.cy

Αρθρογράφος

mm
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr