Στο ανθρώπινο σώμα η περίσσεια της ενέργειας που προμηθευόμαστε από τις τροφές, αποθηκεύεται με τη μορφή λίπους.
Μία ικανότητα του σώματός μας, που παλαιότερα ήταν πολύτιμη λόγω του τρόπου ζωής του ανθρώπου που ήταν διαφορετικός, ενώ τώρα αυτή η ίδια ικανότητα έχει μετατραπεί σε πρόβλημα, λόγω της ‘κακής’ χρήσης της.
Όλοι έχουμε παρατηρήσει πως το λάδι ξεχωρίζει από το νερό, έτσι και τα λιπίδια μέσα στο σώμα αποτελούν μία ξεχωριστή φάση από την υδάτινη είτε βρίσκονται στο αίμα είτε στο εσωτερικό των κυττάρων μας. Για το λόγο αυτό ο έλεγχος της κυκλοφορίας και της αποθήκευσής τους απαιτεί εξειδικευμένους μηχανισμούς και σχηματισμούς.
Όσον αφορά τη μεταφορά τους στο αίμα γίνεται με ειδικές πρωτείνες της κατηγορίας των λιποπρωτεινών, ενώ η αποθήκευσή γίνεται στα λιποκύτταρα που έχουν την ικανότητα να συνθέτουν και να αποθηκεύουν ποσότητες λιπιδίων.
Εκτός όμως από τη χρησιμότητά τους ως ‘δεξαμενές’ ενεργειακών αποθεμάτων, τα λιποκύτταρα βοηθούν στη διατήρηση της θερμότητας του σώματος μας, ενώ παράλληλα έχουν και μηχανικό ρόλο με τις ελαστικές τους ικανότητες και τη θέση τους ανάμεσα σε διάφορα όργανα. Ο χώρος σε ένα λιποκύτταρο στην ώριμη φάση του καταλαμβάνεται περίπου εξ΄ ολοκλήρου από ένα κυστίδιο λίπους και το 95% του όγκου του ωρίμου λιποκυττάρου αποτελείται από λίπος.
Το καύσιμο που αποθηκεύεται (ενεργειακό απόθεμα) έχει τη μορφή τριγλυκεριδίων (όταν δηλαδή ένα μόριο γλυκερόλης ενώνεται με τρία μόρια λιπαρών οξέων). Κάθε μια αλυσίδα λιπαρού οξέος ενώνεται με ένα από τα υδροξύλια της γλυκερόλης και έτσι το τελικό μόριο που σχηματίζεται είναι ουδέτερο σε φορτίο με αποτέλεσμα να μπορεί να αποθηκευτεί σε μεγάλες ποσότητες.
Η διαφορά ανάμεσα στα τριγλυκερίδια από τα λιπίδια των μεμβρανών είναι βιοχημική και έχει ως αποτέλεσμα οι διπλές μεμβράνες να έχουν ένα υδρόφοβο εσωτερικό αλλά μία υδρόφιλη επιφάνεια. Συγκεκριμένα, σε ένα από τα οργανίδια του κυττάρου, το Ενδοπλασματικό δίκτυο, στο υδρόφοβο εσωτερικό του γίνεται η έναρξη της συσσώρευσης τριγλυκεριδίων. Όταν η συσσώρευση μάζας γίνει αρκετά μεγάλη, τότε αποσπώνται αυτόνομα κυστίδια που έχουν σαν περίβλημα μία στοιβάδα φωσφολιπιδίων και κάποιες πρωτείνες ελέγχου των μεταβολισμών των λιπιδίων (π.χ περιλιπίνη).
Η αποικοδόμηση των τριγλυκεριδίων σε λιπαρά οξέα, με σκοπό τη μεταφορά τους μέσω της κυκλοφορίας στους ιστούς, για ενέργεια, γίνεται με τις λιπάσες που η ενζυμική δράση τους είναι ορμονοκαθοριζόμενη!
Το κάθε λιποκύτταρο είναι μία αυτόνομη μονάδα στο μεταβολισμό, δίοτι είναι ευαίσθητο στα διάφορα χημικά σήματα που δέχεται από το περιβάλλον και βάσει αυτών τροποποιεί και τη λειτουργία του.
Π.χ παρουσία Ινσουλίνης, το λιποκύτταρο εμφανίζει στην επιφάνειά του μεταφορείς γλυκόζης με σκοπό να τη μεταφέρει στο εσωτερικό της για να κατασκευάσει λιπαρά οξέα. Αυτό μπορεί να εξασφαλίσει ότι ο λιπώδης ιστός μπορεί να αυξάνει ακόμη και αν η διατροφή μας έχει μειωμένα λιπαρά.
Τα λιποκύτταρα, όμως, ανταποκρίνονται και σε άλλες ορμόνες, όπως η γλουκαγόνη, αλλά και εκκρίνουν μόρια με την επίδραση άλλων ορμονών, όπως η λεπτίνη (η ονομασία της προέρχεται από τη λέξη ‘λεπτός’, είναι πρωτεϊνική ορμόνη και αποτέλεσμα της έκφρασης του γονιδίου ‘ob’ (obesity gene). Με όλη την παραπάνω συμπεριφορά, ο επιστημονικός κόσμος έχει καταλήξει ότι το λιποκύτταρο μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ενδοκρινής αδένας.
‘Ερευνες σε ποντικούς που λόγω μιας μετάλλαξης στο γονίδιο ob δεν παράγουν λεπτίνη έδειξαν για πρώτη φορά ότι έλλειψη λεπτίνης προκαλεί παχυσαρκία. Και επειδή οι άνθρωποι έχουμε λεπτίνη στο αίμα μας και η συγκέντρωσή της φαίνεται ότι εξαρτάται από τον αριθμό ή και το μέγεθος των λιποκυττάρων που υπάρχουν στο σώμα μας, υπάρχει μία θεωρία, που σήμερα τουλάχιστον είναι αποδεκτή από τους περισσότερους επιστήμονες, ότι η λεπτίνη αποτελεί το μέσο που το σώμα μας χρησιμοποιεί για να επιτύχει και κατόπιν να διατηρήσει το βάρος του στο γενετικά προκαθορισμένο επίπεδό του.
Μετά την παραγωγή της στα λιποκύτταρα εισέρχεται στο αίμα και μεταφέρεται στον εγκέφαλο όπου, μέσω ειδικών υποδοχέων που βρίσκονται στον υποθάλαμο, καθορίζει την όρεξη, τον ρυθμό μεταβολισμού του σώματος και το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας.
Όταν, για οποιονδήποτε λόγο, η συγκέντρωση λίπους στο σώμα υπερβεί το γενετικά προκαθορισμένο επίπεδο, η παραγωγή λεπτίνης από τα λιποκύτταρα και η συγκέντρωσή της στο αίμα αυξάνονται μεταφέροντας την πληροφορία στον εγκέφαλο ότι το λίπος του σώματος έχει αυξηθεί. Αν όλα λειτουργήσουν σωστά, ο εγκέφαλος δίνει την εντολή για μείωση της όρεξης, αύξηση του μεταβολισμού και της σωματικής δραστηριότητας έτσι ώστε η συγκέντρωση λίπους στο σώμα να επανέλθει στο κανονικό της επίπεδο. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει όταν η συγκέντρωση λίπους πέσει κάτω από το κανονικό: η παραγωγή λεπτίνης μειώνεται προκαλώντας αύξηση της όρεξης, μείωση του μεταβολισμού και της σωματικής δραστηριότητας ώσπου η συγκέντρωση του λίπους να επανέλθει στο γενετικά προκαθορισμένο επίπεδό της.
Είναι σημαντικό στην προσπάθεια μας, για απώλεια περιττών κιλών ή επαναφοράς του μεταβολισμού μας να συμβουλευόμαστε τους ειδικούς, διότι το υπόβαθρο της όποιας αλλαγής δεν καθορίζεται από έναν παράγοντα, αλλά από αρκετούς που η δράση τους δρα αθροιστικά στο σώμα μας. Οπότε, μόνο κάποια αλλαγή στη διατροφή ή μόνο η άσκηση ή κάποια φαρμακευτική αγωγή, αυθαίρετα και μεμονωμένα δεν αποτελεί τη λύση!
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;