saltouros kali

Αγόρευση Σαλτούρου για το νομοσχέδιο του Κώδικα Δικηγόρων στην Ολομέλεια της Βουλής

18 Σεπτεμβρίου 201315:52

Επί της αρχής και επί των άρθρων του νομοσχεδίου για τον κώδικα δικηγόρων τοποθετήθηκε στη βουλή με ειδικές αγορεύσεις του ο Βουλευτής Ξάνθης του ΠΑΣΟΚ Δημήτρης Σαλτούρος. Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ εξέφρασε την  υποστήριξή του στη νομοθετική πρωτοβουλία, επισημαίνοντας ορισμένες επιμέρους παρατηρήσεις. Επιπρόσθετα στη στη συζήτηση κατ΄άρθρον του σχετικού νομοσχεδίου, έκανε το σχόλιό του για το τραγικό συμβάν της δολοφονίας του 34χρονου αντιφασίστα από χρυσαυγίτη στην Αμφιάλη.

Με αφορμή το τραγικό συμβάν και τον για άλλη μια φορά τονισθέντα  λαϊκισμό από την ακραία δεξιά πτέρυγα της Βουλής, θα μου επιτρέψετε κοιτώντας την κ. Κανέλλη ειδικώς, υπαινισσόμενος την ευρυμάθειά της, να πω ότι όταν πριν από δεκαπέντε μήνες εισήλθα στο ναό της Δημοκρατίας θεώρησα αυτονόητο καθήκον μου -και ήλπιζα ότι έτσι θα έπρατταν όλοι εδώ μέσα- να προσφύγω στον ύμνο της Δημοκρατίας, στον «Επιτάφιο» του Περικλέους.

Εκεί, λοιπόν, κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τονίζεται ότι η κατάσταση μιας πολιτείας είναι άμεσα εξαρτημένη, συναρτημένη από το επίπεδο των πολιτικών ανδρών και γυναικών, των ηγετών. Όλοι μας, όλοι οι άνθρωποι έχουμε την τάση στην παρεκτροπή, στην αταξία και εκεί είναι ο ρόλος του ηγέτη να θέσει το υγιές πρότυπο, να γεννήσει το υγιές βίωμα. Μόνο έτσι θα παταχθεί κάθε μορφή ακρότητας, κάθε μορφή φασισμού.

Και σε αυτά τα πλαίσια και απαντώντας στον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής, δεν αισθάνομαι καθόλου ότι είμαι εναντίον τους -όπως είπε- εγώ ή εμείς του συνταγματικού τόξου. Είμαι εναντίον του κακού μου εαυτού. Είμαι εναντίον του λαϊκισμού, της υποκρισίας, της κομματικής σκοπιμότητας, οποιασδήποτε μορφής ιδιοτέλειας, κάτι που συναντάται τόσο συχνά σε αυτό το Κοινοβούλιο και λυπάμαι πάρα πολύ. Με όλο το σεβασμό και προσφεύγοντας στην όποια σεμνότητα εκπέμπω σε εσάς, θεωρώ ότι εμείς είμαστε ο αντίπαλός μας, εμείς είμαστε ο εχθρός μας.

Το νομικό οπλοστάσιο προφανώς χρειάζεται ενδυνάμωση, προφανώς η δικαιοσύνη, οι διωκτικές αρχές πρέπει να κάνουν το έργο τους, αλλά αυτό θεωρητικά είναι αυτονόητο. Ας κοιταχτούμε, λοιπόν, στον καθρέπτη και ας κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε σε αυτή την τόσο σκληρή συγκυρία.

Σε ό,τι αφορά το νομοσχέδιο, θα επιχειρήσω να προβώ σε μία σύντομη αναφορά σε όλο το φάσμα των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου και από κει και πέρα να επικεντρώσω σε ορισμένα που κατά τη γνώμη μου αξίζουν ειδικότερου σχολιασμού. Καθώς δεν συμμετείχα στις εργασίες της Επιτροπής θα μου επιτρέψετε να καταθέσω κάποιους προβληματισμούς μου επί ορισμένων διατάξεων για πρώτη φορά ενώπιον της Ολομέλειας.

 Τα άρθρα 1,2 και 3 περιγράφουν τη φύση της δικηγορίας ορίζοντας ότι ο δικηγόρος είναι δημόσιος συλλειτουργός της Δικαιοσύνης, ισότιμος, ανεξάρτητος και αναγκαίος παράγοντας εντός του συστήματος απονομής της. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ρητή διάταξη ότι ο δικηγόρος δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα. Η αρχή αυτή θα πρέπει να αποτελέσει ερμηνευτικό οδηγό σε πολλές επί μέρους ρυθμίσεις.

            Στα άρθρα 4, 6 και 7 περιγράφονται οι προϋποθέσεις απόκτησης και αυτοδίκαιης απώλειας της δικηγορικής ιδιότητας ενώ στο άρθρο 5 περιγράφονται οι θεμελιώδεις αρχές και αξίες που διέπουν τον τρόπο άσκησης της δικηγορίας. Η τήρηση του Συντάγματος και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η εμπιστοσύνη, η εχεμύθεια και η ανεξαρτησία, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της.

            Στο άρθρο 8 περιγράφονται οι συμβατές με τη δικηγορική ιδιότητα παράλληλες δραστηριότητες  ενώ στο άρθρο 9 ρυθμίζεται το ζήτημα της αντιποίησης της δικηγορίας. Η αντιποίηση της δικηγορίας σήμερα εκφράζεται με συγκεκριμένη κυρίως μορφή. Ο ρόλος και τα όρια των ονομαζόμενων εισπρακτικών εταιρειών πρέπει να είναι σαφής και απόλυτα ξεκαθαρισμένος. Και όποιος δικηγόρος δίνει κάλυψη σε ιδιώτες ώστε να αντιποιούνται τη δικηγορική ιδιότητα πρέπει να τεθεί προ των ευθυνών του. Από εκεί και πέρα είναι θετική η διάταξη γιατί πέρα από τις ποινικές κυρώσεις προβλέπεται διαδικασία ακόμη και άμεσης σφράγισης του καταστήματος στο οποίο ασκούνται οι παράνομες δραστηριότητες.

            Τα άρθρα 10 έως 22 ορίζουν τα σχετικά με τους ασκούμενους δικηγόρους. Επισημαίνουμε τη διεύρυνση της δυνατότητας καθυστερημένης έναρξης της άσκησης καθώς και τη δυνατότητα άμεσης έναρξής της πριν δηλαδή την έκδοση του πτυχίου νομικής και με βάση αντίγραφο της αναλυτικής βαθμολογίας του νέου νομικού.

            Επίσης άξια επισήμανσης είναι η θεσμοθέτηση ενιαίων πανελλαδικά εξετάσεων. Σε καμία περίπτωση όμως οι εξετάσεις αυτές δεν πρέπει να έχουν το χαρακτήρα επανεξέτασης των ήδη πτυχιούχων νομικών, αμφισβητώντας στην πράξη το κύρος των πτυχίων τους. Άλλωστε είναι κοινή πεποίθηση ότι το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών από τους νέους δικηγόρους στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα υψηλό ακόμη και με χαμηλό συντελεστή δυσκολίας των σχετικών εξετάσεων.

            Συμφωνούμε επίσης με την Επιτροπή και τις διαδικασίες πιστοποίησης επάρκειας των κατόχων αλλοδαπών τίτλων σύμφωνα με τα άρθρα 15, 16 και 17.

            Τα άρθρα 23 έως 32 ορίζουν τα σχετικά με το διορισμό, την εξέλιξη και την παύση των δικηγόρων. Εισάγεται μεταξύ άλλων ευνοϊκή ρύθμιση όσον αφορά τις μεταθέσεις από ένα δικηγορικό σύλλογο σε άλλον, ρύθμιση που συμβαδίζει άλλωστε και με την άρση των χωρικών περιορισμών στην άσκηση της δικηγορίας. Σε κάθε περίπτωση το σχετικό παράβολο θα πρέπει να κινείται σε λογικά πλαίσια ώστε να μην δημιουργηθούν ανισότητες στην ευχέρεια μετακίνησης η ανάγκη για την οποία προκύπτει ως συνήθως από σπουδαίο λόγο.

            Τα άρθρα 34 έως και 41 τα οποία συγκροτούν το τέταρτο κεφάλαιο του Κώδικα υπό τον τίτλο «Δικαιώματα και Υποχρεώσεις του Δικηγόρου» θεσπίζουν τα εχέγγυα για την ελεύθερη και ανεξάρτητη άσκηση του λειτουργήματος. Ταυτόχρονα καταδεικνύουν το αυξημένο κύρος της δικηγορικής ιδιότητας, κύρος που προκύπτει τόσο από τη φύση του λειτουργήματός του όσο και από την ιστορική του πορεία. Από την άλλη πλευρά, περιγράφουν και τις αυξημένες υποχρεώσεις που αυτή ακριβώς η θέση απαιτεί. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στο άρθρο 40 και στη δυνατότητα προβολής του δικηγόρου και των δικηγορικών εταιρειών. Η προβολή αυτή σε μεγάλο βαθμό είναι ήδη μια υπαρκτή πραγματικότητα. Ωστόσο είναι προφανές ότι η ρύθμιση προχωρά ακόμη περισσότερο από αυτό συμβαίνει σήμερα. Τίθενται όμως συγκεκριμένα όρια στην προβολή αυτή, η υπέρβαση των οποίων θα πρέπει να ενεργοποιεί αυτόματα τα κατά τόπους Πειθαρχικά Συμβούλια.

            Στα άρθρα 42 έως 46 ρυθμίζεται το καθεστώς εργασίας με έμμισθη εντολή στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Η ρύθμιση του κεφαλαίου αυτού η οποία μονοπώλησε το ενδιαφέρον, είναι αυτή του άρθρου 44. Χαιρετίζουμε την προσθήκη του κυρίου Υπουργού, μετά βέβαια και τις σχετικές παρεμβάσεις των συναδέλφων της Επιτροπής και των Δικηγορικών Συλλόγων, με την οποία συμπεριλήφθηκε στο άρθρο η καθιέρωση κατώτατης αμοιβής των έμμισθων δικηγόρων του ιδιωτικού τομέα, ίσης με  τις εκάστοτε ισχύουσες κατώτατες νόμιμες αποδοχές υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα ανάλογων επιστημονικών προσόντων. Ωστόσο η σχετική διάταξη – ίσως και λόγω της επείγουσας προσθήκης της – είναι θα έλεγα θολή. Θα ήταν σκόπιμο οι αποδοχές του ιδιωτικού τομέα να εξισωθούν με αυτές του δημοσίου, καθώς μεταξύ άλλων η φύση του δικηγορικού λειτουργήματος επιβάλλει την ενιαία αντιμετώπιση.

            Ένα άλλο ζήτημα το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με καθαρότητα είναι η σχέση του άρθρου 44 με τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 2. Θεωρώ ότι η ελάχιστη αμοιβή στον έμμισθο του ιδιωτικού τομέα επεκτείνεται και στον έμμισθο δικηγόρο ο οποίος έχει αποκλειστική έμμισθη συνεργασία με άλλο δικηγόρο ή με δικηγορική εταιρεία. Για την άρση κάθε αμφιβολίας αλλά και για την αποφυγή μιας ενδεχόμενης φανερά άνισης και αδικαιολόγητης μεταχείρισης, νομίζω ότι η διάταξη του άρθρου 44 θα πρέπει να επαναληφθεί και στη διατύπωση του άρθρου 48.

Τα άρθρα 49 έως 56 ορίζουν τα σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία των δικηγορικών εταιρειών, τα οποία είναι λίγο πολύ ήδη γνωστά.

Στα άρθρα 57 έως 86 ρυθμίζονται τα σχετικά με τις δικηγορικές αμοιβές. Ως γενικός κανόνας ορίζεται η ελεύθερη έγγραφη συμφωνία του δικηγόρου με τον εντολέα του. Ελλείψει σχετικής συμφωνίας οι αμοιβές ορίζονται ανάλογα με το ύψος του αντικειμένου της δίκης και αν αυτό δεν αποτιμάται σε χρήμα, τότε ορίζονται με βάση το παράρτημα Ι του Κώδικα. Η ουσιαστική διαφοροποίηση σε σχέση με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα είναι φυσικά η κατάργηση των υποχρεωτικών ελαχίστων αμοιβών. Πρόκειται για μία επιλογή η οποία σαφώς προσεγγίζει τη διττή φύση της δικηγορίας περισσότερο από την πλευρά του επαγγέλματος παρά από αυτήν του λειτουργήματος, σε αντίθεση με άλλες διατάξεις του Κώδικα οι οποίες κλίνουν σαφώς προς την άλλη διάσταση. Κατ’ αρχάς θεωρώ ότι οι υποχρεωτικές ελάχιστες αμοιβές δεν αποτελούν ικανή συνθήκη εξασφάλισης της βιωσιμότητας της σε εύρος δικηγορικής δραστηριότητας. Αντιθέτως σε πολλές περιπτώσεις έχουν αποτελέσει τροχοπέδη. Άλλωστε η ύπαρξή τους δεν διέσωσε τον κλάδο από την κρίση την οποία ομολογουμένως γνωρίζει. Αυτό που θα θέσει τον κλάδο σε ανοδική πορεία είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας. Αυτή τη στιγμή αυτή είναι η πρώτη προτεραιότητα, σε συνδυασμό με την κοινωνική πρόνοια για τους αδυνάτους. Η σχετική ρύθμιση προφανώς κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση.

Περαιτέρω και σχετικά με τις αλλαγές στη λειτουργία των Δικηγορικών Συλλόγων, έγινε ιδιαίτερη συζήτηση για τη θέσπιση του ενιαίου ψηφοδελτίου σε συλλόγους κάτω των χιλίων μελών. Θεωρούμε εύλογη τη ρύθμιση αυτή. Στους μικρότερους Δικηγορικούς Συλλόγους, η επαφή, η συζήτηση και η ζύμωση μεταξύ των συναδέλφων δικηγόρων γίνεται με διαφορετικό τρόπο, πιο άμεσο και πιο προσωπικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και η συνεργασία στα θάματα αρμοδιότητας του συλλόγου, μπορεί να διαφοροποιηθεί από το παραταξιακό μοντέλο με τελικό θετικό πρόσημο.

Όσον αφορά το νέο πειθαρχικό δίκαιο, είναι κοινή παραδοχή ότι εκσυγχρονίζεται, ενώ και η απεξάρτησή του από τα Διοικητικά Συμβούλια των Συλλόγων, προσδίδει ένα αίσθημα αντικειμενικότητας στον πολίτη. Όχι ότι πιστεύω ότι μέχρι σήμερα τα Πειθαρχικά Συμβούλια δεν στέκονταν στο ύψος των περιστάσεων.

Στην ενδυνάμωση του αισθήματος ασφάλειας του πολίτη αποσκοπεί και η διάταξη για την αγωγή κακοδικίας και την επέκταση του χρόνου παραγραφής της σχετικής αξίωσης. Η διάταξη αυτή μπορεί να αντιμετωπίζεται αρχικά με επιφύλαξη από τους δικηγόρους, με μια δεύτερη ανάγνωση όμως γίνεται κατανοητό ότι με αυτόν τον τρόπο αναβαθμίζεται το κύρος του κλάδου ο οποίος επίσης προστατεύεται ωε σύνολο.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα επιμείνω στη συζήτηση της ουσίας του υπό ψήφιση νέου Κώδικα περί Δικηγόρων. Γιατί αυτό είναι που έχει βαρύνουσα σημασία σήμερα, όχι μόνο για τους δικηγόρους αλλά για ολόκληρη την κοινωνία καθώς οι ρυθμίσεις που εισάγονται επηρεάζουν ουσιωδώς ολόκληρο το Σύστημα Απονομής της Δικαιοσύνης και σε τελική ανάλυση την ποιότητα της Δημοκρατίας.

Όπως ήδη προανέφερα, ο Κώδικας αυτός εμπεριέχει διατάξεις οι οποίες μπορούν πράγματι να εγείρουν συζήτηση. Είμαι σίγουρος ότι στους κύκλους των συναδέλφων δικηγόρων έχει ήδη ανοίξει η σχετική συζήτηση και οι απόψεις σε πολλά σημεία διίστανται. Είμαι επίσης σίγουρος ότι ο σχετικός προβληματισμός λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν από όλους μας εντός του Κοινοβουλίου πολλοί από τους οποίους άλλωστε είμαστε δικηγόροι και το ζήτημα μας αφορά όπως είναι φυσικό ακόμη πιο άμεσα. Σε γενικές γραμμές όμως και με πανθομολογούμενη την αναγκαιότητα θέσπισης ενός σύγχρονου Κώδικα, το παρόν νομοσχέδιο μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για μια πιο ζωντανή, πιο ευέλικτη και πιο εκσυγχρονισμένη άσκηση της δικηγορίας, πάντα βέβαια – και μην το ξεχνάμε αυτό – στα πλαίσια της γενικότερης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Επαναλαμβάνω ότι είναι είτε μέγα σφάλμα είτε καθαρή υποκρισία να υποστηρίζει κανείς ότι με τον έναν ή τον άλλο Δικηγορικό Κώδικα θα μπορούσαν να λυθούν ή να αμβλυνθούν άμεσα και για πάντα τα ουσιαστικά και βαθιά προβλήματα του δικηγορικού κλάδου. Η κατάσταση που ήδη έχει δημιουργηθεί για την πλειοψηφία των δικηγόρων και ιδιαίτερα των νέων είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Ελπίζω ότι σήμερα κάνουμε ένα μικρό έστω βήμα για τη δημιουργία καλύτερων συνθηκών και γενικά καλύτερου πλαισίου άσκησης του λειτουργήματος, παρά τις επί μέρους επιφυλάξεις που ο καθένας είναι φυσικό να διατηρεί σε ένα τόσο μεγάλο και πολύπλευρο νομοθέτημα. Ελπίζω ότι ο νέος Κώδικας θα ξεκλειδώσει μία δυναμική, θα δώσει μία ώθηση στην άσκηση της δικηγορίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι στο χέρι μας να ανανεώνουμε, να βελτιώνουμε ή και να διορθώνουμε όπου χρειάζεται τόσο το Δικηγορικό Κώδικα όσο και τα άλλα νομοθετήματα που καθορίζουν αφενός το έργο και την κατάσταση των δικηγόρων αφετέρου το πλαίσιο Απονομής της Δικαιοσύνης στο σύνολό της.

Η αγόρευση στη συζήτηση επί της αρχής

Η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος στη χώρα μας μέσα από την ιστορική της πορεία, τη χτισμένη μέρα με τη μέρα επί δεκαετίες και με πρώτες ύλες τον πνευματικό αλλά και τον στενά σωματικό μόχθο του Έλληνα μαχόμενου δικηγόρου, την πίστη στο δημοκρατικό ιδεώδες και το βαθιά ριζωμένο αίσθημα της φυσικής Δικαιοσύνης, έχει προσδώσει στον Έλληνα Δικηγόρο μια ισχυρή κοινωνικοπολιτική ταυτότητα, ορισμένα βαθιά ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν έχουν επισκιαστεί ούτε από τους δοσίλογους εντός ή εκτός εισαγωγικών του δικηγορικού λειτουργήματος ούτε από το πρόσφατο ψευδεπίγραφο τηλεοπτικό και μη lifestyle που ορισμένοι επιχείρησαν να παρουσιάσουν ως κοινό τόπο ή ως κοινό όραμα. Ο Έλληνας Δικηγόρος, είναι ένας καθημερινός εργάτης της Δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι ένας συνάνθρωπος ο οποίος παρά το γεγονός ότι επιχειρεί να ζήσει από τη δικηγορία, δεν θα διστάσει να υπερασπίσει ακόμη και χωρίς αμοιβή, ακόμη και με προσωπικό οικονομικό κόστος, τον αδύναμο, τον άπορο, τον κοινωνικά αποκλεισμένο. Όχι μόνο στις δικαστικές αίθουσες αλλά και έξω από αυτές σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Απέναντι σε συχνά ανεπαρκείς, ανάλγητες ή και διεφθαρμένες κρατικές υπηρεσίες, απέναντι σε περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας, στην αντιμετώπιση των παρανομούντων οικονομικά και κοινωνικά ισχυρών, στην αντιμετώπιση κάθε είδους παράνομης προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Ο Δικηγόρος λοιπόν είναι ένας ζωντανός, καθημερινός παράγοντας κοινωνικής ειρήνης.

Είμαι δε πολύ περήφανος γιατί βλέπω ότι και τα νέα παιδιά, οι νέες και νέοι συνάδελφοι δικηγόροι, υιοθετούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία τις ίδιες αρχές, τις ίδιες αξίες και επιτρέψτε μου να πω, ίσως ακόμη περισσότερο από τις παλαιότερες γενιές. Την πλειοψηφία δε των νέων συναδέλφων αποτελούν παιδιά μεσαίων και κατώτερων οικονομικά στρωμάτων της κοινωνίας μας, που τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν μαζικά και σε υψηλό επίπεδο τη σπουδαία και ξεχωριστή αυτή ανθρωπιστική επιστήμη. Ας μην ξεχνάμε λοιπόν και το ποιες δυνάμεις δημιούργησαν και εδραίωσαν αυτή τη δυνατότητα, σήμερα που ο μηδενισμός, η εξαγρίωση και η λήθη εξαπολύουν τη συνδυασμένη τους επίθεση.

Αυτός είναι ο Έλληνας μαχόμενος Δικηγόρος, ο λειτουργός, ο επιστήμονας, ο συμπαραστάτης, ο επαγγελματίας που δεν απεκδύεται το βαρύ χιτώνιο της ιδιότητάς του καμία ώρα του ημερονυχτίου και καμία ημέρα της εβδομάδος. Και όλα αυτά σε συνθήκες που κάποιες φορές μοιάζουν περισσότερο με φάρσα παρά με πραγματικό ενδεχόμενο. Με υποδομές που συχνά παραπέμπουν στο 1954, έτος θέσπισης του Κώδικα περί Δικηγόρων. Και με τους υποτιθέμενους μηχανισμούς προστασίας του σχεδόν απενεργοποιημένους.

Είμαι ευγνώμων γιατί σήμερα μου δίνεται η δυνατότητα να δηλώσω από το κορυφαίο αυτό βήμα, ότι θεωρώ  τύχη και τιμή μου το ότι ανήκω σε αυτήν την τόσο πολύπαθη μα και τόσο προνομιούχο ομάδα ανθρώπων.

Δυστυχώς όμως, δεν μπορώ να δηλώσω χαρούμενος για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο χώρο της δικηγορίας. Μία κατάσταση που επιδεινώθηκε ραγδαία το τελευταίο διάστημα λόγω ασφαλώς και της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε με τόσο έντονο τρόπο. Η δικηγορία, σε ένα τεράστιο πεδίο άσκησής της, εξαρτάται άμεσα από την οικονομική κατάσταση της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Εκτός από την ίδια τη μείωση της παραγωγικότητας η οποία περιορίζει τις πηγές της δικηγορικής ύλης, συμβουλευτικής, δικαιοπρακτικής και δικαστικής, η μείωση της ρευστότητας και γενικώς της οικονομικής δυνατότητας των εν δυνάμει εντολέων των δικηγόρων, περιορίζει την αξιοποίηση και της υπάρχουσας ύλης ή το λιγότερο οδηγεί σε στρεβλώσεις της οικονομικής αλλά και λειτουργικής ισορροπίας στα πλαίσια της άσκησης δικηγορίας. Αν προσθέσουμε και τις απαρχαιωμένες, αργές και σε τελική ανάλυση ανασταλτικές για την επιδίωξη δικαστικής προστασίας δομές και διαδικασίες του δικαστικού μας συστήματος, καθώς και τα αυξημένα κόστη τόσο της ασφάλισης όσο και των λειτουργικών δαπανών ενός δικηγόρου,  έχουμε μπροστά μας πλήρως ανεπτυγμένο το ζοφερό σημερινό σκηνικό.

 Κάτι παραπλήσιο ισχύει και για τον υπό ψήφιση νέο Δικηγορικό Κώδικα. Και αυτό γιατί ο Κώδικας αυτός καλείται να ρυθμίσει μία de facto δύσκολη κατάσταση. Ο Κώδικας αυτός είναι τέκνο της εποχής. Και η εποχή που ζούμε είναι δύσκολη, πρωτόγνωρη και ιδιαίτερα πολύπλοκη. Είναι λοιπόν λάθος να περιμένουμε η θέσπιση ενός Νέου Δικηγορικού Κώδικα να λύσει τα συσσωρευμένα και με βαθύτατα αίτια προβλήματα του κλάδου. Όποιος υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, προφανώς δεν λέει την αλήθεια. Ή – σε κάθε περίπτωση – εκφράζει μία παντελώς λαθεμένη πολιτική αντίληψη. Το αποτέλεσμα πάντως είναι το ίδιο. Το αποτέλεσμα είναι ο κίνδυνος αποπροσανατολισμού των συναδέλφων καθώς και ο εγκλωβισμός τους σε μία εκ προοιμίου αναποτελεσματική συντεχνιακή λογική. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Κανένας Κώδικας δεν μπορεί να λύσει ως δια μαγείας τα οικονομικά προβλήματα των συναδέλφων δικηγόρων. Κανένας κώδικας δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία των πραγμάτων, για τον απλούστατο λόγο ότι και ο δικηγορικός κλάδος ακολουθεί νομοτελειακά τη γενική πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας. Και αυτή τη στιγμή η Ελληνική κοινωνία δεν αναζητεί οροφές. Αναζητεί τη στέρεη βάση πάνω στην οποία θα στηριχθεί για να εφορμήσει ξανά προς τα επάνω. Ένα τέτοιο ρόλο ελπίζουμε ότι θα διαδραματίσει και το υπό συζήτηση νομοθέτημα. Η συντριπτική πλειοψηφία του νομικού κόσμου συμφωνεί ότι ο Κώδικας περί Δικηγόρων έχρηζε επικαιροποίησης και εκσυγχρονισμού. Ο νέος Κώδικας αποτυπώνει στις διατάξεις του τα σύγχρονα δεδομένα, αίρει αναχρονισμούς και ασφαλώς θα είναι ανοιχτός διαχρονικά σε βελτιώσεις και αναπροσαρμογές. Έχει ακουστεί από πολλές μεριές – και πραγματικά δεν είναι αδικαιολόγητος ο σχετικός προβληματισμός – ότι η ατομική δικηγορία οδεύει προς το τέλος της, ότι επέρχεται μια υπαλληλοποίηση του Δικηγορικού σώματος. Συμφωνώ απολύτως με τη διαπίστωση αυτή. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η κατάσταση αυτή διαμορφώνεται σταθερά εδώ και αρκετά χρόνια και μάλιστα παρά την ύπαρξη των ελάχιστων αμοιβών και μάλιστα ακόμη ίσως και πριν την δια νόμου θεσμοθέτηση των δικηγορικών εταιρειών. Όσον αφορά δε τις τελευταίες, οι συνάδελφοι δικηγόροι θα πρέπει να τις αντιμετωπίσουν περισσότερο σαν ένα εργαλείο παρά σαν φόβητρο. Η πραγματικότητα είναι ότι η σύμπραξη περισσότερων δικηγόρων, έστω και άτυπα, είναι μια τακτική η οποία κερδίζει διαρκώς έδαφος. Και αυτό γιατί ο συντονισμός και καταμερισμός των εργασιών μεταξύ περισσοτέρων ατόμων, η πιθανή εξειδίκευση ανά τομέα δικαίου, ακόμη και η θεωρητική συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων επί νομικών ή πρακτικών ζητημάτων, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας και αναβάθμιση του επιπέδου του παρεχόμενου έργου ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται και η μείωση του λειτουργικού κόστους. Αυτή μπορεί να είναι και η ασφαλέστερη οδός δια της οποίας οι νέοι συνάδελφοι, ενώνοντας τις δυνάμεις τους, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν με καλύτερους όρους το μερίδιο της δικαστικής ύλης που τους αναλογεί, απέναντι σε ήδη υπάρχουσες ισχυρές οικονομικά και επαγγελματικά δομές είτε οι τελευταίες έχουν τη μορφή της δικηγορικής εταιρείας είτε όχι. Τέλος, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι βασικό στοιχείο του δικηγορικού λειτουργήματος είναι η σχέση εμπιστοσύνης του εντολέα προς το δικηγόρο του. Ειδικότερα εντός της Ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η ενδυνάμωση αυτής της σχέσης και η ανάδειξη αυτής της αναγκαιότητας, της ύπαρξης δηλαδή μιας βαθειάς εμπιστοσύνης, είναι η συνθήκη η οποία μπορεί να καταστήσει τη μάχιμη Δικηγορία έτσι όπως την οραματιζόμαστε.

Θα ήθελα κλείνοντας να επισημάνω ένα πολύ θετικό κατά τη γνώμη μου γεγονός. Το σχέδιο νόμου έτσι όπως σήμερα εισάγεται προς ψήφιση, έχει αρκετές ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με την αρχική του μορφή, πριν δηλαδή τη συζήτησή του ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης. Οι διαφοροποιήσεις αυτές οι οποίες προέκυψαν κατά τη συζήτηση ήταν αποτέλεσμα των παρεμβάσεων των συναδέλφων βουλευτών, μελών και μη της Επιτροπής, των εξωκοινοβουλευτικών φορέων οι οποίοι ανέπτυξαν τις θέσεις τους και τις προτάσεις τους καθώς και της ιδιαίτερης διάθεσης για γόνιμη συνεργασία χωρίς αγκυλώσεις που επέδειξε ο κύριος Υπουργός, ο κ. Αθανασίου. Οφείλω να επισημάνω και να χαιρετίσω το γεγονός.

Αναλυτικότερα θα αναφερθώ στην επί των άρθρων συζήτηση.

Ευχαριστώ.

 

Αρθρογράφος

mm
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr