Η έκθεση της νοσηλεύτριας στον ηλικιωμένο ασθενή ήταν σύντομη. Δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια πόσο κράτησε. Προσπαθεί να θυμηθεί τις κινήσεις της σε εκείνη την πρωινή εφημερία του Μαρτίου, σε κεντρικό νοσοκομείο της Αθήνας. Δεν τον παρέλαβε πρώτη, αλλά ήταν παρούσα όταν τον μετέφεραν στον θάλαμο. Χρησιμοποίησε ωτικό θερμόμετρο. Δεν φορούσε γάντια ή προστατευτική μάσκα, είναι σίγουρη πάντως ότι δεν τον άγγιξε. Ο ασθενής φτερνίστηκε. Επτά ώρες αργότερα, μετά τη λήξη της βάρδιας, χτύπησε το κινητό της τηλέφωνο. Ο ηλικιωμένος ήταν θετικός στον νέο κορωνοϊό. Η νοσηλεύτρια έπρεπε, προληπτικά, να κλειστεί στο σπίτι.
«Δεν περίμενα ότι θα συνέβαινε σε εμένα. Φοβήθηκα πολύ, όχι μήπως νοσήσω. Αυτό που σκέφτηκα κυρίως ήταν η διασπορά», λέει στην «Κ».
«Είχα πάρει το μετρό, είχα κυκλοφορήσει, είχα δει ένα συγγενικό μου πρόσωπο. Ένιωθα ένοχη. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να είχε κάτσει δίπλα μου στο βαγόνι κάποιος ηλικιωμένος και αυτό με άγχωνε πάρα πολύ».
Δέχθηκε να μοιραστεί την εμπειρία της χωρίς να δημοσιευθεί το όνομά της, ή να αναφερθεί σε ποιο νοσοκομείο εργάζεται. Το συμβάν κατεγράφη σε νοσηλευτικό ίδρυμα της Αθήνας που δεν ανήκει στα κέντρα αναφοράς του κορωνοϊού, αρκετές ημέρες προτού επιβληθούν οι περιορισμοί των μετακινήσεων στη χώρα. Επιβεβαιωμένα κρούσματα υπήρχαν ήδη στην Ελλάδα, κυρίως σε ταξιδιώτες του εξωτερικού.
Εκείνο το πρωινό, κατά το στάδιο της διαλογής, προτού δηλαδή διαβεί την πύλη του νοσοκομείου, ο ασθενής δεν παρέθεσε κάποιο ανησυχητικό ιστορικό. Δεν είχε βρεθεί έξω από τα σύνορα της χώρας, ούτε είχε ύποπτες επαφές. «Είχε λίγο βήχα, λίγο φτέρνισμα, και μια δυσκολία στην αναπνοή, όχι έντονη δύσπνοια. Δεν είχε πυρετό», θυμάται η νοσηλεύτρια.
Η ίδια δεν υποβλήθηκε σε διαγνωστικό τεστ για να διαπιστωθεί εάν προσβλήθηκε από τον ιό. Κάθε πρωί, όμως, επικοινωνούσε με τον υπεύθυνο λοιμώξεων στον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας για να ενημερώσει για την κατάστασή της και μετρούσε τη θερμοκρασία της δύο φορές την ημέρα. Ένας συγγενής άφηνε φαγητό στην εξώπορτά της. Ο χρόνος κυλούσε αργά στα μετόπισθεν.
Δεν είναι η μόνη που βρέθηκε σε αυτή τη θέση. Η «Κ» μίλησε και με άλλους επαγγελματίες υγείας οι οποίοι λόγω επαφών υψηλού κινδύνου τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό για τουλάχιστον μία εβδομάδα και πλέον καλούνται να στρέψουν την προσοχή στον εαυτό τους, μήπως ανιχνεύσουν κάποιο σύμπτωμα. Πώς διαχειρίζονται αυτό το διάστημα μακριά από την «πρώτη γραμμή»;
Η προσθήκη των επαγγελματιών υγείας στην αλυσίδα της μετάδοσης του νέου κορωνοϊού, ή ο προληπτικός παροπλισμός τους είναι ένα από τα πιο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν εδώ και αρκετές ημέρες στα μέτωπα της πανδημίας άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στην Ιταλία, στη Γαλλία και στην Ισπανία περισσότεροι από 30 γιατροί και νοσηλευτές έχουν πεθάνει από τον νέο κορωνοϊό και χιλιάδες άλλοι έχουν τεθεί σε αυτοπεριορισμό. Στην Ισπανία υπολογίστηκε πρόσφατα ότι οι εργαζόμενοι σε νοσηλευτικά ιδρύματα αποτελούν το 14% των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζόμενων Δημοσίων Νοσοκομείων, εκτιμάται ότι τουλάχιστον 90 επαγγελματίες υγείας έχουν νοσήσει και ότι περισσότεροι από 400 είχαν ή έχουν τεθεί σε καραντίνα. Αυτοί οι αριθμοί μπορεί να αλλάξουν «αύριο». Μόλις ολοκληρώνεται το διάστημα απομόνωσης γιατρών ή νοσηλευτών σε κάποια γωνιά της χώρας, μπορεί να προκύψει η ανάγκη αυτοπεριορισμού άλλων συναδέλφων τους.
«Δεν είναι έκπληξη να έχουμε αρκετές δεκάδες υγειονομικούς που έχουν εκτεθεί στον ιό, ή είναι σε καραντίνα», δήλωσε σε μία από τις πρόσφατες, καθημερινές ενημερώσεις των δημοσιογράφων ο λοιμωξιολόγος και εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον κορωνοϊό Σωτήρης Τσιόδρας. Ανέφερε ότι αυτή τη στιγμή δεν έχει προκύψει κάποια δυσλειτουργία στις δομές και στις υπηρεσίες υγείας. «Ενδεχομένως μία μεγάλη αύξηση του ιού στο μέλλον, να δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα, όπως έχουν στο παρελθόν δει άλλες χώρες και να χρειαστεί να αντιμετωπιστεί σε εθνικό επίπεδο», είπε.
«Έχω σοκαριστεί. Δουλεύω επί 32 χρόνια στην πρώτη γραμμή. Εξυπηρετούσαμε τόσο πολύ κόσμο. Το τμήμα μας πραγματοποιεί δεκάδες μαστογραφίες την ημέρα», λέει στην «Κ» η Λία Σκορδίλη, 56 ετών και τεχνολόγος στο τμήμα διαγνωστικής μαστού στο αντικαρκινικό νοσοκομείο «Αγιος Σάββας». Συνάδελφοί της προσβλήθηκαν πρόσφατα από τον νέο κορωνοϊό και η ίδια χρειάστηκε να μπει σε καραντίνα.
Αποφεύγει τις επαφές με τη μητέρα της, η οποία είναι 90 ετών και ζει στο ίδιο διαμέρισμα και όποτε χρειάζεται να τη φροντίσει φοράει μάσκα και γάντια. Καθημερινά ελέγχει τον εαυτό της για ύποπτα σημάδια (διάρροια, ανοσμία, πυρετό) και ενημερώνει σχετικά τον ΕΟΔΥ. Λέει ότι παρά τις απαραίτητες ενέργειες που είχαν γίνει στο τμήμα της και τα προειδοποιητικά χαρτιά που είχαν κολλήσει στην είσοδο ζητώντας από τους ασθενείς να κρατούν αποστάσεις ασφαλείας, η προσέλευσή τους κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου δεν γινόταν πάντοτε με τη δέουσα πειθαρχία. «Υπήρχαν περιπτώσεις γυναικών με 39 ή 40 πυρετό που είχαν έρθει για μαστογραφία», επισημαίνει.
Επειδή η ίδια ανήκει σε ευπαθή ομάδα, λόγω άσθματος και άλλων ζητημάτων υγείας, την είχαν συμβουλεύσει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στην εργασία της. Το τεστ που έκανε πρόσφατα βγήκε αρνητικό. Το ενδεχόμενο να επιστρέψει κάποια στιγμή στην εργασία της υπό τις παρούσες συνθήκες και η πιθανότητα νέας έκθεσής της στον ιό την προβληματίζει. «Για πρώτη φορά ανησυχώ», λέει.
Επαγγελματίες της Υγείας από διάφορα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας μιλούν για σημαντικές ελλείψεις στον προστατευτικό εξοπλισμό τους και σε ορισμένες περιπτώσεις για καθυστερήσεις στα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων που έχουν πραγματοποιήσει.
Γιατρός σε νοσοκομείο αναφοράς για τον νέο κορωνοϊό αναφέρει στην «Κ» ότι στην παρούσα φάση καταναλώνουν έως και 100 μάσκες αυξημένης προστασίας την ημέρα. Η Αργυρή Ερωτοκρίτου, ειδικευόμενη Παθολογίας στο νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς», λέει πως δεν επαρκούν ούτε οι απλές χειρουργικές μάσκες και ότι καλούνται να χρησιμοποιήσουν μία ή δύο κατά τη διάρκεια μιας εφημερίας.
Στις 12/2/2020 ο ΕΟΔΥ εκτίμησε ότι κατά τη νοσηλεία επιβεβαιωμένου κρούσματος COVID-19 με σοβαρά συμπτώματα απαιτούνται ημερησίως από 15 έως 24 «πακέτα» ατομικής προστασίας ανά ασθενή. Κάθε «πακέτο» περιλαμβάνει μάσκες τύπου FFP2 ή FFP3 για αναπνευστική προστασία, γυαλιά ευρέως οπτικού πεδίου ή ασπίδες προσώπου, αδιάβροχη ρόμπα με μακριά μανίκια και γάντια. Η κατανομή τους για τα σοβαρά περιστατικά είχε καθοριστεί ως εξής: 6-12 «πακέτα» για το νοσηλευτικό προσωπικό, 3-6 για το ιατρικό, 3 για το προσωπικό καθαριότητας και άλλα 3 για βοηθητικό προσωπικό και άλλες ειδικότητες
Βάσει πιο πρόσφατων σχετικών οδηγιών του ΕΟΔΥ (23/3/2020), σε περίπτωση ελλείψεων, προτείνεται στο προσωπικό να χρησιμοποιεί την ίδια οφθαλμική προστασία (γυαλιά ή ασπίδα προσώπου) και την ίδια μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας, τα οποία αφαιρούνται αν καταστραφούν, λερωθούν ή με την αποχώρηση από τη νοσηλευτική μονάδα. Οπως επισημαίνεται στις ίδιες οδηγίες, η απλή χειρουργική μάσκα πρέπει να αντικαθίσταται εάν υγρανθεί η εσωτερική πλευρά. Ακόμη, αντί της χρήσης γαντιών, εφόσον δεν υπάρχει επάρκεια, προτείνεται η πλύση των χεριών και η χρήση αλκοολούχου αντισηπτικού έπειτα από κάθε επαφή με ασθενή.
Ως στενή επαφή ορίζεται η παραμονή στον ίδιο χώρο, σε απόσταση μικρότερη των δύο μέτρων και για περισσότερο από 15 λεπτά, με ασθενή ο οποίος έχει επιβεβαιωμένη λοίμωξη COVID-19. Σε περίπτωση που ο ασθενής δεν φορούσε μάσκα, αλλά και ο γιατρός ή ο νοσηλευτής δεν είχαν λάβει αντίστοιχο μέτρο προστασίας, η έκθεσή τους θεωρείται υψηλού κινδύνου. Για τις επόμενες επτά ημέρες θα πρέπει να απέχουν από την εργασία τους και να επιστρέψουν φορώντας απλή χειρουργική μάσκα καθ’ όλη τη διάρκεια του ωραρίου. Παρακολουθούν την υγεία τους για 14 ημέρες και εάν εμφανίσουν συμπτώματα, θα πρέπει να δώσουν δείγμα για να ελεγχθεί εργαστηριακά.
Πρόσφατα, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ρίου έξι γιατροί βρέθηκαν θετικοί στον νέο κορωνοϊό. Συνάδελφοί τους που μίλησαν στην «Κ» εξηγούν ότι δεν είναι εφικτό σε αυτή την περίπτωση να βρεθεί το νήμα της μετάδοσης. Δεν αποκλείουν να νόσησε αρχικά ένα από τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας στην παθολογική κλινική και να υπήρξε διασπορά λόγω γειτνίασης των γραφείων του προσωπικού.
Ο καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών Χαράλαμπος Γώγος εξηγεί στην «Κ» ότι είναι αναπόφευκτο να υπάρξει διασπορά και στο προσωπικό, παρά τα μέτρα προστασίας σε μια τόσο μεταδοτική νόσο. «Είναι από τα πιο αφοσιωμένα μέλη του τμήματος και λυπούνται για την απουσία τους. Το κενό τώρα μπορεί να καλυφθεί και προέχει να επιστρέψουν δυνατοί και ορεξάτοι. Είναι σημαντικό να είναι όλοι ετοιμοπόλεμοι για να μπουν μετά στη μάχη», λέει. Στο Ρίο έχουν εκπαιδευτεί και άλλες ειδικότητες, όπως ενδοκρινολόγοι και ρευματολόγοι, για να συνδράμουν εφεδρικά εφόσον προκύψει έκτακτη ανάγκη και έξαρση της επιδημίας στη χώρα.
Το νοσοκομείο στο Ρίο αντιμετώπισε τα πρώτα μαζικά κρούσματα του COVID-19 στην Ελλάδα μετά την επιστροφή των εκδρομέων από τους Αγίους Τόπους. Αντίστοιχα, το άλλο επίκεντρο της μάχης κατά του νέου κορωνοϊού βρισκόταν στην Καστοριά. Ο Χρήστος Κουσουρής, διοικητικός υπάλληλος στο νοσοκομείο Καστοριάς και εκπρόσωπος των εργαζομένων, λέει ότι συνολικά 12 μέλη του προσωπικού του νόσησαν. Ένας εξ αυτών, 53 ετών και παρασκευαστής στο μικροβιολογικό εργαστήριο του νοσοκομείου, απεβίωσε.
«Τα μέτρα προστασίας στο νοσοκομείο ήταν άριστα. Η διαλογή του κόσμου γινόταν στην πύλη και πήγαιναν σε ξεχωριστό κτίριο. Το σύστημά μας δούλεψε πολύ καλά», υποστηρίζει ο κ. Κουσουρής. Και αυτός μιλάει πάντως για ελλείψεις σε μάσκες υψηλής προστασίας, ενώ οι τοπικές αρχές έχουν ζητήσει και από πολίτες να τους βοηθήσουν στο έργο τους.
Ο κ. Κουσουρής αποδίδει τα κρούσματα στη διασπορά που φαίνεται ότι είχε ήδη γίνει το προηγούμενο διάστημα στην κοινότητα, επισημαίνοντας ότι υπήρχε αρκετός κόσμος στην Καστοριά που είχε επιστρέψει από την Ιταλία. Από τα 350 μέλη του προσωπικού στο νοσοκομείο, εξετάστηκαν περίπου 120 δείγματα. Αίτημα των εργαζομένων είναι να γίνουν διαγνωστικά τεστ και στους υπόλοιπους. Συνολικά 40 άτομα χρειάστηκε να μπουν σε καραντίνα και οι περισσότεροι έχουν επιστρέψει στα πόστα τους.
Στην εργασία της έχει γυρίσει και η νοσηλεύτρια σε κεντρικό νοσοκομείο της Αθήνας η οποία είχε μπει προληπτικά σε καραντίνα, μαζί με άλλους συναδέλφους της, και μίλησε στην «Κ» με τον όρο της ανωνυμίας.
«Οποιοδήποτε περιστατικό το θεωρώ πλέον ύποπτο. Τους αντιμετωπίζω όλους σαν πιθανούς ασθενείς ή φορείς. Θα φορέσω γάντια, θα προσπαθήσω να κρατήσω απόσταση ενός μέτρου», λέει.
«Μόλις φτάσω πίσω στο σπίτι, βγάζω κατευθείαν τα ρούχα μου, πλένονται τα πάντα. Δεν ρισκάρω».
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Για την Kαθημερινή της Κυριακής και το Kathimerini.gr.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;