mavrodis gri

Οι Καφέδες. Toυ Βαγγέλη Μαυροδή

7 Μαρτίου 201220:33

mavrodis_griΠριν από κάμποσα χρόνια στο χωριό μου το Νεοχώρι Χαλκιδικής
την ημέρα της πανήγυρης του Αϊ Λιά, ο μπάρμπα Γιώργης δεινός
κυνηγός στα νιάτα του, ζωσμένος τα φυσεκλίκια και με το δίκαννο
σταυρωτά στην πλάτη, διέσχισε την πλατεία πηγαίνοντας για . . .
κυνήγι. . !!

Όσοι τον είδαν δε μίλησαν και δεν τον σταμάτησε
κανείς, ήξεραν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, άστον σου λέει, πήγε ο
μπάρμπα Γιώργης και το απόγευμα λέει επέστρεψε στο σπίτι
ήρεμος. Μεγάλος στην ηλικία είχε αρχίσει να ξεχνάει, κι’ αυτή η
άτιμη η αρρώστια έρχεται σιγά σιγά, δεν αφήνει και πολλά
περιθώρια να γιατρευτεί και ο άρρωστος καταντάει να θέλει
συνεχώς παρακολούθηση από κάποιον δικό του, ανάλογα βέβαια
και με το πόσο σοβαρή είναι η κατάστασή του. Παλιά δεν ξέραμε
πώς την έλεγαν την αρρώστια, ακούγαμε να λένε απλώς οτι ο
τάδε μπάρμπας ή θειά, «τόχασε», έχασε το μυαλό δηλαδή κι’ αυτό
ήταν όλο, όλοι οι γύρω ήξεραν και δεν τον συνερίζονταν και
αλίμονο στους δικούς τους που δεν ξεθαρρούσαν ν’ αφήσουν
μοναχό τον ασθενή, φοβούνταν μήπως άθελά του κάνει κάποια
ζημιά ή κακό. Η ασθένεια παρουσιάζεται συνήθως στις μεγάλες
ηλικίες και πολλές φορές ο ασθενής έχει μεγάλα διαλείμματα
διαύγειας έτσι που καταλαβαίνει την κατάστασή του και ζητάει
βοήθεια από τους οικείους του, εκτός αν όπως είπαμε η
κατάστασή του είναι μη αναστρέψιμη όπως λένε οι ειδικοί,
αχρείαστοι νάναι.

Έτσι και η κυρία Σοφία τώρα τελευταία κατάλαβε ότι κάτι δεν
πάει καλά, ξεκινάει να πάει από το ένα δωμάτιο στο άλλο και
ξεχνάει τι πήγε να πάρει, ξεχνάει τα χάπια, χάνει συνεχώς τα
γυαλιά ξεχνάει για ποιο λόγο πήγε από το ένα μέρος στο άλλο και
άλλα πολλά, συνέρχεται βέβαια αλλά η ανησυχία παραμένει,
προσπαθεί να έχει το νου της που λέμε αλλά και συνεχώς κάτι
της ξεφεύγει, φοβάται και πανικοβάλλεται στη σκέψη ότι μπορεί
να έρθουν τα χειρότερα και κάποια μέρα λέει στο γιο της,
– Με ειδοποίησε η Αλεξάντρα απέναντι, θα έρθει το απόγευμα με
μερικές άλλες συνομήλικές μας να με δουν και θα πρέπει να τις
κεράσω και τίποτα, αλλά βρε παιδί μου φοβούμαι να μην τα κάνω

θάλασσα, άρχισα και ξεχνώ τώρα τελευταία, τι μου λες να κάνω;
«Άστο μάννα θα το κανονίσω εγώ», πήγε ο γιος ψώνισε χυμό
πορτοκαλάδα και γλυκά, έγραψε σ’ ένα σκληρό χαρτί με μεγάλα
γράμματα για να διαβάζονται εύκολα, ΚΑΦΕΣ-ΠΟΡΤΟΚΑΛΑΔΑ-
ΓΛΥΚΟ και το έβαλε στον πάγκο της κουζίνας σε μέρος να
φαίνεται, έβαλε και το μαρκαδόρο δίπλα και εξήγησε στη Μάννα τι
θα κάνει, « Μάννα ,νά, εδώ τάγραψα, θα κάνεις πρώτα τον καφέ,
θα τον σβήσεις στο χαρτί, θα κεράσεις την πορτοκαλάδα θα τη
σβήσεις κι’ αυτή και στο τέλος θα προσφέρεις και το γλυκό, μη
φοβάσαι όλα θα πάν καλά, ό τι τις κερνάς όμως να το σβήνεις. . .
έτσι; Κατάλαβες; ».

Έφυγε ο γιος, ήρθαν οι φιλενάδες σούρτα σούρτα, είπαν τα
συνηθισμένα τι χάπια παίρνει η κάθε μία, ίδιες οι περιπτώσεις,
γεράματα, τα προβλήματα ίδια, επέμενε η μια στην άλλη να τής
γράψει ο γιατρός χάπια ίδια με τα δικά της «είδε σωτηρία !!»,
πήγε η νοικοκυρά στην κουζίνα έκανε τους καφέδες, τους
τράταρε, είπαν κι’ άλλα, τους ήπιαν τους καφέδες, ξανά στην
κουζίνα η κυρία Σοφία, ξανά καφέδες τους ήπιαν κι’ αυτούς,
άναψε η συζήτηση είπαν για τα εγγόνια πέρασαν τις νύφες γενεές
δεκαπέντε, ξανά καφέδες η γιαγιά, πέρασε η ώρα άρχισε να
σουρουπώνει, άντε να πηγαίνουμε ωραία περάσαμε, τις ξέβγαλε
και τις αποχαιρέτησε η κυρία Σοφία κι’ άρχισαν να κατεβαίνουν
με προσοχή μία μία την εξωτερική σκάλα, οπότε σε κάποια στιγμή
όπως ήταν αραδιασμένες η μια πίσω από την άλλη, γυρίζει προς
τα πάνω η πρώτη που κατέβαινε και λέει με συνωμοτικό ύφος και
σιγανή φωνή, σοβαρή και με παράπονο, λέει στις άλλες « κι’ αυτή η
χριστιανή τόσες ώρες καθίσαμε, ντροπή, έναν καφέ δε μας έκανε»
κι’ απάντησαν όλες μαζί οι άλλες « Είδες; Είδες; Τί τα μαζεύ’; Για
πότε; Τί θα τα κάν’;»

Το βράδυ ήρθε ο γιος στο σπίτι βλέπει στην κουζίνα στίβα τα
φλιτζάνια του καφέ, η πορτοκαλάδα και τα γλυκά στο ψυγείο
απείραχτα, και,
-Καλά βρε Μάννα, δε σου είπα να σβήνεις αυτό που τις
κερνάς; Πόσους καφέδες τις κέρασες, θα τις αρρωστήσεις τις
γυναίκες. . . .!!

-Ποιες γυναίκες παιδί μου τι λες;. . .!!!
-Για τις φιλενάδες σου λέω βρε Μάννα. . . .μόνο καφέδες τις
κέρασες;. . .
Άααα… δε βαρυέσαι, μήπως ήρθαν κι’ όλας;. . . .!!!
( Και μη χειρότερα. . . .)

Βαγγέλης Μαυροδής

Vagelis_mavrodis@yahoo.gr 

Αρθρογράφος

mm
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr