Η Apple καλείται να αποζημιώσει 14 εκατομμύρια κατόχους iPod την περίοδο 2005-2009 και να πληρώσει έως και 1 δισεκατομμύριο δολάρια εάν αποδειχτεί ότι χρησιμοποίησε αθέμιτεaς πρακτικές για να καταπνίξει τον ανταγωνισμό στην, νεότευκτη τότε, αγορά μουσικής σε ψηφιακή μορφή.
Ο Στηβ Τζομπς σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον Έντι Κιου, επικεφαλής του τμήματος ανάπτυξης λογισμικού στην εταιρεία τότε, έγραφε«Κάποιος εισβάλλει στο σπίτι μας», αναφερόμενος στην προσπάθεια να απενεργοποίησης του συστήματος που απέτρεπε την αναπαραγωγή τραγουδιών χωρίς την υπογραφή της Apple (DRM), από ανταγωνιστικές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τους συνηγόρους των εναγόντων, η Apple επέλεξε να εμφανίζει ένα λιτό μήνυμα λάθους όταν εντόπιζε τραγούδια χωρίς το αποτύπωμα του δικού της συστήματος διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων επάνω τους. Προέτρεπε δε τους χρήστες να επαναφέρουν το σύστημα στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, ενέργεια που οδηγεί στην πλήρη διαγραφή των δεδομένων της συσκευής αναπαραγωγής μουσικής, συμπεριλαμβανομένων των τραγουδιών από άλλες πηγές. Η επαναφορά του περιεχομένου μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω iTunes και αφορούσε μόνο στην βιβλιοθήκη τραγουδιών με το DRM της Apple. H απάντηση της Apple ακούστηκε στην αίθουσα από τον υπεύθυνο για θέματα ασφαλείας, Augustin Farrugia, ο οποίος υποστήριξε ότι «δεν χρειάζεται να παρέχουμε πολύ πληροφορία, δεν θέλουμε να προκαλέσουμε σύγχυση», είπε. Ο ίδιος άνθρωπος κατέθεσε πως όλοι στην Apple ήταν έξαλλοι με το “DVD Jon” -Jon Johansen- τον νεαρό Νορβηγό που τον Μάρτιο του 2005 βρήκε τρόπο να αγοράσει μουσική από το iTunes χωρίς DRM.
Διαβάστε περισσότερα για την δίκη, στην οποία αναμένεται να προβληθεί βιντεοσκοπημένη μαρτυρία του Στηβ Τζομπς για το θέμα του iTunes Music Store και του iPod.
To iTMS Apple ήταν το 2007 το δημοφιλέστερο διαδικτυακό δισκοπωλείο στον κόσμο και το πρώτο που απέδειξε ότι είναι εφικτή η πώληση μουσικής μέσω Διαδικτύου., σε μια εποχή που όλοι τη μοιράζονταν δωρεάν. Ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2003 και έως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους απευθυνόταν μόνο σε χρήστες των υπολογιστών Mac. Μέσα σε τρία-τέσσερα χρόνια, έχει πουλήσει περί τα τρία δισεκατομμύρια download τραγουδιών, εκατό εκατομμύρια τηλεοπτικών σόου και δύο εκατομμύρια ταινιών. Όπως υπερηφανευόταν η Apple, oι πωλήσεις του iTMS ξεπερνούσαν αυτές του Amazon και της αμερικανικής αλυσίδας καταστημάτων Target. Είχε στην βάση του έξι εκατομμύρια τραγούδια, πεντακόσιες τηλεοπτικές σειρές και ισάριθμες ταινίες και την εμπιστοσύνη των τεσσάρων μεγαλύτερων δισκογραφικών εταιρειών του κόσμου(Sony BMG, EMI, Universal Music και Warner Music). Όλα τα τραγούδια πωλούνται στην ίδια τιμή (0,99 ευρώ ανά τραγούδι, 9,99 ευρώ ανά άλμπουμ), ήταν κωδικοποιημένα σε φορμά AAC στα 128Kbps και έφεραν το λογισμικό διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων της Apple, που ονομάζεται (με μια δόση ειρωνείας) FairPlay.
To DRM της Apple έθετε τους εξής περιορισμούς, σε ότι αφορά στα τραγούδια:
1. Τα τραγούδια που αγοράζονται από το iTMS αναπαράγονται μόνο σε πέντε υπολογιστές.
2. Η ίδια λίστα τραγουδιών μπορεί να αντιγραφεί μόνο επτά φορές.
3. Δεν είναι εφικτή η αναπαραγωγή τραγουδιών σε άλλη φορητή συσκευή πλην των iPod και iPhone (το γεγονός ότι το iPod αναπαράγει μόνο τραγούδια αγορασμένα από το iTunes Music Store είχε θεωρηθεί από τότε αθέμιτο μέσο ανταγωνισμού, όπως σχολίαζαν αρκετοί, δεν είχε όμως αποδειχτεί στο δικαστήριο, απόφαση που αναμένεται στην δίκη που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στο Όκλαντ, πολλά χρόνια αργότερα).
4. Τα τραγούδια από το iTMS αναπαράγονται σε οσαδήποτε iPod.
5. Δεν υπάρχει περιορισμός στις εγγραφές ενός τραγουδιού σε Audio CD
6. Οι χρήστες μπορούν να κατεβάσουν μόνο μια φορά τη μουσική που αγόρασαν
Οι επικρίσεις για τη διάθεση ψηφιακής μουσικής με περιορισμούς καθώς και η επικριτική για το DRM ανοικτή επιστολή του επικεφαλής της εταιρείας, Στηβ Τζομπς, οδήγησαν στη σύσταση του iTunes Music Store Plus, ένα διαδικτυακό δισκοπωλείο το οποίο πουλάει μουσική χωρίς DRM και μάλιστα σε καλύτερη ποιότητα ήχου (με υψηλότερη κωδικοποίηση 256Kbps AAC). Τα τραγούδια αυτά δεν υπόκεινται σε περιορισμούς ανάλογους με το αδελφό iTMS, είναι όμως 30% ακριβότερα (1,29 ευρώ ανά τραγούδι). Εντούτοις, αποκαλύφθηκε ότι οι ετικέτες ID3 των τραγουδιών αυτών εμπεριέχουν το ονοματεπώνυμο και την διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του αγοραστή (αφού συνοδεύουν κάθε τραγούδι χωρίς κωδικοποίηση), γεγονός που έχει χαρακτηριστεί πολλάκις απαράδεκτο. Έτσι έγινε αντιληπτό ότι η διάθεση μουσικής χωρίς περιορισμούς που επιβάλλονται μέσω λογισμικού DRM δεν σημαίνει ότι η βιομηχανία δέχτηκε να παραχωρήσει μουσική χωρίς προηγουμένως να διασφαλίσει ότι δεν θα πλουτίσει τα δίκτυα P2P.
Η EMI είναι η μόνη μεγάλη δισκογραφική εταιρεία (η μικρότερη από τις τέσσερις μεγαλύτερες) που έχει συμφωνήσει να διαθέσει προς πώληση χωρίς DRM ολόκληρο τον κατάλογό της online.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;