Audiatur et altera pars *
Η κα Ρεπούση δεν ανήκει στον κύκλο των ανθρώπων που εκτιμώ για τις επιστημονικές τους επιδόσεις και τις πολιτικές τους θέσεις. Είχα την ευκαιρία ως μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών να έρθω αντιμέτωπος με τις φιλελεύθερες αντιλήψεις της για τον ερευνητικό ιστό της χώρας, όταν υποστήριζε την κατάργηση της αυτονομίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών και τη μετατροπή όλων των Ερευνητικών Κέντρων σε ΝΠΙΔ κατ’ επιταγή της Τρόικας.
Η προπέτεια με την οποία αντιμετωπίζει συχνά τις διαφορετικές απόψεις και ο ισχυρισμός της περί “επιστημόνων” ιστορικών, για να περιχαρακώσει τις απόψεις της και να αποφύγει την κριτική διαφορετικών θέσεων, είναι προδήλως αντιεπιστημονική. Οι προνομιακές σχέσεις της με εκδοτικά συγκροτήματα και κύκλους διαμόρφωσης μιας μονόπλευρης εκδοχής της ελληνικής ιστορίας, ενισχύουν την καχυποψία μου απέναντί της.
Θυμάμαι το σπουδαίο δάσκαλό μου στη Γαλλία, καθηγητή της Συγκριτικής Επιστημολογίας στο Collège de France και διάδοχο του Michel Foucault, τον Gilles-Gaston Granger, να τεκμηριώνει πως οι συμβατικά αποκαλούμενες ανθρωπιστικές επιστήμες δεν μπορούν να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις με τα Μαθηματικά, τη Φυσική, το καθεστώς της επιστημονικότητας. Ο προκάτοχός του υποστήριζε επίσης μέσα από μια άλλη, λιγότερο επιστημολογική προσέγγιση, πως “οι επιστήμες του ανθρώπου δεν είναι παρά “a priori historiques” που γεννήθηκαν το 19ο αιώνα και θεωρούνται επιστήμες επειδή δανείζονται τα μοντέλα των πραγματικών επιστημών».
Όμως η υστερική αντίδραση εναντίον της και η απαίτηση για αποπομπή της από την Κοινοβουλευτική ομάδα της ΔΗΜΑΡ με βρίσκει ριζικά αντίθετο. Είναι δείγμα σκοταδιστικής αντίληψης και νοοτροπίας που δεν αφήνει περιθώρια για κριτικό λόγο αλλά και για μια νηφάλια επανεξέταση θεμελιωδών έστω αντιλήψεών μας. Ακόμη και η δική της, στρεβλή κατά περιπτώσεις και δογματική, θεώρηση των πραγμάτων είναι χρήσιμη για να καλλιεργηθεί επιτέλους στον τόπο μια παιδεία σεβασμού και κριτικής λειτουργίας της σκέψης. Σε καιρούς κρίσιμους η κριτική επανεξέταση των απόψεών μας, ακόμη κι αν αυτές είναι σε γενικές γραμμές σωστές, ή ο επαναπροσδιορισμός τους όταν αυτές συμβαίνει να είναι λανθασμένες, αντί να αποδομούν ενισχύουν τη συλλογική μας αυτοσυνειδησία.
Η πιο ριζοσπαστική κριτική στην κα Ρεπούση μπορεί να γίνει μόνο με στέρεη επιχειρηματολογία. Όταν μάλιστα πρόκειται απλώς για προκλήσεις – όπως η αβάσταχτη ελαφρότητα της – περί άστοχης διατύπωσης στο επίμαχο σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας στο κεφάλαιο για την καταστροφή της Σμύρνης, πρέπει να αναδεικνύει “τη διανοητική ανεντιμότητα” ανάληψης ευθυνών, για να παραλλάξω τον αείμνηστο Ευάγγελο Παπανούτσο. Διαφορετικά οι υστερικές αρές, η στοχοποίηση και η χλεύη, αδυναμία αντιπαράθεσης δείχνουν και βαθύ έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας. Στο επικοινωνιακό πεδίο μάλιστα επιτυγχάνουν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που οι αντίπαλοι επιδιώκουν, καθώς ενισχύουν όσους επιχειρούν να επιβληθούν με το διαστροφικό στρατήγημα του Καλιγούλα: Oderint, dum metuant (ας με μισούν, αρκεί να με φοβούνται).
* Ακούστε και την άλλη πλευρά
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;