«Γι’ αυτή τη γυναίκα που είναι 14 ετών, ζει με τα πεθερικά της, έχει έναν άντρα τσιγγανοπατέρα, που είναι ένα παιδί ακόμα, αλλά έχει ξεχάσει και παιδική ηλικία και εφηβεία και τον εαυτό της, που ξυπνάει το πρωί και μαγειρεύει και πλένει στο χέρι, που γεννάει και πονάει αλλά ακούει “δεν πειράζει, θα περάσει”. Γι’ αυτή τη γυναίκα που θα μπει από παιδί στα βάσανα μέχρι να πεθάνει στα 40-45 γιατί τόσο ζούμε εμείς, δεν μεγαλώνουμε πολύ από την κακή ζωή και την ταλαιπωρία, γι’ αυτή λοιπόν τη γυναίκα εγώ προσπαθώ. Να δείξω ότι είναι άνθρωπος και έχει την ίδια αξία όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι».
Η Σαμπιχά Σουλεϊμάν λέει τα παραπάνω μονορούφι, χωρίς κόμπιασμα, χωρίς να αλλάξει καν τόνο φωνής, που παραμένει ήρεμος, αυτός που παίρνει μια μητέρα όταν διηγείται ένα παραμύθι. Οσο κι αν παραμύθι δεν είναι μια λέξη που ταιριάζει στην προκειμένη περίπτωση, δεν φύονται πολλές ευχάριστες ιστορίες στο Δροσερό, τον οικισμό μουσουλμάνων Ρομά που αναπτύσσεται στις παρυφές της πόλης της Ξάνθης, τον τόπο της κ. Σουλεϊμάν.
Στην τύχη τους
Παρά τα κονδύλια, τα προγράμματα, τα χρήματα που έχουν περάσει «πάνω» από την περιοχή, ακόμα και την πρόσφατη σύσταση της ειδικής γραμματείας Κοινωνικής Ενταξης των Ρομά από την κυβέρνηση, οι 7.500 κάτοικοι του Δροσερού –ίσως ο μεγαλύτερος οικισμός Ρομά στη χώρα– βρίσκονται στην τύχη τους. Ο οικισμός μαστίζεται από την ανεργία, τον αναλφαβητισμό, την ενδοοικογενειακή βία, τους εφηβικούς γάμους, τα αδήλωτα παιδιά.
Τα τελευταία χρόνια, επίσης, παρατηρούνται και φαινόμενα θρησκευτικού φανατισμού, ιδίως σε μερίδα της νεολαίας, όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. «Δεν ξέρουμε ποιος τους έχει δώσει την άδεια, αλλά υπάρχουν δύο σπίτια που έχουν εγκαταστήσει μεγάφωνα στην οροφή και ακούγονται σε όλο τον οικισμό να καλούν τον κόσμο να προσκυνήσει τον χότζα. Δεν είναι τζαμιά, είναι κανονικά σπίτια, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί. Πιστεύω ότι οι αρμόδιες αρχές θα έπρεπε να ελέγξουν την κατάσταση εκεί» λέει η κ. Σουλεϊμάν. «Απαγορεύεται να πληρώνεσαι για να πιστεύεις» συμπληρώνει, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρόκειται για ενός είδους «επιχείρηση» με στόχο την ενίσχυση της μουσουλμανικής ταυτότητας των κατοίκων, χωρίς ωστόσο να κατονομάζει ευθέως τον «εργοδότη».
Η λειτουργία των άτυπων τζαμιών, σύμφωνα με την ίδια, έχει αποπροσανατολίσει τους νέους, αρκετοί από τους οποίους εγκαταλείπουν το σχολείο έχοντας βρει καταφύγιο σε αυτούς. «Και δεν σκύβει κανείς να δει τι συμβαίνει. Επειδή στην Ευρώπη βλέπουμε επικίνδυνα πράγματα, θα έπρεπε κάποιος να μας προστατέψει. Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο ανεξέλεγκτη η κατάσταση».
Για τη Σαμπιχά Σουλεϊμάν, που το 2006 μαζί με άλλες 19 γυναίκες ίδρυσε τον Πολιτιστικό Μορφωτικό Σύλλογο Ρομά Γυναικών Δροσερού-Ξάνθης «Ελπίδα», η εκπαίδευση είναι ο μόνος τρόπος να αλλάξει σελίδα η κοινότητα. Ομως, το δεύτερο δημοτικό σχολείο έγινε μόνο κατόπιν πολλών αγώνων, ενώ το μοναδικό γυμνάσιο δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες. Το ίδιο και το 15ο νηπιαγωγείο, ενώ για παιδικό σταθμό ή προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας ούτε λόγος.
«Κι όμως, από τον παιδικό σταθμό ξεκινούν όλα, να μπορεί το παιδί να μαθαίνει τα ελληνικά, να μαθαίνει το περιβάλλον της εκπαίδευσης, να μπορούν και οι γονείς του να πηγαίνουν για δουλειά. Ομως, όπως έκαναν και οι δικοί μου που με έπαιρναν μαζί τους όταν πήγαιναν για δουλειά, έτσι κάνουν και οι νέοι γονείς. Τα παιδιά στο Δροσερό ξεκινούν τη ζωή τους υπό πίεση, σε ένα δωμάτιο μαζί με όλη την οικογένεια, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Το 99% των γονιών είναι αγράμματοι, δεν μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους μετά το σχολείο. Οφείλει η ελληνική πολιτεία αν θέλει να σπουδάσουμε, να γίνουμε επιστήμονες, να προσφέρει πλήρη εκπαίδευση σε αυτά τα παιδιά».
Ως γνωστόν, η κ. Σουλεϊμάν «παρ’ ολίγον» να ήταν υποψήφια ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ το 2014, ωστόσο η υποψηφιότητά της αποσύρθηκε την τελευταία στιγμή λόγω εσωκομματικών αντιδράσεων. Η κ. Σουλεϊμάν, που αυτοχαρακτηρίζεται ως Ελληνίδα μουσουλμάνα Ρομά, έχει βρεθεί συχνά στο στόχαστρο του τουρκικού προξενείου αλλά και των τουρκογενών μουσουλμάνων της Θράκης.
«Στη μουσουλμανική μειονότητα υπάρχουν τέσσερις ομάδες, οι μαύροι Ελληνες, που έχουν μείνει 500 οικογένειες, οι τουρκογενείς, οι Ρομά και οι Πομάκοι, τους οποίους μας ενώνει το θρήσκευμα και η εθνικότητα. Είμαστε Ελληνες. Είναι σημαντικό να διατηρούμε τα στοιχεία της ταυτότητάς μας –αν χαθεί η γλώσσα μας θα εξαφανιστεί η κουλτούρα των τσιγγάνων στη Θράκη– αλλά είναι πολύ σημαντικό το παιδί μου να μιλάει και τα ελληνικά». Οπως λέει, όμως, ούτε οι Ελληνες χριστιανοί τους θεωρούν Ελληνες («μα σε λένε Σαμπιχά!») ούτε και οι μουσουλμάνοι Ρομά αντιλαμβάνονται τις διαφορές. «Οι περισσότεροι άμα τους πεις “είσαι Ελληνας“ σου λένε “δεν βαφτίστηκα”. Μπερδεύουν εθνικότητα, θρήσκευμα, γλώσσα και κανείς δεν έρχεται να τους εξηγήσει».
Λόγω της δράσης της, η Σαμπιχά δέχεται συστηματικά απειλές. «Μου λένε ότι προσπαθώ να σταματήσω τον χότζα, αν γράψω κάτι ενοχλητικό στην εφημερίδα, θα στείλουν μήνυμα να πάρω τα μέτρα μου. Εμένα βέβαια δεν με τρομάζουν αυτά. Εχω μεγαλώσει από τα 7 μου μέσα στα λουλούδια και στη νύχτα, κοιμόμουν στο παγκάκι. Τι να τρομάξω; Με τρομάζει μόνο να πειράξουν τους ανθρώπους που αγαπώ. Γιατί η τρέλα που έχω για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δική μου τρέλα, όχι δική τους. Εγώ έχω βάλει σκοπό ζωής να φτιάξω τη γέφυρα που θα ενώσει τον τσιγγάνο με τον μη τσιγγάνο».
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;