Μια φορά κι’ ένα καιρό ο Άγιος Βασίλης έφτασε σε μια μεγάλη πολιτεία. Κατέβηκε από το έλκηθρο του, έβγαλε τα εορταστικά αγιοβασιλιάτικα ρούχα και φόρεσε ένα τρύπιο πουκάμισο, ένα μισοσκισμένο παντελόνι, αντί για παπούτσια έδεσε τα πόδια του με κάτι κουρέλια και πήρε ένα κλαδί αντί για μπαστούνι. Προχώρησε και χτύπησε το κουδούνι στο πρώτο σπίτι που είδε.
«Καλησπέρα καλοί μου άνθρωποι, πεινάω και κρυώνω. Μήπως έχετε λίγο ψωμί να φάω, ένα τσάι να πιω και μια ζεστή γωνιά για να κοιμηθώ;»
«Φύγε γέρο», του είπανε. «Δεν έχουμε ούτε αρκετό ψωμί, ούτε τσάι, ούτε ζέστη».
Ο Άγιος συνέχισε παρακάτω:
«Φύγε, φτωχοί είμαστε κι’ εμείς, δεν έχουμε… υπάρχει οικονομική κρίση»
Πόρτα – πόρτα ο Άγιος φτάνει σ’ ένα πλουσιόσπιτο. Αθανάσιος Παμπλουτίδης τραπεζίτης, έγραφε στο κουδούνι. Από τα τζάμια είδε ο Άγιος κόσμο πολύ να τρώει, να πίνει και να χορεύει.
«Φύγε τεμπέλη γέρο. Δεν έχουμε να σου δώσουμε, οι τράπεζες έχουν πρόβλημα ρευστότητας, το είπε άλλωστε και ο Ντράγκι της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας.»
Στο μεταξύ ο γέρος Άγιος Βασίλης κουράστηκε να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι και άρχισε να κρυώνει, να πεινάει και να ζαλίζετε. Τότε βλέπει το σπίτι του άρχοντα της πολιτείας: «Αντώνιος Αρχηγόπουλος». Προχωράει λίγα μέτρα, αλλά στην είσοδο τον σταματάει η φρουρά του άρχοντα: «Που πας γέρο; Απαγορεύεται, εδώ μένει ο άρχοντάς μας». Εξαντλημένος ο Άγιος λέει με τρεμάμενη φωνή: «Ήρθα, παιδάκι μου, να ζητήσω μια χάρη στον άρχοντα. Λίγο ψωμί γιατί πεινάω, μια γωνιά να ζεσταθώ, ένα φάρμακο γιατί το κεφάλι μου πονάει και ζαλίζομαι». Η φρουρά σπρώχνει τον γέρο, που λίγο έλλειψε να σωριαστεί στο χιόνι, «φύγε δεν έχει χάρες, έχουμε χρέη πολλά, η χώρα κινδυνεύει, να πας να δουλέψεις!». «Μα κανείς δεν με παίρνει για δουλειά στην ηλικία μου, ούτε οι νέοι βρίσκουν δουλειά στην εποχή μας» απάντησε ο γέρος. «Να φρόντιζες να μην έτρωγες τα λεφτά σου χαραμοφάη γέρο» ακούστηκε η αυστηρή φωνή του επικεφαλής της φρουράς. Την ώρα που από μέσα ακουγόταν η μουσική «Santa Claus is coming to town” ο ξεπαγιασμένος γέρος ψέλλισε «μα κανείς δεν με αγαπάει; Θα πεθάνω από το κρύο…»
Αποκαμωμένος φτάνει σε μια παράγκα φτιαγμένη από λαμαρίνες και χαρτόνια. Με μεγάλη προσπάθεια κατορθώνει να χτυπήσει την πόρτα. Πριν προλάβει να μιλήσει του λέει ο νοικοκύρης «Καλέ γέρο, τι κάνεις με τόσο κρύο έξω στο χιόνι; Θα ξεπαγιάσεις. Έλα μέσα να ζεσταθείς και να ξεκουραστείς. Μπορεί να μην έχουμε ηλεκτρικό ρεύμα, μας τόκοψαν, να μην έχουμε ξύλα για τη σόμπα μας τέλειωσαν τα λεφτά, αλλά έχουμε μια χοντρή κουβέρτα για να τυλιχτείς…». Και τον τυλίγει αμέσως.
Όταν ο γέρος ζεστάθηκε, του πρόσφεραν μισή φέτα ψωμί με λάδι και αλάτι. «Φάε, δυστυχώς δεν έχω περισσότερο, τα λίγα λεφτά που έβγαλα με τη γυναίκα μου αυτή τη βδομάδα τα χρησιμοποιήσαμε για να φτιάξουμε τη βασιλόπιττα, είναι πρωτοχρονιά!»
Μεσάνυχτα ακριβώς μαζεύτηκε όλη η οικογένεια να κόψει τη βασιλόπιττα. «το πρώτο κομμάτι για τον γέρο, το δεύτερο για το παιδί, το τρίτο για τη γυναίκα και το τέταρτο για τον Άη Βασίλη» είπε ο νοικοκύρης.
Μα μου έκοψες κομμάτι!! είπε ο γέρος και φσουτ εξαφανίστηκε…
Έτσι ο φτωχός νοικοκύρης και η οικογένειά του πέρασαν καλά εκείνη τη χρονιά, με την ευλογία του Άγιου, γιατί ήξεραν ότι πάνω από το άτομο είναι ο άνθρωπος, ότι σημασία δεν έχει πόσα έχεις, αλλά πόσα μοιράζεσαι. Ήξεραν ότι μόνο όποιος στη φουρτούνα στέκεται όρθιος και αλληλέγγυος με τους άλλους, και αγωνίζεται μαζί τους (χωρίς εγωισμούς και μοιρολατρίες), υπάρχει περίπτωση να σωθεί και να βγει στη μπουνάτσα.
Σημασία άλλωστε έχει να μην θυμόμαστε τον Άγιο μόνο την Πρωτοχρονιά, αλλά κάθε μέρα. Όπως ο 4ος μάγος που ξεκίνησε να πάει στο άστρο της Βηθλεέμ και στον δρόμο στάθηκε να δώσει φαγητό σε κάποιον που πεινούσε, έντυσε κάποιον που ήταν γυμνός, εξασφάλισε στέγη για τον άστεγο, φρόντισε στο νοσοκομείο τον άρρωστο και τελικά έφτασε στον Χριστό την ώρα της σταύρωσης χωρίς δώρα, γιατί τα είχε μοιράσει καθ’ οδόν σε όσους είχαν ανάγκη και είπε με δάκρυα στα μάτια: «Χριστέ μου συγχώρεσέ με που άργησα να έρθω να σε προσκυνήσω» για να του απαντήσει ο Χριστός από τον σταυρό «Δεν υπάρχει λόγος να σε συγχωρέσω γιατί εσύ με προσκυνάς καθημερινά!». Και πράγματι φέτος οι φτωχοί νοικοκύρηδες έκοψαν πολλά κομμάτια στον Άγιο: τον τάισαν με μπιμπερό στη Λέσβο, τον έβγαλαν από τα νερά του Αιγαίου στο Φαρμακονήσι, τον ζέσταναν στις πλατείες, του έδωσαν φαγητό στα σχολεία…
Όρθιοι λοιπόν και αλληλέγγυοι! Συνεχίζουμε την προσπάθεια, συνεχίζουμε τον αγώνα! Καλή Χρονιά!
Δημήτρης Αδαμίδης
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;