Σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας, παγκόσμιας έρευνας, 3 στα 4 δείγματα μελιού που εξετάστηκαν και από τις 6 ηπείρους περιείχαν νεοκοτινοειδή φυτοφάρμακα που αφενός ήταν σε ποσότητες εντός των ορίων ασφαλείας για τον ανθρώπινο οργανισμό, αφετέρου έχουν κατηγορηθεί ότι κάνουν κακό στις μέλισσες.
Τα συγκεκριμένα παρασιτοκτόνα χρησιμοποιούνται ευρύτατα τα τελευταία χρόνια ενώ θεωρούνται πιο φιλικά προς το περιβάλλον συγκριτικά με αντίστοιχα αγροχημικά προϊόντα παλαιότερης γενιάς. Το 30% των δειγμάτων που εξετάστηκαν περιείχε ένα νεοκοτινοειδές, ενώ σχεδόν στα μισά δείγματα (45%) ανιχνεύθηκε ένα «κοκτέιλ» από δύο ή περισσότερα διαφορετικά νεοκοτινοειδή.
Οι συγκεκριμένες ουσίες ονομάστηκαν έτσι λόγω της βάσης της χημικής δομής τους που είναι η νικοτίνη, ενώ η προστατευτική δράση τους οφείλεται στο ότι επιτίθενται στο κεντρικό νευρικό σύστημα των καταστροφικών για τα φυτά εντόμων και άλλων παρασίτων προκαλώντας τους παράλυση και θάνατο. Οι μέλισσες όπως είναι προφανές, απορροφούν τα νεοκοτινοειδή μαζί με τη γύρη και το νέκταρ των φυτών και οι επιπτώσεις των συγκεκριμένων χημικών στα έντομα που συμβάλλουν στη διαδικασία της επικονίασης διχάζει την επιστημονική κοινότητα εδώ και χρόνια. Δεν είναι λίγοι μάλιστα αυτοί που έχουν συσχετίσει τη μείωση του πληθυσμού των μελισσών με τα εν λόγω φυτοφάρμακα.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή βιολογίας Έντουαρντ Μίτσελ του ελβετικού Πανεπιστημίου του Νοϊσατέλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», ανέλυσαν 198 τυχαία επιλεγμένα δείγματα μελιού από τοπικούς παραγωγούς σε όλες τις ηπείρους πλην της Ανταρκτικής (όπου δεν υπάρχουν μελίσσια).
Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις νεοκοτινοειδών βρέθηκαν στα μέλια της Βόρειας Αμερικής (στο 86% των δειγμάτων), της Ασίας (80%) και της Ευρώπης (79%), όπου τα εν λόγω φυτοφάρμακα έχουν εν μέρει απαγορευθεί από το 2013. Η μικρότερη περιεκτικότητα διαπιστώθηκε στα μέλια της Νότιας Αμερικής (57%). Βρέθηκαν ίχνη των εν λόγω χημικών ουσιών ακόμη και σε μέλια από απομακρυσμένα μέρη, όπως νησιά στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού.
Οι επιστήμονες ωστόσο καθησύχασαν ότι τα ευρήματά τους δεν πρέπει να ανησυχήσουν όσους τρώνε μέλι. «Η μεγάλη πλειονότητα των δειγμάτων που μελετήσαμε, δεν αντιπροσωπεύει τον οποιονδήποτε κίνδυνο για τους καταναλωτές», σημειώνει ο Μίτσελ. «Τα νεοκοτινοειδή είναι αρκετά κάτω από το όριο, συνεπώς νομίζω ότι δεν αποτελούν σημαντική πηγή ανησυχίας για τη δημόσια υγεία. Θα έπρεπε να τρώμε πάρα πολύ μέλι και άλλα προϊόντα με τις ίδιες ουσίες για να υπάρξει κάποια επίπτωση, αλλά νομίζω ότι η μελέτη μας είναι μια προειδοποίηση για την ενεργοποίηση της αρχής της προφύλαξης.
Έχει διαπιστωθεί ότι τα νεοκοτινοειδή δημιουργούν ενδοκρινικές διαταραχές στις μέλισσες, οπότε ποιος ξέρει», δήλωσε στο BBC ο λέκτορας αγροοικολογίας Αλεξάντρ Αεμπί του ίδιου ελβετικού πανεπιστημίου αλλά πρόσθεσε: «Το δικό μου μέλι (σ.σ. είναι και ερασιτέχνης μελισσοκόμος) περιέχει ίχνη τριών νεοκοτινοειδών, παρόλα αυτά το τρώω και το δίνω στα παιδιά μου». Στο ίδιο μοτίβο και οι δηλώσεις εκπροσώπων των παραγωγών νεοκοτινοειδών που έσπευσαν να τονίσουν ότι δεν πρέπει να βγαίνουν βιαστικά συμπεράσματα από μια έρευνα με τόσο μικρό αριθμό δειγμάτων και ότι η παρουσία ιχνών των συγκεκριμένων ουσιών δεν αποτελεί από μόνη της πηγή ανησυχίας.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;