«Αν κάποιοι λοιπόν πρέπει να κοιτάξουν στον καθρέφτη για να αποδώσουν τις ευθύνες που η μειονότητα, στην πλειοψηφία της, τουρκοποιήθηκε, είναι αυτοί που αίφνης «ανακάλυψαν» τους Τσιγγάνους και τους Πομάκους για να τη διασπάσουν: το ίδιο το ελληνικό κράτος…»
Ο αριστερός αγώνας εναντίον των εθνικισμών, μειονοτικών ή μη, είναι διμέτωπος. Υπάρχουν φυσικά διαβαθμίσεις ή εστιάσεις (ανάλογα με τη συγκυρία, το θέμα που επικρατεί, τον εθνικισμό που είναι κυρίαρχος), ωστόσο ο αγώνας πρέπει να παραμένει σταθερά και αταλάντευτα διμέτωπος. Αν δεν είναι, τότε μετατρέπεται, ηθελημένα ή μη, σε αγώνα του ενός εθνικισμού ενάντια στον άλλο. Και αυτό, σίγουρα, δεν είναι αριστερός αγώνας. Δεν χρειάζεται να επιμείνω σε αυτό.
Το ότι στη μειονότητα της Θράκης υπάρχουν τρεις εθνοτικές ομάδες είναι ιστορικά δεδομένο, και έτσι δεν χρειάζεται να επιμείνω ούτε σε αυτό. Τέλος, το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των ανθρώπων είναι απαραβίαστο ό,τι και λέει αυτός που αυτοπροσδιορίζεται. Διότι αν είμαστε υπέρ του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού κάποιου επειδή μας αρέσει ότι δηλώνει Τσιγγάνος, ενώ παραβιάζουμε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού αυτού που λέει ότι είναι Τούρκος, κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Ας είμαστε λοιπόν σοβαροί και έντιμοι κάτι που ποτέ δεν έχουμε υπάρξει ως κράτος στη Θράκη.
Κάτι που επίσης γνωρίζουν καλά όσοι ασχολούνται με τα δικαιώματα των μειονοτήτων, και πρέπει να το καταλάβουν και εκείνοι που ασχολούνται εσχάτως με τη Θράκη, είναι ότι το ελληνικό κράτος, για πολλά χρόνια, ακολουθούσε μια ενιαία πολιτική διακρίσεων σε βάρος όλων των μουσουλμάνων, εδραιώνοντας, βέβαια, την «τουρκοποίησή» τους. Σε αυτό τo ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο, οι όψιμες προσπάθειες του ελληνικού κράτους, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, να αναδείξει την πομάκικη ή τσιγγάνικη διαφορετικότητα μέσα στη μειονότητα είναι ελάχιστα πειστικές: δύσκολα πείθουν ότι εκκινούν από τη μέριμνα για τη μειονότητα, τα δικαιώματα και την ευημερία της, και δεν αντανακλούν απλώς μια αλλαγή «εθνικής στρατηγικής».
Η προσπάθεια λοιπόν των διαφόρων μηχανισμών του ελληνικού κράτους, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, να εμφανίσουν ότι δεν συζητάμε για μία μειονότητα αλλά τρεις έρχεται πολύ αργά και είναι ελάχιστα πειστική: η πολιτική διακρίσεων που εφάρμοζε στην Θράκη έχει ήδη λειτουργήσει ομογενοποιητικά για τη μειονότητα. Έτσι, ακόμη και αυθεντικές φωνές που εκφράζουν αυτή τη διαφορετικότητα – και φυσικά υπάρχουν τέτοιες τις οποίες πάντα η Αριστερά πρέπει να στηρίζει – δυσκολεύονται να παρουσιαστούν ως πραγματικά ανεξάρτητες από την ελληνική κρατική πολιτική μέσα στην ίδια τη μειονότητα.
Το διακύβευμα, για την Αριστερά τουλάχιστον, δεν είναι να σπάσει τασσόμενη στο πλευρό οποιουδήποτε εθνικισμού – ελληνικού ή τουρκικού. Τα προβλήματα της μειονότητας, για την Αριστερά πάντα, δεν θα αντιμετωπισθούν μέσω της αντιπαράθεσης των μειονοτικών διαφορετικής καταγωγής και μιας σύγκρουσης εθνικισμών.
Εδώ και ένα δεκαήμερο, οπότε ανακοινώθηκε το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί με έχουν ρωτήσει πολλά πράγματα, σε δεύτερο πληθυντικό, όσον αφορά την αξιωματική αντιπολίτευση: «Εσείς τι θα κάνετε;» «Εσείς τι λέτε για το τάδε ή το δείνα θέμα;» κλπ. κλπ. Η μόνη ερώτηση που με έφερνε σε δύσκολη θέση δεν ήταν σε δεύτερο πληθυντικό, αλλά σε δεύτερο ενικό: «Εσύ τι λες για την υποψηφιότητα Σαμπιχά;». Γιατί είναι αλήθεια ότι δύσκολα μπορούσα να δω τον εαυτό μου στο ίδιο ψηφοδέλτιο, όχι ασφαλώς για προσωπικούς λόγους, αλλά εξαιτίας της λογικής που εκπροσωπούσε η συγκεκριμένη υποψηφιότητα: μονομέτωπη λογική εναντίον του τουρκικού εθνικισμού με την υποστήριξη του ελληνικού.
Έλεγα λοιπόν, απαντώντας ως υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ, κάθε φορά που με ρωτούσαν την άποψή μου για το θέμα της υποψηφιότητας αυτής όλα τα παραπάνω. Αυτά που ξαναλέω και σήμερα. Ότι, πολύ απλά, δεν ήταν μια αριστερή υποψηφιότητα, καθώς δεν είχε τίποτε από τον διμέτωπο αντιεθνικιστικό αγώνα για τον οποίο κάνω λόγο. Η υπόλοιπη παραφιλολογία σχετικά με τις δράσεις της δεν με αφορά. Αυτή είναι η πολιτική μου άποψη, την οποία υπηρετώ εδώ και πολλά χρόνια, που ασχολούμαι με τα μειονοτικά στην Ελλάδα. Αν κάποιοι λοιπόν πρέπει να κοιτάξουν στον καθρέφτη για να αποδώσουν τις ευθύνες που η μειονότητα, στην πλειοψηφία της, τουρκοποιήθηκε, είναι αυτοί που αίφνης «ανακάλυψαν» τους Τσιγγάνους και τους Πομάκους για να τη διασπάσουν: το ίδιο το ελληνικό κράτος… Έτσι έχουν τα πράγματα.
Έτσι αντιλαμβάνομαι και τη θέση μου στο ψηφοδέλτιο αυτό: να εκφράζω, με ειλικρίνεια και σοβαρότητα, την άποψή μου για τα ζητήματα τα οποία γνωρίζω, χωρίς να τη μεταμφιέζω για οποιονδήποτε λόγο. Έτσι, λοιπόν, όσο άβολο ή αμήχανο και αν είναι αυτό, το να μιλάς δηλαδή εναντίον μιας παρολίγον συνυποψήφιας, θέλω να πω ότι τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ έπραξαν σωστά. Ακριβώς επειδή το θέμα δεν είναι προσωπικό, αλλά πολιτικό. Και είναι πολύ προτιμότερο ένα σφάλμα να διορθώνεται – και μάλιστα με συλλογικές διαδικασίες (παρεμπιπτόντως, δεν ξέρω πολλά κόμματα να το κάνουν αυτό)– παρά να εμμένουμε πεισματικά σε αυτό.
Ας σκεφτούνε τέλος, οι καλοπροαίρετοι υποστηρικτές της υποψηφιότητας αυτής μέσα στην Αριστερά που εύλογα διερωτώνται πώς προκλήθηκε τέτοια αντίδραση, για ποιο λόγο σήμερα αυτοί που τρέχουν να στηρίξουν είναι οι κ.κ. Κρανιδιώτης, Πάγκαλος, Καλεντερίδης και η Χρυσή Αυγή: γνωστοί και μη εξαιρετέοι ακτιβιστές των δικαιωμάτων των Ρομά στην Ελλάδα.
«Ουαι υμίν», μέρες που’ναι…
ΥΓ. Μέσα σ΄όλα είδα κιόλας στο Βήμα ότι έγραψα πως τάχα ανοίγει θέμα Συνθήκης Λωζάννης. Οι επινοητές αυτής της είδησης πρέπει να διασταυρώσουν καλύτερα αυτά που γράφουν…
* Δημήτρης Χριστόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο – Υποψήφιος ευρωβουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ