Αύξηση στην ανεργία και στα λουκέτα των επιχειρήσεων προβλέπει η τελευταία εξαμηνιαία έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ.
“Η 15η εξαμηνιαία έρευνα του οικονομικού κλίματος για τις ΜμΕ , αποτυπώνει την κατάσταση στις μικρές επιχειρήσεις, τον 7ο χρόνο των μνημονίων.
Η αβεβαιότητα του προηγούμενου εξαμήνου και η επιτυχής αξιολόγηση, που συνοδεύτηκε όμως από νέα δυσβάστακτα μέτρα, ενώ δεν μπόρεσε να δώσει ώθηση στην πορεία για ανάκαμψη της οικονομίας.
Το κλείσιμο των επιχειρήσεων συνεχίζεται (18.000 λουκέτα το Α εξάμηνο – η ανεργία παραμένει υψηλότατη παρά το θετικό ισοζύγιο της ΕΡΓΑΝΗ) και η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας είναι μια πραγματικότητα:
Η πλήρης απασχόληση 40%, η μερική απασχόληση 40%, η εκ περιτροπής εργασία 20% ακόμη η αύξηση των οφειλών στο Δημόσιο κατά 1δις μηνιαίως, η απένταξη από τις ρυθμίσεις , η καταστροφική αύξηση του ΦΠΑ σε είδη καθημερινής ανάγκης σε συνδυασμό με το 24% ΦΠΑ στον επισιτισμό, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ο ΕΝΦΙΑ για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η μείωση συντάξεων, οι κατασχέσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς επιχειρήσεων, οι καθημερινές διακοπές στην ηλεκτροδότηση, τα κόκκινα δάνεια, η έλλειψη ρευστότητας από τις τράπεζες.
Κι όλα αυτά μας επιτρέπουν να μιλάμε για ένα ιδιότυπο αρνητικό πολλαπλασιαστή ανάπτυξης.
Θα δείτε από την έρευνα ότι για κάθε 1 επιχείρηση που εμφανίζει σημάδια βελτίωσης 10 επιχειρήσεις ασθενούν σοβαρά. Κάθε μέρα περισσότερες επιχειρήσεις βρίσκονται μπροστά από το φάσμα του λουκέτου.
Παγιώνεται ένας νέος οικονομικός δυϊσμός στην πραγματική οικονομία, ο οποίος προκαλεί έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις μικρές επιχειρήσεις, ενισχύει τιε ελαστικές μορφές απασχόλησης, διευρύνει τα ποσοστά άτυπων μορφών απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας.
Τα επώδυνα και εμπροστοβαρή μέτρα που συνοδεύουν το 3ο πρόγραμμα προσαρμογής, οδηγούν την οικονομία σε νέο κύκλο ανατροφοδοτούμενης στασιμότητας, έλλειψη προοπτικών, ενισχύουν την αποεπένδυση .” καταλήγει η εισήγηση του Προέδρου ΓΣΕΒΕΕ και ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, κ. Γ.Καββαθά στην παρουσίαση της εξαμηνιαίας έρευνας οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ
Η έρευνα:
«ΣΕ ΠΑΓΙΔΑ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΔΥΣΧΕΡΗ ΘΕΣΗ Η ΜμΕ» “
Είναι σαφές ότι η σχετική άρση της αβεβαιότητας της προηγούμενης περιόδου, στην οποία συνετέλεσε η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης και η σταθεροποίηση του πολιτικού κλίματος, δεν υπήρξε αρκετή για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, παρά τα στοιχεία εκείνα που δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει πλέον εισέλθει σε μια φάση σταθεροποίησης (αργή αποκλιμάκωση των υψηλών ποσοστών ανεργίας, βελτίωση των όρων του εξωτερικού εμπορίου, σχετική σταθεροποίηση των δημοσιονομικών μεγεθών), δεν είναι δυνατό να γίνει ακόμα λόγος για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αλλά μάλλον για στασιμότητα.
Το νέο πακέτο υφεσιακών μέτρων που βρίσκεται σε πλήρη εφαρμογή έχει εντείνει τις αρρυθμίες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες συνεχίζουν να διαβρώνουν το επιχειρηματικό κλίμα. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν ιδιότυπο αρνητικό πολλαπλασιαστή ανάπτυξης για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Ειδικότερα, για κάθε 1 επιχείρηση που εμφανίζει σημάδια βελτίωσης και υγείας, άλλες 10 επιχειρήσεις ασθενούν σοβαρά, με απροσδιόριστο χρόνο επούλωσης των πληγών που άφησε η εξαετία της ύφεσης και η ατελέσφορη λιτότητα. Όλο και περισσότερες πολύ μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με τάσεις εξόδου από την αγορά και εξαιρετικά μειωμένες αντοχές, γεγονός που διευρύνει το χάσμα ανταγωνισμού με τις ομόλογες μεγαλύτερες.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι τείνει να παγιωθεί ένας νέος οικονομικός δυϊσμός στην πραγματική οικονομία, ο οποίος πιθανότατα θα προκαλέσει έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις μικρές επιχειρήσεις, θα ενισχύσει τη μερική απασχόληση και θα οδηγήσει σε διευρυμένα ποσοστά άτυπων μορφών απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας. Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού έκανε αισθητή την παρουσία της από το καλοκαίρι του 2015, όταν οι επιπτώσεις της δεύτερης φάσης ύφεσης έτειναν να πλήξουν κυρίως τη μικρή επιχειρηματικότητα, με αποτέλεσμα επιχειρήσεις, οι οποίες επέδειξαν σημάδια αντοχής στην πρώτη φάση της ύφεσης (2010-2014), να εξαντλούν τα όρια επιβίωσης και να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο νέο κύμα λιτότητας. Παράλληλα, αναπτύσσεται μια δεύτερη εκδοχή δυϊσμού, μεταξύ επιχειρήσεων που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και προσάρμοσαν τα οικονομικά τους στοιχεία σε μια δύσκολη συγκυρία διατηρώντας χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον, και εκείνων των επιχειρήσεων που προηγήθηκαν της κρίσης, οι οποίες αντιμετωπίζουν πλέον σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και προσαρμογής στο νέο περιβάλλον.
Τα επώδυνα και εμπροσθοβαρή μέτρα που συνοδεύουν το Τρίτο Πρόγραμμα Προσαρμογής οδηγούν σε ένα νέο κύκλο ανατροφοδοτούμενης στασιμότητας και έλλειψης προοπτικών, καθώς λειτουργούν ως τροχοπέδη στην εγγενή τάση της επιχειρηματικότητας για αναζήτηση νέων επενδυτικών ευκαιριών και κερδοφόρων αγορών. Οι μακροοικονομικές επιδόσεις παραμένουν αναιμικές. Δυστυχώς, δε διαφαίνεται στον ορίζοντα μια τέτοια πύκνωση παραγωγικών δυνάμεων ικανών να ανατρέψουν αυτόνομα το φαύλο κύκλο στασιμότητας. Το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι η οικονομία βρίσκεται σε μια φάση του οικονομικού κύκλου όπου η μειωμένη ρευστότητα, το επενδυτικό κενό και η χαμηλή χρηματοδοτική ικανότητα, συνυπάρχουν με μια εξωγενώς προκληθείσα αρνητική μακροοικονομική συγκυρία. Παράλληλα, παραμένει ανεπαρκής η ιδιωτική χρηματοδότηση και απουσιάζουν τα κατάλληλα σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ, περιορισμένες είναι οι δυνατότητες πρόκλησης επενδυτικού σοκ μέσα από δημόσιες επενδύσεις.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια παραλλαγή της κατάστασης «παγίδας ρευστότητας», κατά την οποία οποιαδήποτε παρέμβαση στο σκέλος της νομισματικής πολιτικής (επιτόκια, τιμές, ποσοτική χαλάρωση) δεν είναι ικανή να δημιουργήσει συνθήκες ανάκαμψης. Στο φαινόμενο αυτό συνδυάζονται η διεύρυνση των μορφών ελαστικής απασχόλησης, η εξαΰλωση των επενδύσεων (δεν προγραμματίζονται ούτε για δαπάνες αποσβέσεων/ αντικατάστασης), η περιορισμένη πρόσβαση σε κεφάλαια (ανεξάρτητα από το ύψος των καταθέσεων) και η αδυναμία εκπλήρωσης των όρων λειτουργίας της επιχείρησης σε μικροοικονομικό επίπεδο (αδυναμία εξόφλησης υποχρεώσεων, καθυστερήσεις σε μισθούς κα).
Είναι προφανές ότι στο υφιστάμενο περιβάλλον κάθε συζήτηση που θα αναφέρεται στην περαιτέρω περιστολή πόρων (δημόσιων και ιδιωτικών) και σε μεγαλύτερη ευελιξία στην αγοράς εργασίας θα προκαλέσει νέα αβεβαιότητα και αστάθεια, καθώς έχουν εξαντληθεί τα μέσα και τα περιθώρια αναζήτησης εναλλακτικών μεθόδων εξοικονόμησης κόστους.
Το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι θα πρέπει να κινητοποιηθούν θεσμικά και ποσοτικά εργαλεία ενίσχυσης των επενδύσεων, όπως ο Αναπτυξιακός Νόμος και οι Δημόσιες Συμβάσεις, να αξιοποιηθούν στο ακέραιο οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι με προγράμματα προσαρμοσμένα στην ελληνική οικονομία, να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής (βελτιωμένα προγράμματα ενίσχυσης απασχόλησης και μικρής επιχειρηματικότητας, με αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κάλυψη αδύναμων ομάδων έναντι των κινδύνων φτώχειας), να διευρυνθούν οι ποιοτικές οδοί για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που αναδείχτηκαν μέσα στην οικονομική συγκυρία (τουριστικό προϊόν, αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα, πράσινη ενέργεια). Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός για την Ελλάδα του 2020 και η πολυθρύλητη παραγωγική ανασυγκρότηση δεν θα πρέπει να μετατραπεί σε προνομιακό πεδίο με αποκλειστικά ωφελούμενους ορισμένες ομάδες ειδικών συμφερόντων. Η απορρύθμιση των αγορών εργασίας, προϊόντος και υπηρεσιών δεν είναι αναγκαία, ούτε ικανή συνθήκη για τη βελτίωση των επενδυτικών επιδόσεων της χώρας, ούτε για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Η διεύρυνση του μεριδίου ευημερίας και ισότιμης συμμετοχής στην οικονομική ζωή είναι όρος υπέρβασης της κρίσης.
Παράλληλα, θα πρέπει να δοθούν οριστικές λύσεις για τις επιχειρήσεις που έχουν συσσωρεύσει σημαντικά χρέη, τόσο προς το δημόσιο όσο και προς τις τράπεζες. Η έκθεση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ως προς τα κόκκινα δάνεια προσεγγίζει πλέον το 45%. Μέχρι σήμερα, δεν έχει αποσαφηνιστεί το τοπίο σχετικά με το προφίλ και τις δυνατότητες των οφειλετών. Η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών για τα κόκκινα δάνεια πρέπει να έχει αντιστοίχιση με τα χρέη των ιδιωτών προς το δημόσιο και πρέπει να αποσκοπεί στην ελάφρυνση των αδύναμων και τον περιορισμό των κατ’ επάγγελμα κακοπληρωτών. Η ομηρία από τα χρέη πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια δεύτερη ευκαιρία, με ουσιαστική στήριξη όσων επιθυμούν να επιχειρήσουν ξανά.
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1000 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), στο διάστημα 13 έως 25 Ιουλίου 2016 έχουν ως εξής:
• ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ 1ου ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2016
Η αποτίμηση του α’ εξαμήνου 2016 καταδεικνύει τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας των μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων και ενός μικρού σταθερού ποσοστού ( που κυμαίνεται διαχρονικά στο 5-7%) που φαίνεται να μην επηρεάζεται από την κρίση. Η εκκίνηση υλοποίησης του 3ου εμπροσθοβαρούς μνημονιακού προγράμματος εγκαινιάζει μια νέα φάση στασιμότητας. Το 69,2% των ερωτώμενων (7 στις 10 επιχειρήσεις) δηλώνει επιδείνωση της γενικής οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, (και μόνο το 7,6% παρουσιάζει βελτίωση), γεγονός που συντηρεί το λόγο θετικών – αρνητικών αποτιμήσεων στο 1:10 .
Σε χειρότερη κατάσταση, με μεγάλη απόκλιση βρίσκονται οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι (οι αρνητικές αποτιμήσεις ανέρχονται στο 67,8 % για τις επιχειρήσεις με έως 1 άτομο προσωπικό). Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος καταγράφεται και στα επί μέρους πραγματικά μεγέθη των επιχειρήσεων. Μάλιστα, η αφαίρεση του ψυχολογικού παράγοντα (μεροληψία αισιοδοξίας για το μέλλον) και η επικέντρωση στα αντικειμενικά μικροοικονομικά δεδομένα της επιχείρησης, οδηγεί σε δυσμενέστερες αποτιμήσεις. Ειδικότερα, ο παράγοντας ρευστότητα διατηρεί σταθερά υψηλά επίπεδα αρνητικών αποτιμήσεων, τέτοια που να μην προοιωνίζεται μεσοπρόθεσμα την επενδυτική άνοιξη στην οποία προσβλέπει η επιχειρηματική κοινότητα.
Συγκεκριμένα επιδείνωση δεικτών σημειώνεται:
Αναφορικά με το επίπεδο τιμών αγαθών/ υπηρεσιών της επιχείρησης, το 7,7% δηλώνει αύξηση, το 46,3% μείωση, και το 45,4% καμιά μεταβολή. Ως προς την κερδοφορία, σχεδόν το 20% δηλώνει ότι τα κέρδη ήταν μηδενικά/ ή είχε ζημίες, ενώ το 34,7% καταγράφει κέρδος κάτω των 10,000€.
Ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών βαίνει μειούμενος στο 17,6% (από 20,6%). Τη μεγαλύτερη μείωση φαίνεται ότι καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, ακόμη μια ένδειξη συγκέντρωσης μεριδίων και τάσης ολιγοπώλησης της αγοράς. Σωρευτικά στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις η συνολική μείωση από την έναρξη της κρίσης και μετά το 2010 υπερβαίνει το 80% (την τελευταία τριετία η πτώση αγγίζει το 35%). Αντίστοιχα, στην πρόσφατη μελέτη της ΕΤΕ, προκύπτει μείωση των πωλήσεων για τις μεσαίες επιχειρήσεις κατά 13% την τελευταία τριετία, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ μικρών και μεγαλύτερων επιχειρήσεων.
• ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ 1ο ΕΞΑΜΗΝΟ 2016
Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο είναι αρνητικές, καθώς το 59,5% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση, και μόλις το 8,5% βελτίωση. Σημειώνεται οριακή βελτίωση για μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αρνητικές προσδοκίες συναρτώνται με την αίσθηση ότι το νέο μίγμα συσταλτικών μέτρων θα επιδράσει αρνητικά στα εισοδήματα και την κατανάλωση, και συνακόλουθα στα κέρδη των επιχειρήσεων. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο αρνητικό πολλαπλασιαστή λιτότητας που αναστέλλει κάθε επενδυτική πρωτοβουλία. Οι παραγωγικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να άρουν αυτή την παγίδα στασιμότητας δεν είναι ορατές αυτή τη στιγμή. Θα πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι η συρρίκνωση του αριθμού των επιχειρήσεων διαμορφώνει όρους καλύτερης τοποθέτησης στην αγορά για ορισμένες επιχειρήσεις συγκεκριμένου μεγέθους και κλαδικής διάρθρωσης. Αυτές κατά τεκμήριο είναι νεότερες (14,9% αυτών προσδοκούν βελτίωση) και μεγαλύτερες (18,2% αυτών προσδοκούν βελτίωση).
Σε όλους τους δείκτες οικονομικών προσδοκιών καταγράφονται αρνητικές επιδόσεις και απαισιοδοξία για ποσοστό άνω του 57% του συνόλου των επιχειρήσεων. Σημειώνεται ότι ο βαθμός απαισιοδοξίας είναι μεγαλύτερος στις πολύ μικρές επιχειρήσεις του δείγματος και στον κλάδο του εμπορίου.
Συγκεκριμένα, στους ειδικότερους δείκτες, το ισοζύγιο θετικών- αρνητικών προσδοκιών που προβλέπεται για το επόμενο εξάμηνο εμφανίζεται σοβαρά επιδεινούμενο:
Η τάση αποεπένδυσης και η μειωμένη ρευστότητα παγιώνεται ως ένα διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της μεταυφεσιακής ελληνικής οικονομίας και συνεχίζει να τροφοδοτεί ένα νέο σπιράλ ύφεσης- αποεπένδυσης- υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ (Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας, Δεκέμβριος 2015), ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού βρίσκεται στο 65,3%, γεγονός που σημαίνει αδρανείς παραγωγικοί πόροι αφορούν το 1/3 του σχηματισμένου παγίου κεφαλαίου.
Οι αναιμικές προοπτικές για νέες επενδύσεις αντανακλώνται και στο χαμηλό ποσοστό των επιχειρήσεων που απορρίπτουν το ενδεχόμενο να κάνουν αίτηση για υπαγωγή σε κάποιο από τα τρέχοντα πρόγραμμα επενδύσεων (ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός). 8 στις 10 επιχειρήσεις δεν σχεδιάζουν, ούτε ενδιαφέρονται να μπουν στη διαδικασία αίτησης χρηματοδότησης επενδύσεων, ενώ πολλές επιχειρήσεις αγνοούν τις βασικές προϋποθέσεις υπαγωγής. Τούτο ίσως συνδέεται με την ανεπάρκεια των προγραμμάτων χρηματοδότησης να ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες των μικρών επιχειρήσεων.
Η πρόβλεψη για το επίπεδο των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών παραμένει αρνητική για το 20,6% των επιχειρήσεων, ενώ σχεδόν 7 στις 10 δεν αναμένουν καμιά μεταβολή. Σε αυτό το περιβάλλον διαρκούς ματαίωσης, δε διαφαίνεται ενδεχόμενο ανάσχεσης των αποπληθωριστικών τάσεων.
• ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
• ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΜΙΣΘΟΙ
α) Τη διεύρυνση του υψηλού ποσοστού των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Ουσιαστικά, για κάθε μια νέα θέση πλήρους απασχόλησης, δημιουργούνται δύο αντίστοιχες θέσεις ευέλικτης απασχόλησης (επιβεβαιώνονται από τα συγκριτικά στοιχεία α’ εξαμήνων 2014-2016, Εργάνη).
β) Την υποκατάσταση θέσεων πλήρους απασχόλησης με αντίστοιχες μερικής απασχόλησης (γράφημα 6)
Η κατάσταση αυτή τροφοδοτείται εκ νέου από το έλλειμμα επενδύσεων και προοπτικών βελτίωσης της μακροοικονομικής εικόνας της χώρας.
Είναι πλέον ευδιάκριτο το φαινόμενο δημιουργίας μιας αγοράς εργασίας 2 ταχυτήτων, με επιταχυνόμενη υποκατάσταση της πλήρους απασχόλησης με ευέλικτες μορφές εργασίας. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, ανάλογα, αναμένεται να μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων τους στον άτυπο τομέα της οικονομίας.
• ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΦΕΙΛΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
• ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ ΜμΕ- ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ
• ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ/ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;