ΓΣΕΒΕΕ: Προβληματικές 9 στις 10 επιχειρήσεις-Θα αυξηθεί η ανεργία

6 Σεπτεμβρίου 201618:51

Αύξηση στην ανεργία και στα λουκέτα των επιχειρήσεων προβλέπει η τελευταία εξαμηνιαία έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ.

“Η 15η εξαμηνιαία έρευνα του οικονομικού κλίματος για τις ΜμΕ , αποτυπώνει την κατάσταση στις μικρές επιχειρήσεις, τον 7ο χρόνο των μνημονίων.

Η αβεβαιότητα του προηγούμενου εξαμήνου και η επιτυχής αξιολόγηση, που συνοδεύτηκε όμως από νέα δυσβάστακτα μέτρα, ενώ δεν μπόρεσε να δώσει ώθηση στην πορεία για ανάκαμψη της οικονομίας.

Το κλείσιμο των επιχειρήσεων συνεχίζεται (18.000 λουκέτα το Α εξάμηνο – η ανεργία παραμένει υψηλότατη παρά το θετικό ισοζύγιο της ΕΡΓΑΝΗ) και η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας είναι μια πραγματικότητα:

Η πλήρης απασχόληση 40%, η μερική απασχόληση 40%, η εκ περιτροπής εργασία 20% ακόμη η αύξηση των οφειλών στο Δημόσιο κατά 1δις μηνιαίως, η απένταξη από τις ρυθμίσεις , η καταστροφική αύξηση του ΦΠΑ σε είδη καθημερινής ανάγκης σε συνδυασμό με το 24% ΦΠΑ στον επισιτισμό, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ο ΕΝΦΙΑ για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η μείωση συντάξεων, οι κατασχέσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς επιχειρήσεων, οι καθημερινές διακοπές στην ηλεκτροδότηση, τα κόκκινα δάνεια, η έλλειψη ρευστότητας από τις τράπεζες.

Κι όλα αυτά μας επιτρέπουν να μιλάμε για ένα ιδιότυπο αρνητικό πολλαπλασιαστή ανάπτυξης.

Θα δείτε από την έρευνα ότι για κάθε 1 επιχείρηση που εμφανίζει σημάδια βελτίωσης 10 επιχειρήσεις ασθενούν σοβαρά. Κάθε μέρα περισσότερες επιχειρήσεις βρίσκονται μπροστά από το φάσμα του λουκέτου.

Παγιώνεται ένας νέος οικονομικός δυϊσμός στην πραγματική οικονομία, ο οποίος προκαλεί έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις μικρές επιχειρήσεις, ενισχύει τιε ελαστικές μορφές απασχόλησης, διευρύνει τα ποσοστά άτυπων μορφών απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας.

Τα επώδυνα και εμπροστοβαρή μέτρα που συνοδεύουν το 3ο πρόγραμμα προσαρμογής, οδηγούν την οικονομία σε νέο κύκλο ανατροφοδοτούμενης στασιμότητας, έλλειψη προοπτικών, ενισχύουν την αποεπένδυση .” καταλήγει η εισήγηση του Προέδρου ΓΣΕΒΕΕ και ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, κ. Γ.Καββαθά στην παρουσίαση της εξαμηνιαίας έρευνας οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ
 gsevee-ereuna870

Η έρευνα:
gsevee-ereuna2

«ΣΕ ΠΑΓΙΔΑ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΔΥΣΧΕΡΗ ΘΕΣΗ Η ΜμΕ» “

Είναι σαφές ότι η σχετική άρση της αβεβαιότητας της προηγούμενης περιόδου, στην οποία συνετέλεσε η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης και η σταθεροποίηση του πολιτικού κλίματος, δεν υπήρξε αρκετή για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, παρά τα στοιχεία εκείνα που δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει πλέον εισέλθει σε μια φάση σταθεροποίησης (αργή αποκλιμάκωση των υψηλών ποσοστών ανεργίας, βελτίωση των όρων του εξωτερικού εμπορίου, σχετική σταθεροποίηση των δημοσιονομικών μεγεθών), δεν είναι δυνατό να γίνει ακόμα λόγος για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αλλά μάλλον για στασιμότητα.

Το νέο πακέτο υφεσιακών μέτρων που βρίσκεται σε πλήρη εφαρμογή έχει εντείνει τις αρρυθμίες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες συνεχίζουν να διαβρώνουν το επιχειρηματικό κλίμα. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν ιδιότυπο αρνητικό πολλαπλασιαστή ανάπτυξης για τις ελληνικές επιχειρήσεις.  Ειδικότερα, για κάθε 1 επιχείρηση που εμφανίζει σημάδια βελτίωσης και υγείας, άλλες 10 επιχειρήσεις ασθενούν σοβαρά, με απροσδιόριστο χρόνο επούλωσης των πληγών που άφησε η εξαετία της ύφεσης και η ατελέσφορη λιτότητα.  Όλο και περισσότερες πολύ μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με τάσεις εξόδου από την αγορά και εξαιρετικά μειωμένες αντοχές, γεγονός που διευρύνει το χάσμα ανταγωνισμού με τις ομόλογες μεγαλύτερες.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι τείνει να παγιωθεί ένας νέος οικονομικός δυϊσμός στην πραγματική οικονομία, ο οποίος πιθανότατα θα προκαλέσει έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις μικρές επιχειρήσεις, θα ενισχύσει τη μερική απασχόληση και θα οδηγήσει σε διευρυμένα ποσοστά άτυπων μορφών απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας. Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού έκανε αισθητή την παρουσία της από το καλοκαίρι του 2015, όταν οι επιπτώσεις της δεύτερης φάσης ύφεσης έτειναν να πλήξουν κυρίως τη μικρή επιχειρηματικότητα, με αποτέλεσμα επιχειρήσεις, οι οποίες επέδειξαν σημάδια αντοχής στην πρώτη φάση της ύφεσης (2010-2014), να εξαντλούν τα όρια επιβίωσης και να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο νέο κύμα λιτότητας. Παράλληλα, αναπτύσσεται μια δεύτερη εκδοχή δυϊσμού, μεταξύ επιχειρήσεων που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και προσάρμοσαν τα οικονομικά τους στοιχεία σε μια δύσκολη συγκυρία διατηρώντας χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον, και εκείνων των επιχειρήσεων που προηγήθηκαν της κρίσης, οι οποίες αντιμετωπίζουν πλέον σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και προσαρμογής στο νέο περιβάλλον.

   Τα επώδυνα και εμπροσθοβαρή μέτρα που συνοδεύουν το Τρίτο Πρόγραμμα Προσαρμογής οδηγούν σε ένα νέο κύκλο ανατροφοδοτούμενης στασιμότητας και έλλειψης προοπτικών, καθώς λειτουργούν ως τροχοπέδη στην εγγενή τάση της επιχειρηματικότητας για αναζήτηση νέων επενδυτικών ευκαιριών και κερδοφόρων αγορών. Οι μακροοικονομικές επιδόσεις παραμένουν αναιμικές. Δυστυχώς, δε διαφαίνεται στον ορίζοντα μια τέτοια πύκνωση παραγωγικών δυνάμεων ικανών να ανατρέψουν αυτόνομα το φαύλο κύκλο στασιμότητας. Το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι η οικονομία βρίσκεται σε μια φάση του οικονομικού κύκλου όπου η μειωμένη ρευστότητα, το επενδυτικό κενό και η χαμηλή χρηματοδοτική ικανότητα, συνυπάρχουν με μια εξωγενώς προκληθείσα αρνητική μακροοικονομική συγκυρία. Παράλληλα, παραμένει ανεπαρκής η ιδιωτική χρηματοδότηση και απουσιάζουν τα κατάλληλα σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ, περιορισμένες είναι οι δυνατότητες πρόκλησης επενδυτικού σοκ μέσα από δημόσιες επενδύσεις.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια παραλλαγή της κατάστασης «παγίδας ρευστότητας», κατά την οποία οποιαδήποτε παρέμβαση στο σκέλος της νομισματικής πολιτικής (επιτόκια, τιμές, ποσοτική χαλάρωση) δεν είναι ικανή να δημιουργήσει συνθήκες ανάκαμψης. Στο φαινόμενο αυτό συνδυάζονται η διεύρυνση των μορφών ελαστικής απασχόλησης, η εξαΰλωση των επενδύσεων (δεν προγραμματίζονται ούτε για δαπάνες αποσβέσεων/ αντικατάστασης), η περιορισμένη πρόσβαση σε κεφάλαια (ανεξάρτητα από το ύψος των καταθέσεων) και η αδυναμία εκπλήρωσης των όρων λειτουργίας της επιχείρησης σε μικροοικονομικό επίπεδο (αδυναμία εξόφλησης υποχρεώσεων, καθυστερήσεις σε μισθούς κα).

Είναι προφανές ότι στο υφιστάμενο περιβάλλον κάθε συζήτηση που θα αναφέρεται στην περαιτέρω περιστολή πόρων (δημόσιων και ιδιωτικών) και σε μεγαλύτερη ευελιξία στην αγοράς εργασίας θα προκαλέσει νέα αβεβαιότητα και αστάθεια, καθώς έχουν εξαντληθεί τα μέσα και τα περιθώρια αναζήτησης εναλλακτικών μεθόδων εξοικονόμησης κόστους.

Το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι  θα πρέπει να κινητοποιηθούν θεσμικά και ποσοτικά εργαλεία ενίσχυσης των επενδύσεων, όπως ο Αναπτυξιακός Νόμος και οι Δημόσιες Συμβάσεις, να αξιοποιηθούν στο ακέραιο οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι με προγράμματα προσαρμοσμένα στην ελληνική οικονομία, να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής (βελτιωμένα προγράμματα ενίσχυσης απασχόλησης και μικρής επιχειρηματικότητας, με αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κάλυψη αδύναμων ομάδων έναντι των κινδύνων φτώχειας), να διευρυνθούν οι ποιοτικές οδοί για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που αναδείχτηκαν μέσα στην οικονομική συγκυρία (τουριστικό προϊόν, αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα, πράσινη ενέργεια). Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός για την Ελλάδα του 2020 και η πολυθρύλητη παραγωγική ανασυγκρότηση δεν θα πρέπει να μετατραπεί σε προνομιακό πεδίο με αποκλειστικά ωφελούμενους ορισμένες ομάδες ειδικών συμφερόντων. Η απορρύθμιση των αγορών εργασίας, προϊόντος και υπηρεσιών δεν είναι αναγκαία, ούτε ικανή συνθήκη για τη βελτίωση των επενδυτικών επιδόσεων της χώρας, ούτε για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.  Η διεύρυνση του μεριδίου ευημερίας και ισότιμης συμμετοχής στην οικονομική ζωή είναι όρος υπέρβασης της κρίσης.

   Παράλληλα, θα πρέπει να δοθούν οριστικές λύσεις για τις επιχειρήσεις που έχουν συσσωρεύσει σημαντικά χρέη, τόσο προς το δημόσιο όσο και προς τις τράπεζες. Η έκθεση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ως προς τα κόκκινα δάνεια προσεγγίζει πλέον το 45%. Μέχρι σήμερα, δεν έχει αποσαφηνιστεί το τοπίο σχετικά με το προφίλ και τις δυνατότητες των οφειλετών. Η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών για τα κόκκινα δάνεια πρέπει να έχει αντιστοίχιση με τα χρέη των ιδιωτών προς το δημόσιο και πρέπει να αποσκοπεί στην ελάφρυνση των αδύναμων και τον περιορισμό των κατ’ επάγγελμα κακοπληρωτών. Η ομηρία από τα χρέη πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια δεύτερη ευκαιρία, με ουσιαστική στήριξη όσων επιθυμούν να επιχειρήσουν ξανά.

Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1000 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), στο διάστημα 13 έως 25 Ιουλίου 2016 έχουν ως εξής:

• ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ 1ου ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2016

Η αποτίμηση του α’ εξαμήνου 2016 καταδεικνύει τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας των μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων και ενός μικρού σταθερού ποσοστού ( που κυμαίνεται διαχρονικά στο 5-7%) που φαίνεται να μην επηρεάζεται από την κρίση. Η εκκίνηση υλοποίησης του 3ου εμπροσθοβαρούς μνημονιακού προγράμματος εγκαινιάζει μια νέα φάση στασιμότητας. Το 69,2% των ερωτώμενων (7 στις 10 επιχειρήσεις) δηλώνει επιδείνωση της γενικής οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, (και μόνο το 7,6% παρουσιάζει βελτίωση), γεγονός που συντηρεί το λόγο θετικών – αρνητικών αποτιμήσεων στο 1:10 . 

Σε χειρότερη κατάσταση, με μεγάλη απόκλιση βρίσκονται οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι (οι αρνητικές αποτιμήσεις ανέρχονται στο 67,8 % για τις επιχειρήσεις με έως 1 άτομο προσωπικό). Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος καταγράφεται και στα επί μέρους πραγματικά μεγέθη των επιχειρήσεων. Μάλιστα, η αφαίρεση του ψυχολογικού παράγοντα (μεροληψία αισιοδοξίας για το μέλλον) και η επικέντρωση στα αντικειμενικά μικροοικονομικά δεδομένα της επιχείρησης, οδηγεί σε δυσμενέστερες αποτιμήσεις. Ειδικότερα, ο παράγοντας ρευστότητα διατηρεί σταθερά υψηλά επίπεδα αρνητικών αποτιμήσεων, τέτοια που να μην προοιωνίζεται μεσοπρόθεσμα την επενδυτική άνοιξη στην οποία προσβλέπει η επιχειρηματική κοινότητα.

Συγκεκριμένα επιδείνωση δεικτών σημειώνεται:

  • στον κύκλο εργασιών για το 66,3% των επιχειρήσεων
  • στη ζήτηση για το 63,8%
  • στη ρευστότητα το 75,8%
  • στις παραγγελίες το 69,5%
  • στις επενδύσεις: αύξηση καταγράφει το 9,1%, μείωση το 37,5% και στασιμότητα το 51,3%.

Αναφορικά με το επίπεδο τιμών αγαθών/ υπηρεσιών της επιχείρησης, το 7,7% δηλώνει αύξηση, το 46,3% μείωση, και το 45,4% καμιά μεταβολή.  Ως προς την κερδοφορία, σχεδόν το 20% δηλώνει ότι τα κέρδη ήταν μηδενικά/ ή είχε ζημίες, ενώ το 34,7% καταγράφει κέρδος κάτω των 10,000€.

Ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών βαίνει μειούμενος στο 17,6% (από  20,6%). Τη μεγαλύτερη μείωση φαίνεται ότι καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, ακόμη μια ένδειξη συγκέντρωσης μεριδίων  και τάσης ολιγοπώλησης της αγοράς. Σωρευτικά στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις η συνολική μείωση από την έναρξη της κρίσης και μετά το 2010 υπερβαίνει το 80% (την τελευταία τριετία η πτώση αγγίζει το 35%). Αντίστοιχα, στην πρόσφατη μελέτη της ΕΤΕ, προκύπτει μείωση των πωλήσεων για τις μεσαίες επιχειρήσεις κατά 13% την τελευταία τριετία, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ μικρών και μεγαλύτερων επιχειρήσεων.

• ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ 1ο ΕΞΑΜΗΝΟ 2016

Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο είναι αρνητικές, καθώς το 59,5% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση, και μόλις το 8,5% βελτίωση. Σημειώνεται οριακή βελτίωση για μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αρνητικές προσδοκίες συναρτώνται με την αίσθηση ότι το νέο μίγμα  συσταλτικών μέτρων θα επιδράσει αρνητικά στα εισοδήματα και την κατανάλωση, και συνακόλουθα στα κέρδη των επιχειρήσεων. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο αρνητικό πολλαπλασιαστή λιτότητας που αναστέλλει κάθε επενδυτική πρωτοβουλία. Οι παραγωγικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να άρουν αυτή την παγίδα στασιμότητας δεν είναι ορατές αυτή τη στιγμή. Θα πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι η συρρίκνωση του αριθμού των επιχειρήσεων διαμορφώνει όρους καλύτερης τοποθέτησης στην αγορά για ορισμένες επιχειρήσεις συγκεκριμένου μεγέθους και κλαδικής διάρθρωσης. Αυτές κατά τεκμήριο είναι νεότερες (14,9% αυτών προσδοκούν βελτίωση) και μεγαλύτερες (18,2% αυτών προσδοκούν βελτίωση).

Σε όλους τους δείκτες οικονομικών προσδοκιών καταγράφονται αρνητικές επιδόσεις και απαισιοδοξία για ποσοστό άνω του 57% του συνόλου των επιχειρήσεων. Σημειώνεται ότι ο βαθμός απαισιοδοξίας είναι μεγαλύτερος στις πολύ μικρές επιχειρήσεις του δείγματος και στον κλάδο του εμπορίου.

Συγκεκριμένα, στους ειδικότερους δείκτες, το ισοζύγιο θετικών- αρνητικών προσδοκιών που προβλέπεται για το επόμενο εξάμηνο εμφανίζεται σοβαρά επιδεινούμενο:

  • στον κύκλο εργασιών, ο δείκτης είναι στο – 47,7 από -58,0 στο προηγούμενο εξάμηνο
  • στη ζήτηση, -46,5 από -56,7 στο προηγούμενο εξάμηνο
  • στη ρευστότητα, -51,5 από -62,1 στο προηγούμενο εξάμηνο
  • στις παραγγελίες, -51 από -59,6 στο προηγούμενο εξάμηνο
  • στις επενδύσεις: αύξηση προβλέπει μόλις το 2,1% (από 3,4%), μείωση το 29,3% και καμιά μεταβολή το 64,2%

Η τάση αποεπένδυσης και η μειωμένη ρευστότητα παγιώνεται ως ένα διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της μεταυφεσιακής ελληνικής οικονομίας και συνεχίζει να τροφοδοτεί ένα νέο σπιράλ ύφεσης- αποεπένδυσης- υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ (Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας, Δεκέμβριος 2015), ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού βρίσκεται στο 65,3%, γεγονός που σημαίνει αδρανείς παραγωγικοί πόροι αφορούν το 1/3  του σχηματισμένου παγίου κεφαλαίου.

Οι αναιμικές προοπτικές για νέες επενδύσεις αντανακλώνται και στο χαμηλό ποσοστό των επιχειρήσεων που απορρίπτουν το ενδεχόμενο να κάνουν αίτηση για υπαγωγή σε κάποιο από τα τρέχοντα πρόγραμμα επενδύσεων (ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός). 8 στις 10 επιχειρήσεις  δεν σχεδιάζουν, ούτε ενδιαφέρονται να μπουν στη διαδικασία αίτησης χρηματοδότησης επενδύσεων, ενώ πολλές επιχειρήσεις αγνοούν τις βασικές προϋποθέσεις υπαγωγής. Τούτο ίσως συνδέεται με την ανεπάρκεια των προγραμμάτων χρηματοδότησης να ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες των μικρών επιχειρήσεων.

Η πρόβλεψη για το επίπεδο των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών παραμένει αρνητική για το 20,6% των επιχειρήσεων, ενώ σχεδόν 7 στις 10 δεν αναμένουν καμιά μεταβολή. Σε αυτό το περιβάλλον διαρκούς ματαίωσης, δε διαφαίνεται ενδεχόμενο ανάσχεσης των αποπληθωριστικών τάσεων.

• ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

  • Ο οικονομικός δυϊσμός που προαναφέρθηκε αντανακλάται και στις εκτιμήσεις των επιχειρηματιών για το βαθμό βιωσιμότητας της επιχείρησης. Για πολλές επιχειρήσεις το ζητούμενο δεν είναι η ανάπτυξη τους, αλλά η όσο το δυνατό πιο ανώδυνη διάλυση και εκκαθάριση. Παράλληλα, απουσιάζουν τα εργαλεία (θεσμικά και οικονομικά) ενθάρρυνσης δημιουργίας συστάδων επιχειρήσεων και συμμετοχών σε αλυσίδες αξίες. Σύμφωνα με πιο πρόσφατα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από το ΓΕΜΗ το προηγούμενο εξάμηνο έκλεισαν 18,000 επιχειρήσεις, αριθμός συμβατός με την προηγούμενη πρόβλεψη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (21,000), με δεδομένο ότι υπάρχει ένα σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων που στην πραγματικότητα κλείνουν, αλλά δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να ολοκληρώσουν όλες τις διοικητικές διαδικασίες για τη διαγραφή τους από τα μητρώα.
  • Το 42% θεωρεί αρκετά και πολύ πιθανό να κλείσει το επόμενο διάστημα (έναντι 52,2% του προηγούμενου εξαμήνου). Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι παρουσιάζουν τριπλάσιο κίνδυνο διακοπής της λειτουργίας τους (αυτοαπασχολούμενοι 51,5%) σε σχέση με τις μεγαλύτερες (από 5 άτομα και πάνω, 17,7%). Ομάδα υψηλού κινδύνου είναι και το σύνολο των επιχειρήσεων που ήταν προμηθευτές μεγάλων εταιρειών που βρίσκονται σήμερα σε δυσκολίες ή/και εκκαθάριση.
  • Το πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εμφανίζεται στην ένταση με την οποία εκδηλώνεται το φαινόμενο καθώς σχεδόν 1 στους 10 από αυτούς που κινδυνεύουν, δηλώνουν ότι είναι πολύ πιθανό να κλείσουν μέσα στο επόμενο τρίμηνο. Εκτιμάται ότι η μείωση επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο θα ανέλθει στις 18,100 και θα αφορά κυρίως τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους.
  • Το επόμενο διάστημα αναμένεται κορύφωση του φαινομένου της αδήλωτης επαγγελματικής δραστηριότητας ή της παράκαμψης της ελληνικής φορολογικής διοίκησης μέσα από επιχειρηματικά σχήματα με έδρα στο εξωτερικό (εύρημα που επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της πρόσφατης μελέτης της ΕΤΕ για τις ΜμΕ, 24% δηλώνει ως πιθανή μεταφορά έδρας στο εξωτερικό, Αύγουστος 2016).
  • Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το σενάριο βάσης του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ τα πιθανά λουκέτα επιχειρήσεων, που βρίσκονται στο «κόκκινο» συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο απώλειας 33,000 θέσεων συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί). Παράλληλα, από τα ευρήματα προκύπτει ότι περίπου 9,000 συμβοηθούντα μέλη θα βρεθούν εκτεθιμένα σε συνθήκες πραγματικής ανεργίας.

• ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΜΙΣΘΟΙ

  • Παρά το ενθαρρυντικό φαινόμενο μικρής αποκλιμάκωσης της ανεργίας, η οποία συνεχίστηκε και στο β’ τρίμηνο του 2016, η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ επικυρώνει δυο σημαντικά ευρήματα που προκύπτουν από τα επίσημα στοιχεία των οργανισμών:

α) Τη διεύρυνση του υψηλού ποσοστού των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Ουσιαστικά, για κάθε μια νέα θέση πλήρους απασχόλησης, δημιουργούνται δύο αντίστοιχες θέσεις ευέλικτης απασχόλησης (επιβεβαιώνονται από τα συγκριτικά στοιχεία α’ εξαμήνων 2014-2016, Εργάνη).

β) Την υποκατάσταση θέσεων πλήρους απασχόλησης με αντίστοιχες μερικής απασχόλησης (γράφημα  6)

Η κατάσταση αυτή τροφοδοτείται εκ νέου από το έλλειμμα επενδύσεων και προοπτικών βελτίωσης της μακροοικονομικής εικόνας της χώρας.

  • Ο δείκτης προσλήψεων- απολύσεων κατά το προηγούμενο ήταν βελτιωμένος αλλά παρέμεινε αρνητικός (για κάθε 1 πρόσληψη, σημειώθηκε 1,22 απόλυση). Μείωση προσωπικού κατά το τελευταίο εξάμηνο ανέφερε το 6,6% των επιχειρήσεων ενώ αύξηση ανέφερε το 5,4%.
  • Σε απόλυτα μεγέθη η απώλεια θέσεων καταγεγραμμένης συνολικής απασχόλησης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά το α’ εξάμηνο του 2016 ανέρχεται στις 4,200 (εκ των οποίων οι 2,500 ήταν μισθωτής απασχόλησης). Τις μεγαλύτερες απώλειες σημείωσαν οι επιχειρήσεις με ζωή 10-15 έτη (9,3%).

Είναι πλέον ευδιάκριτο το φαινόμενο δημιουργίας μιας αγοράς εργασίας 2 ταχυτήτων, με επιταχυνόμενη υποκατάσταση της πλήρους απασχόλησης με ευέλικτες μορφές εργασίας. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, ανάλογα, αναμένεται να μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων τους  στον άτυπο τομέα της οικονομίας.

  • Οι μελλοντικές ροές απασχόλησης δεν προβλέπεται να ενισχυθούν, καθώς η προβολή στην αναλογία προσλήψεων-απολύσεων (3:10) για το επόμενο εξάμηνο είναι χειρότερη της αποτίμησης και επιδεινούμενη σε σχέση με τις αρχές του έτους. Από τα ευρήματα προκύπτει ότι οι προοπτικές μείωσης της ανεργίας είναι περιορισμένες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ υπάρχει κίνδυνος απώλειας 22,500 επιπλέον θέσεων μισθωτής απασχόλησης, πέραν των όσων προκύψουν από τα πιθανά λουκέτα, στο επόμενο εξάμηνο. Συνολικά, αναμένεται να απολεσθούν 55,500 θέσεις απασχόλησης, αν συμπεριλάβουμε και τις απώλειες που θα προκύψουν από εκείνους που θα αναστείλουν την επιχειρηματική δραστηριότητα (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι). Για τις τάσεις αυτές θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την εποχικότητα. Σημειώνεται ότι δε λαμβάνονται υπόψη οι θετικές ροές από την ίδρυση νέων επιχειρήσεων.
  • Ο ρυθμός αύξησης των ευέλικτων μορφών εργασίας βαίνει μειούμενος (το 33% δήλωσε ότι αναγκάστηκε να μειώσει περιστασιακά ώρες/ ημέρες εργασίας), ωστόσο αυτό σημαίνει ότι η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας έχει οδηγήσει σε παγίωση της ευέλικτης απασχόλησης. Τούτο εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την άμβλυνση των επιπτώσεων της ύφεσης που είχε το α’ εξάμηνο στην απασχόληση, παρά την πενιχρή μακροοικονομική επίδοση. Σύμφωνα, άλλωστε με τα στοιχεία που προκύπτουν από το σύστημα Εργάνη, η αγορά εργασίας κυριαρχείται από ευέλικτες μορφές εργασίας, καθώς το 52% των νέων προσλήψεων αφορά θέσεις μερικής/ ή και εκ περιτροπής απασχόλησης. Επιπλέον σύμφωνα με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ ο μ.ο. των μηνιαίων μεικτών αποδοχών μισθωτής εργασίας βαίνει συνεχώς μειούμενος. Το 2013 ο μ.ο. μηνιαίος μισθός ήταν 1104€, το 2013 1042€ και το 2015 1019€.
  • Η έρευνα κλίματος επιβεβαιώνει τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην έγκαιρη καταβολή των μισθών. 4 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα έγκαιρης καταβολής μισθοδοσίας, ενώ το 28% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι έχουν μειώσει τις αποδοχές των υπαλλήλων στο προηγούμενο εξάμηνο. Επιπρόσθετα, το 28,1% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι είναι πολύ πιθανό να μειώσει μισθούς ή ώρες εργασίας στο επόμενο εξάμηνο.
  • Τα στοιχεία της έρευνας επιβεβαιώνουν τον οικογενειακό χαρακτήρα πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς το σχεδόν το 60% δηλώνει ότι έχει στην επιχείρηση κάποιο συμβοηθούν μέλος. Πρόκειται για ένα ζήτημα με σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις, καθώς αυτοί οι εργαζόμενοι δεν καλύπτονται για τους κινδύνους ανεργίας, και γήρατος. Αυτό το φαινόμενο που δεν είναι νέο για την ελληνική πραγματικότητα στην παρούσα συγκυρία αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα προστασίας της κοινωνικής συνοχής.

• ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΦΕΙΛΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

  • Το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές αφορά εκείνες με χρέη προς το κύριο ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών. Αν υπολογίσουμε τον συνολικό αριθμό των φυσικών προσώπων οφειλετών (που ενδέχεται να βρίσκονται στην ίδια εταιρεία ΟΕ,ΕΕ), τότε 4 στους 10 «μικρούς επιχειρηματίες» του ΟΑΕΕ έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία. Το ποσοστό των επιχειρήσεων με χρέη προς την εφορία παραμένει αμετάβλητο (21,9%). Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 15,9% (δηλαδή 100,000 επιχειρήσεις) έχει ταυτόχρονα οφειλές σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία.
  • Υψηλές παραμένουν οι ληξιπρόθεσμές οφειλές προς ΔΕΚΟ, καθώς πάνω από 1 στις 5 επιχειρήσεις δεν αποπληρώνει εγκαίρως. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία πάνω από 500,000 ελ. επαγγελματίες και επιχειρήσεις όλων των κλάδων (επιστήμονες, βιοτέχνες, έμποροι, υπηρεσίες κα) έχουν χρέη προς τις εταιρείες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
  • 1 στις 3 επιχειρήσεις οφείλει δάνεια στις τράπεζες. Ο μειούμενος αριθμός συναρτάται με την μείωση του ρυθμού της πιστωτικής επέκτασης. Στο σύνολο, ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες έχει το 11,6%, δηλαδή περίπου 70,000 μικρές επιχειρήσεις. Ιδιαίτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, καθώς και ο τομέας του εμπορίου. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Έκθεσης για τη Νομισματική Πολιτική της ΤτΕ, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα συνολικά ανέρχονταν το Μάρτιο του 2016 στο 45,2% της συνολικής αξίας δανείων. Συνολικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που αποτελούν το 99% των επιχειρήσεων), συμπεριλαμβανομένων επαγγελματιών, ατομικών και αγροτικών επιχειρήσεων οφείλουν 61,5 δις (επί συνόλου 200,1 δις δανείων του ιδιωτικού τομέα). Αντίστοιχα, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις (το 1%) έχουν δανειοδοτηθεί με 46 δις, ένδειξη της υψηλής συγκέντρωσης και ευκολότερης πρόσβασης τους στις αγορές χρήματος.
  • Αρχικά οι ευεργετικές ρυθμίσεις των 72/ 100 δόσεων για φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές μείωσαν το ποσοστό των επιχειρήσεων με ληξιπρόθεσμες οφειλές. Εντούτοις, παραμένει εκπεφρασμένη η αδυναμία τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που έχουν συσσωρεύσει. Πιο συγκεκριμένα, το 12,6% έχει ήδη χάσει τη ρύθμιση στην εφορία (περίπου 16,000), ενώ άλλο ένα 15% δηλώνει φόβο ότι θα τη χάσει. Περίπου 45,000 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με κατάσχεση/ ή δέσμευση λογαριασμών για οφειλές .
  • Από τα στοιχεία προκύπτει ότι έχει διαμορφωθεί ένα περιβάλλον υψηλής έκθεσης των επιχειρήσεων σε πάσης φύσεως οφειλές. Πάνω από 3 στις 10 επιχειρήσεις αναμένεται να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις για το 2016. Τούτο μεταφράζεται σε αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των επιχειρήσεων της χώρας προς δημόσιο, τράπεζες και ιδιώτες, δημιουργώντας μια νέα φούσκα χρέους. Το απόθεμα ιδιωτικού χρέους που διευρύνεται, σε συνδυασμό με τα τρέχοντα υψηλά φορολογικά βάρη αυξάνουν τους κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Εκτιμάται ότι τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία πλέον προσεγγίζουν τα 110 δις, υπερβαίνουν δηλαδή το μισό ΑΕΠ της χώρας. Η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών για τα κόκκινα δάνεια πρέπει να έχει αντιστοίχιση με τα χρέη των ιδιωτών προς το δημόσιο και πρέπει να αποσκοπεί στην ελάφρυνση των αδύναμων και τον περιορισμό των κατ’ επάγγελμα κακοπληρωτών. Η ομηρία από τα χρέη πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια δεύτερη ευκαιρία, με ουσιαστική στήριξη όσων επιθυμούν να επιχειρήσουν ξανά.

• ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ ΜμΕ- ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

  • Οι μικρές επιχειρήσεις, παρά τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετώπισαν με την εφαρμογή των capital controls και τη διάρρηξη του συστήματος άτυπων πληρωμών που συνέβη τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι επέδειξαν υψηλό βαθμό προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Ο αριθμός των επιχειρήσεων που διαθέτουν τερματικά POS σε όλους τους κλάδους αυξήθηκε σε ένα χρόνο κατά 75% (από 28,9% στο 49%). Αντίστοιχα, 2 στις 3 επιχειρήσεις διαθέτουν λογαριασμούς ηλεκτρονικής τραπεζικής e-banking (αύξηση  37%).
  • Ανασταλτικοί παράγοντες προς την κατεύθυνση ευρύτερης υιοθέτησης των ηλεκτρονικών συστημάτων πληρωμών είναι η καθυστέρηση στην εφαρμογή του ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού, η ανυπαρξία θεσμικού πλαισίου για το ηλεκτρονικό εμπόριο, το υψηλό διοικητικό κόστος από την εισαγωγή συστημάτων ηλεκτρονικής τιμολόγησης, τα αυξημένα κόστη τραπεζικών προμηθειών. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από 50% των επιχειρήσεων καταβάλλουν προμήθεια άνω του 1% 

• ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ/ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

  • Αρνητικά αξιολογούν οι μικρές επιχειρήσεις τις μεταβολές που έχουν επέλθει στο θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων. Το 91,6% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι η μείωση του κατώτατου μισθού δεν επέδρασε ευεργετικά προς την κατεύθυνσης βελτίωσης/ αναδιάρθρωσης της οικονομίας . Είναι σαφές ότι αυτή η εξέλιξη έπληξε την εγχώρια ζήτηση και συνέτεινε στην αποσάθρωση της μεσαίας τάξης στη χώρα.

Αρθρογράφος

mm
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr