Για την ιστορία της πόλης του Διδυμοτείχου, δίνοντας ένα από τα καλύτερα μαθήματα πατριδογνωσίας, μίλησε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλους, στην αντιφώνησή του, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης αναγόρευσής του σε Επίτιμο Δημότη της πόλης των Κάστρων.
“Αποτελεί ξεχωριστή τιμή για μένα η αναγόρευσή μου, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, σ’ Επίτιμο Δημότη Διδυμοτείχου. Ευρισκόμενος κοντά σας, κοντά σε υπερήφανους Ακρίτες της Ελληνικής Θράκης, αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση επισκεπτόμενος τον Τόπο σας, με την πανάρχαια και ένδοξη Ιστορία. Πόσο μάλλον όταν, πριν από 100 χρόνια, έλαβε χώρα η απελευθέρωση του Διδυμοτείχου και η ενσωμάτωση της ευρύτερης περιοχής του Έβρου στον Εθνικό Κορμό, γεγονός που εορτάζουμε από κοινού σήμερα, με την προσήκουσα λαμπρότητα” , είπε στην έναρξη της ομιλίας του ο κ. Παυλοπουλος.
Ο ΠτΔ, στη διάρκεια της ομιλίας του ταξίδεψε τους παρευρισκόμενους στην πανάρχαια ιστορία του τόπου, ξεκινώντας από τον 3ο αιώνα, αρχής γενομένης από την προέλευση του ονόματος της πόλης, για την οποία έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές, εξίσου ισχυρά υπoστηρίξιμες, απόψεις, όπως τόνισε.
Σύμφωνα με την πρώτη από αυτές, η πόλη πήρε το όνομά της από τα διπλά τείχη του Κάστρου –που ονομάζεται και «Καλέ»- ενώ σύμφωνα με την δεύτερη, αυτό οφείλεται στις δύο, αντικριστές, οχυρωμένες πόλεις -στις δύο οχυρώσεις, η μία στο σημερινό Καλέ και η άλλη στον απέναντι λόφο, της Αγίας Πέτρας– οι οποίες, τον 3ο αιώνα μ.Χ., εξυπηρετούσαν τους Ρωμαίους για την αντιμετώπιση των βαρβαρικών επιδρομών.
“Αξίζει μάλιστα, με την ευκαιρία αυτή, να σημειωθεί ότι στον λόφο της Αγίας Πέτρας βρισκόταν η ρωμαϊκή πόλη Πλωτινόπολη, όπου τα τελευταία χρόνια γίνονται αρχαιολογικές ανασκαφές και εκδηλώνεται μια γενικότερη προσπάθεια ανάδειξης του αρχαιολογικού τούτου χώρου” τόνισε χαρακτηριστικά.
Το νήμα της Ιστορίας του Διδυμοτείχου από την αρχή
Τα αρχαιολογικά ευρήματα (κεραμικά, λίθινα) στον λόφο της Αγίας Πέτρας, όπως και εκείναστο δυτικό άκρο του Κάστρου, καταδεικνύουν ότι η ιστορία του Διδυμοτείχου ξεκινά κατά την Νεολιθική περίοδο. Ήδη από την εποχή του σιδήρου, Θρακικά φύλα εγκαταστάθηκαν στους δύο λόφους. Ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν, επιπλέον, ότι κατά την Ελληνιστική εποχή υπήρχε σε αυτή την θέση οικισμός που ευημερούσε.
Κατά την Ρωμαϊκή εποχή, στην θέση του αρχαίου πολίσματος, στο ανατολικό άκρο του σημερινού Διδυμότειχου –στον λόφο της «Αγίας Πέτρας»– ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός ίδρυσε μια πόλη Ελληνικού τύπου, «πόλη-κράτος», η οποία, όπως είπε παραπάνω ο ΠτΔ,ονομάσθηκε Πλωτινούπολη. Πήρε μάλιστα αυτό το όνομα προς τιμήν της συζύγου τουΤραϊανού, Πλωτίνας.
Στα χρόνια του Διοκλητιανού (Τετραρχίας), η Πόλη οχυρώθηκε με τείχος, που ο περίβολός του περιέκλειε και τους δυο λόφους, δηλαδή του Διδυμοτείχου και της «Αγίας Πέτρας». Φαίνεται, πως βασικό κριτήριο για την επιλογή αυτή του Τραϊανού υπήρξε η, στρατηγικής σημασίας, θέση της Πόλης, καθώς από τους λόφους, όπου ήταν κτισμένη, δέσποζε δυτικά σε ολόκληρη την κοιλάδα του Ερυθροποτάμου και βόρεια, στον εύφορο και εκτεταμένο κάμπο της σημερινής Ορεστιάδας, που είχε συμπεριληφθεί μέσα στα όρια της επικράτειάς της.
Εξάλλου, η Πόλη ήλεγχε ένα σπουδαίο μέρος του Ερυθροποτάμου, απ’ όπου περνούσε υποχρεωτικά ο ρωμαϊκός δρόμος –παρακλάδι της Εγνατίας– ο οποίος οδηγούσε στην μέση και άνω κοιλάδα του Έβρου, ενώ μια διακλάδωσή του κατέληγε στις ακτές του Εύξεινου Πόντου.
To Διδυμότειχο, κατά την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της και πολλές φορές είχε καταστεί διοικητική και στρατιωτική βάση της Αυτοκρατορίας, υπογράμμισε ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Ο λόφος του Καλέ παρείχε, τότε, έλεγχο ολόκληρης της περιοχής καθώς και μεγαλύτερη ασφάλεια σε σχέση με τον λόφο της «Αγίας Πέτρας». Για τον λόγο αυτόν, τον 6ο αιώνα, ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός την οχύρωσε.
Μετά τον 7ο αιώνα, επέρχεται μια ουσιαστική αλλαγή στο οχυρωματικά σχέδια. Εγκαταλείπεται η Πλωτινούπολη και αναπτύσσεται η Βυζαντινή οχύρωση στον λόφο του Κάστρου.
Σημαντικό σταθμό αποτελεί η γέννηση του μετέπειτα Αυτοκράτορα, Ιωάννη Γ′ Δούκα Βατάτζη, το 1193, στο Διδυμότειχο. Κατά την Βυζαντινή περίοδο, η Πόλη γίνεται Πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τρεις φορές, ενώ το 1341 ο Ιωάννης ΣΤ′ Καντακουζηνός επέλεξε το Διδυμότειχο για να στεφτεί Αυτοκράτορας και να διαδεχθεί τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο. Η στέψη του Αυτοκράτορα έγινε με κάθε επισημότητα στις 26 Οκτωβρίου του 1341, στον Ναό του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, που αποτελεί σήμερα την Αρμενική Εκκλησία, υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος.
Κατά την οθωμανική περίοδο, το Διδυμότειχο γίνεται η πρώτη οθωμανική πρωτεύουσα σ’Ευρωπαϊκό έδαφος.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ιδιαίτερα δύσκολα για τον πληθυσμό της Πόλης, ενώ πολλοί μαρτύρησαν για την Χριστιανική πίστη τους.
Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Διδυμότειχο, που ήταν τότε η μεγαλύτερη πόλη της Δυτικής Θράκης, από κοντά όμως και η ευρύτερη περιοχή του, ξεσηκώθηκαν. Δυστυχώς, η Επανάσταση κατεστάλη, μετά την ήττα των εξεγερμένων Ελλήνων στην «Μάχη του Σαλτίκιοϊ».
Ακολούθησε η «Δίωση του Διδυμοτείχου», όταν ο τουρκικός όχλος, υποστηριζόμενος από τις οθωμανικές αρχές, πραγματοποίησε σφαγές και απαγχονισμούς Ελλήνων. Οι σφαγές αυτές προκάλεσαν την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της Πόλης, καθώς οι περισσότεροι απ’ όσους επέζησαν αναγκάσθηκαν να την εγκαταλείψουν. Επίσης, κατέρρευσε και η έως τότε κραταιά οικονομία της Πόλης.
Τον Απρίλιο του 1828, ξεσπά ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και οι Ρώσοι φθάνουν στην περιοχή του Έβρου. Το τέλος του πολέμου σφραγίζεται με την Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1829, με την οποία αναγνωρίζεται επίσημα η θρησκευτική ελευθερία του Χριστιανικού πληθυσμού.
Το Διδυμότειχο απελευθερώθηκε και ενώθηκε επίσημα με την Ελλάδα δια της Συνθήκης των Σεβρών, τον Ιούλιο του 1920.
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, το 1923, οι εθνότητες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Θράκης, παρά το διαφορετικό τους θρήσκευμα, διατήρησαν την Ελληνικήεθνική ταυτότητα. Για αυτόν τον λόγο, η ως άνω Συνθήκη κάνει, ρητώς και κατηγορηματικώς, λόγο περί μουσουλμανικής μειονότητας Ελληνικής εθνότητας.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν στο Διδυμότειχο πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη).
Επιβάλλεται, επίσης, όπως τόνισε χαρακτηριστικά, ν’ αναφερθεί ότι στο Διδυμότειχο, υπήρχε μια από τις αρχαιότερες Εβραϊκές Κοινότητες της Ελλάδος. Στις 4 Μαΐου 1943, 731 Εβραίοι του Διδυμοτείχου μεταφέρθηκαν στην Πολωνία όπου, δυστυχώς, εξοντώθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσηςαπό τους ναζί, αποτελώντας έτσι τραγικό μέρος του Ολοκαυτώματος. Τέλος, στην πόλη του Διδυμοτείχου η Αρμενική Κοινότητα εμφανίσθηκε περί τον 18ο αιώνα και είναι παρούσα και στην σύγχρονη εποχή, ενταγμένη αρμονικά στην κοινωνία της Πόλης.
Στο Διδυμότειχο, κάθε γωνιά του έχει να διηγηθεί και μια πτυχή της μακράς Ιστορίας του
Εκτός από τα ευρήματα στην ευρύτερη περιοχή της Πλωτινόπουλης, με σημαντικότερο εύρημα την γνωστή «Χρυσή Προτομή», που αποτελεί προτομή γενειοφόρου άνδρα με κοσμημένο θώρακα, και το γεγονός ότι, το 2009, ήρθε στο φως από τις ανασκαφές σπουδαίο ρωμαϊκό ψηφιδωτό, πουχρονολογείται από το β’ μισό του 2ου έως τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, αξίζει ν’ αναφερθεί, επιπροσθέτως, ότι σώζονται ακόμη τα δεσμωτήρια, όπου είχε φυλακισθεί ο βασιλιάς της Σουηδίας Κάρολος ΙΒ′, το 1713, από τους οθωμανούς. Αλλά και το Τέμενος Βαγιαζήτ (Μεχμέτ Α’) στην πλατεία της Πόλης θεωρείται ένα από τα πιο μεγαλόπρεπα οθωμανικά τεμένη στην Ευρώπη και εγκαινιάσθηκε το 1420.
Η σημερινή Αρμενική Εκκλησία, η οποία είναι κτισμένη κατά το διάστημα 1815-31 και ονομάζεται στην Αρμενική γλώσσα «Σουρπ Κεβόρκ» -η γνωστή ως η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου– έχει τα θεμέλιά της πάνω στον Βυζαντινό Ναό του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, όπου το 1341 στέφθηκε, όπως προανέφερα, Αυτοκράτορας ο Ιωάννης ΣΤ′ Καντακουζηνός. Στο Κάστρο διατηρούνται σήμερα 24 πύργοι και Μεταβυζαντινοί Ναοί. Σε κάποιους πύργους υπάρχουν μονογράμματα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και διακοσμητικά μοτίβα.
Την Πόλη σας κοσμούν όπως είπε, οι έξοχοι Βυζαντινοί Ναοί της Αγίας Αικατερίνης και του Αγίου Γεωργίου Παλαιοκαστρίτη, το Προσκύνημα Αγίου Δημητρίου, ενώ ο, τρίκλιτος με διπλή κιονοστοιχία από λίθινους κίονες, Ναός του Σωτήρος Χριστού κτίσθηκε το έτος 1846, πάνω σε προγενέστερο κτίσμα, αυτό της Βυζαντινής Μονής του Σωτήρος Χριστού.
Τέλος, ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Αθανασίου -που είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα, ενώ εντός του Ναού υπάρχει περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1835– χρονολογείται από το 1834 και κτίσθηκε στην θέση Βυζαντινού Ναού. Δίπλα στην βόρεια πλευρά του Ναού, σώζονται κτιριακά κατάλοιπα σημαντικού μοναστηριακού συγκροτήματος, που περιλαμβάνουν ένα επίμηκες ταφικό παρεκκλήσι, μια στενή αυλή και δύο δεξαμενές. Θεωρείται πως κτίσθηκε επί της Βυζαντινής Μονής της Παναγίας Οδηγήτριας. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε σημείο μαρτυρίου του Οσιομάρτυρος Αγίου Ιακώβου το 1519 αλλά και του Οσιομάρτυρος Αγίου Παρθενίου, ο οποίος, αφού έζησε οσιακά στην Ικαρία και στην Πάτμο, ευρισκόμενος ως πνευματικός στο Διδυμότειχο τυφεκίσθηκε στην είσοδο του Μητροπολιτικού Ναού από οθωμανό, στις 5 Μαρτίου 1805.
Εσείς, οι σημερινοί κάτοικοι του Διδυμοτείχου, είπε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, έχετε κάθε δικαίωμα να σεμνύνεσθε ότι σε τούτα τα Χώματα γεννήθηκαν, μεταξύ άλλων σπουδαίων ανδρών και γυναικών, ο Ιωάννης Γ′ Δούκας Βατάτζης, Βυζαντινός Αυτοκράτορας (1221-1254), ο Ιωάννης Ε′ Παλαιολόγος, Βυζαντινός Αυτοκράτορας (1341-1376), ο Διονύσιος ο Μοναχός, Νεομάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας -που μαρτύρησε το 1518– ο Ιάκωβος ο Διάκονος, Νεομάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας -που μαρτύρησε στα τέλη του 16ου αιώνα– ο Παρθένιος εκ Διδυμοτείχου, Νεομάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας -που μαρτύρησε το 1805– και, τέλος, ο Ευγένιος Ευγενίδης (1882-1954), εφοπλιστής και Εθνικός Ευεργέτης.
Ολοκληρώνοντας την αντιφώνησή μου από εδώ, την Ελληνική Θράκη, υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος, από αυτόν τον Τόπο δημιουργίας και ενότητας, όπως και ειρηνικής –θα έλεγα υποδειγματικής- συνύπαρξης Ελλήνων Χριστιανών και Ελλήνων Μουσουλμάνων υπό όρους ισότητας και ισονομίας, όπως άλλωστε επιβάλλεται σε κάθε Δυτική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, να τονίσω ότι για να συνεχίσουμε εμείς, οι Έλληνες, μια παράδοση επιτευγμάτων εφάμιλλων η ακόμη πιο σπουδαίων από εκείνα των Προγόνων σας και Προγόνων μας, οφείλουμε ν’ αντιμετωπίζουμε με αποφασιστικότητα τις προκλήσεις και τους κινδύνους, ιδίως δε να υπερασπιζόμαστε τα Εθνικά μας Θέματα και τα Εθνικά μας Δίκαια υπό όρους αρραγούς ενότητας. Κατ’ εξοχήν δε αυτά που αφορούν τις σχέσεις μας με την Τουρκία.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;