Aφιέρωμα σε μια ηλικιωμένη από τη Ρέμβη (κασκανέ) κάνει το vice.com.
Στο κείμενο του Α. Ντηνιακού αναφέρεται:
Τυλίγει προσεκτικά τη μαντήλα γύρω από το κεφάλι και βγαίνει στο δρόμο αξημέρωτα – δεν κυκλοφορεί κανείς στο μαχαλά. Στοιβάζει συμμετρικά τους σπόρους και τα μπαχάρια, τον ένα δίπλα στον άλλο, σχηματίζοντας ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό στον ξύλινο πάγκο. Το κέντρο της πόλης απέχει ένα τέταρτο με τα πόδια από την περιοχή του Γκασχανέ – όχι όμως με τα δικά της πόδια. Τα δικά της δεν βαστάνε πια.
Βαδίζει προς την ένατη δεκαετία της ζωής της και ο πάγκος «βαραίνει» ολοένα και περισσότερο κάθε μέρα που περνά. Φτάνει στο πόστο της, Τσιμισκή και Ηρώων γωνία, έπειτα από μία ώρα – στήνει τον πάγκο στην άκρη του δρόμου και κάθεται στο πεζούλι. Το μεσημέρι, η είσπραξη της ημέρας δεν ξεπερνά τα τέσσερα ευρώ. Δυο, τρεις περαστικοί όλη κι όλη η πελατεία. Σκεπάζει τον πάγκο και σιγά, σιγά παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Για την Χανιφέ Χασίμογλου κάθε μέρα είναι ίδια – μονάχα ο καιρός αλλάζει.
Ακολουθήστε το VICE στην καινούρια μας σελίδα στο Facebook.
Πρώτη φορά συναντώ την ηλικιωμένη γυναίκα αρχές Μάρτη στην κεντρική πλατεία της Ξάνθης. Οι καιρικές συνθήκες πρωτόγνωρες για τον νομό – τα χωριά στα ορεινά είναι αποκλεισμένα από το χιόνι. «Υπάρχει μια γιαγιά έξω…», λέω μπαίνοντας σε ένα κατάστημα οπτικών, όμως η ιδιοκτήτρια με προλαβαίνει. «Της είπα να μπει μέσα, αλλά δεν θέλει – φοβάται μήπως περάσει κανένας πελάτης και τον χάσει. Της έδωσα μια κουβέρτα να σκεπαστεί και την παρακολουθώ…», μου λέει η Ιζαμπέλα. «Ξέρεις πόσα χρόνια στήνει τον πάγκο της σε αυτή τη γωνιά; Τουλάχιστον 15. Απορώ πως αντέχει στην ηλικία της το κρύο», καταλήγει. Ένας άνδρας πλησιάζει την ηλικιωμένη γυναίκα – είναι ο Αδνάν, αρχιτέκτονας στο επάγγελμα. Διατηρεί το γραφείο του πάνω από το πόστο της Χανιφέ – κάθε τόσο κατεβαίνει και της ρίχνει καμιά ματιά. «Είναι μεγάλη γυναίκα, όλοι στη γειτονιά την προσέχουμε όπως μπορούμε. Δεν θα έπρεπε να δουλεύει κανείς άνθρωπος σε αυτή την ηλικία», μου λέει. «Δεν ξέρω γιατί βγαίνει στο δρόμο – έχει οικονομικά προβλήματα έχω ακούσει. Τη βοηθάει συνήθως μια κυρία που έχει ένα κατάστημα υποδημάτων, εδώ πιο κάτω».
Επισκέπτομαι το μαγαζί της Άρτεμης Παπατσαρούχα. «Η γιαγιά είναι η καθημερινή μου έννοια», μου εξηγεί. «Τη θυμάμαι από παιδί εδώ σε αυτή τη γωνία, να έρχεται και να πουλά τα μπαχαρικά και τους σπόρους της. Δεν λογαριάζει ούτε χιόνια, ούτε κακοκαιρίες, τίποτα. Κάθε μέρα εδώ, πίσω από τον πάγκο να περιμένει πελάτες. Τα τελευταία δέκα χρόνια τη βοηθούσε ο πατέρας μου όπως μπορούσε – πότε της αγόραζε τρόφιμα, πότε της έδινε παπούτσια. Την αγαπούσε πολύ την γιαγιά. Όταν πέθανε θεώρησα σωστό να συνεχίσω εγώ το έργο του. Για να τιμήσω τη μνήμη του. Πιστεύω ότι θα χαιρόταν αν έβλεπε ότι δεν την εγκαταλείψαμε. Η γιαγιά είναι κομμάτι του δρόμου πια –κομμάτι δικό μας».
Το μεσημέρι, η Χανιφέ μαζεύει τον πάγκο και ετοιμάζεται να επιστρέψει στο μαχαλά – φιλοξενείται σε ένα μικρό δωμάτιο με κουρελούδες στο πάτωμα. Τα έπιπλα, ένα παλιό κρεβάτι και μια φθαρμένη κουζίνα. «Γιατί εργάζεσαι σε αυτή την ηλικία;» ρωτώ καθώς ετοιμάζει δυο καφεδάκια στο μπρίκι. «Η εφορία…», μου λέει. «Χρωστούσε ο άντρας μου λεφτά και απ’ όταν πέθανε η σύνταξή του -342 ευρώ- πηγαίνει ολόκληρη σε αυτό το χρέος. Για να ζήσω βγήκα στο δρόμο -πουλάω σπόρους, μπαχαρικά, μικρά φυτά. Τα αγοράζω από ένα γεωπόνο, όποτε καταφέρνω και συγκεντρώνω κάποια χρήματα».
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;