Κατά την παράδοση η φράση «είμαστε για τα πανηγύρια» συνδέεται με την πόλη της Κορίνθου και την οικονομική ευμάρεια που αυτή είχε από τα αρχαία χρόνια.
Σήμερα όμως η φράση βρίσκει άλλη ερμηνεία. Μικρή άκουγα από τη γιαγιά μου πως και στις πιο δύσκολες ημέρες -πόσο μάλλον σήμερα που η κοινωνική συνοχή και η ζωή του καθενός δοκιμάζονται από την πολύπλευρη κρίση- τα τοπικά-λαϊκά πανηγύρια αποτελούσαν μία όαση και μία προσωρινή φυγή. Κι έτσι αποφάσισα φέτος με το παρεάκι να επισκεφθώ ένα από τα χιλιάδες πανηγύρια μας. Δεν έχει σημασία ο τόπος και ο χρόνος. Εκείνο όμως που με συγκλόνισε ήταν πως μέσα από την όλη εμπειρία συνειδητοποίησα αυτό που λένε μέχρι και οι κάμπιες. Η κρίση έχει μειώσει τη διάθεση για διασκέδαση.
Η κρίση έχει φέρει τεράστιο μπέρδεμα στους ανθρώπους, όχι ότι πριν δεν το είχαμε, αλλά τώρα τα βλέπουμε όλα πιο καθαρά. Δεν ωριμάσαμε, απλώς ξεμπούκωσε το τοπίο από τα περιττά, όπως οι έξοδοι, τα ψώνια, τα τραπεζώματα, οι διακοπές, η καλή ζωή, και ξεθολώσαμε. Με απλά λόγια η κρίση ισοπέδωσε κάτι τόνους ψυχαγωγικής απασχόλησης και μας έφερε πίσω στα χωριά μας. O ήχος του κλαρίνου ήταν αυτός που κυριαρχούσε, έως τη στιγμή που ο εκφωνητής αποφάσισε να κάνει την καθιερωμένη κλήρωση της λαχειοφόρου. Κι εκεί ήταν η μεγάλη αποκάλυψη της βραδιάς. Φάνηκε με απλά λόγια το «με μια σταγόνα υγρό σαπούνι πλένονται κι οι δυο και με το ξέπλυμα περνάνε και τα ρούχα»…
Θες η δυσπραγία, η οικονομική κρίση, σε ακριβώς εκείνο το σημείο της βραδιάς φτάσαμε όλοι μας στην τρέλα. Δεν μπορεί να κερδίζεις 20 κιλά καρπούζι, ένα ψητό κοτόπουλο, 4 κιλά λάδια αυτοκινήτου, προζύμι για τραχανά, χυλοπίτες, κουρτίνα μπάνιου, δύο κιλά μπριζόλες, άλλα δύο λουκάνικο και 20 ευρώ βενζίνη και να ’χεις το κουράγιο ακόμη να χαμογελάς, να χορεύεις και να γλεντάς. Τέτοια ανθεκτική φάρα παίζει να είναι μόνο ο Έλληνας στον πλανήτη. Και εκεί αρχίζει και όλος ο προβληματισμός μου. Βάλθηκαν τελικά να μας πεθάνουν αυτοί οι τύποι με τα περίεργα ονόματα;
Ε, όχι δεν μπορούν να μας πεθάνουν, από τη στιγμή που είμαστε προγραμματισμένοι ούτως ή άλλως να πεθάνουμε κάποτε. Το να πεθάνει κανείς είναι δικό του κάρμα, κανείς δεν πεθαίνει με παρέα, είναι αποκλειστικό του κουμάντο και άρα πεθαίνει μόνος του. Δεν πρέπει και δεν μπορούν να τον πεθάνουν οι άλλοι. Και να τον πυροβολήσουν, μόνος του πεθαίνει.
Και ερωτώ: Δεν είναι άδικο έως τραγικό οι προπαππούδες μου να πολέμησαν στους δύο παγκόσμιους πολέμους, να μη φοβήθηκαν, να μην έπαθαν τίποτα μέχρι τα 90 τους -που, τι να κάνουμε, έληξε ο χρόνος τους και μας αποχαιρέτησαν- κι εγώ με δύο, άντε τρία χρόνια οικονομικής κρίσης να ανησυχώ αν θα επιβιώσω; Βρε πώς μας κατάντησαν αυτοί με τα περίεργα ονόματά τους; Να μη βλέπουμε όνειρα στον ύπνο μας, επειδή δεν μπορούμε πια να κάνουμε όνειρα και στον ξύπνιο μας. Και εδώ που τα λέμε, «για να είμαστε και λογικοί, μην είμαστε και πλεονέκτες», για τι πράγμα να κάνουμε όνειρα; Για τη δουλειά; Τις διακοπές; Τους φίλους; Το σπίτι;
Τα 20 κιλά καρπούζι, τις μπριζόλες, τον τραχανά και τις χυλοπίτες που θα κερδίσουμε στη λαχειοφόρο του πανηγυριού; Είμαστε για τα πανηγύρια, φίλοι μου, και το χειρότερο είναι πως ακόμη δεν έχουμε αντιληφθεί ότι δεν μας ψεκάζουν, αλλά μας φτύνουν!
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;