Οταν πριν ακριβώς μία δεκαετία, το 2009, η Ντίσνεϊ εξαγόρασε τη Marvel Studios έναντι 4 δισ. δολαρίων, κάποιοι επισήμαναν πως το ποσό ήταν υπερβολικό. Σήμερα, με το τελευταίο μέρος των «Εκδικητών» να σπάει το φράγμα των 2,8 δισ. εισπράξεων και να περνά έτσι στην πρώτη θέση με τις πιο κερδοφόρες ταινίες όλων των εποχών, οι ισχυρισμοί αυτοί μοιάζουν προφανώς αστείοι, για μια παραγωγό, η οποία κοντεύει να «καταπιεί» τον παγκόσμιο κινηματογράφο.
Οι αριθμοί λένε πως αυτή τη στιγμή το 40% όλης της αγοράς του σινεμά ανήκει στην Ντίσνεϊ και πως κατάφερε να ξεπεράσει (ανακοινώθηκε χθες) το προηγούμενο ετήσιο ρεκόρ των 7,67 δισ. εισπράξεων, το οποίο κατείχε η ίδια από το 2016. Η διαφορά; το συγκεκριμένο επετεύχθη μόνο μέσα στους πρώτους επτά μήνες του τρέχοντος έτους… Είναι προφανές πως στη χώρα του Μίκυ Μάους κάτι κάνουν εξαιρετικά καλά. Πέρα από τις διορατικές κινήσεις εξαγοράς που έγιναν την τελευταία δεκαετία (Marvel, Pixar, Lucas Arts και πιο πρόσφατα η Fox), εκείνο που έκανε τελικά τη διαφορά ήταν αναμφισβήτητα το περιεχόμενο που η Ντίσνεϊ σέρβιρε στο κοινό και εκ του αποτελέσματος φάνηκε τέλεια στοχευμένο.
Οπως, άλλωστε, αποδεικνύεται ξανά και ξανά στην εποχή των σόσιαλ μίντια, δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύτιμο από τη σωστή ψυχολόγηση των ανθρώπων-καταναλωτών. Οταν βρεθεί η συνταγή –και στην περίπτωση των υπερηρώων της Marvel αυτό έγινε πολύ μεθοδικά– το μόνο που απομένει είναι μια γιγαντιαία προωθητική καμπάνια, η οποία δεν θα αφήσει καμιά αμφιβολία για το πόσο «απαραίτητο» είναι να δει κανείς τις νέες ταινίες. Υπολογίζεται πως περίπου το ένα τρίτο του κόστους κάθε τέτοιας παραγωγής αφορά όσα γίνονται εκτός στούντιο, γυρισμάτων, μοντάζ κ.ο.κ. Κάπως έτσι το αρχικό ρίσκο πέφτει σημαντικά, ενώ ακουμπά σχεδόν το μηδέν με τον πρόσφατο καταιγισμό των live action μεταφορών κλασικών κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϊ. Ποιος δεν θα δει μια σύγχρονη εκδοχή του θρυλικού «Βασιλιά των Λιονταριών» (1,2 δισ.) ή των αγαπημένων «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» (1,2 δισ.) και «Αλαντίν» (1 δισ.);
Τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν πως όλες αυτές είναι κακές ταινίες. Ισα ίσα που για να στηριχθεί το οικοδόμημα χρειάστηκαν μερικοί καθοριστικοί τίτλοι όπως ο πρώτος «Iron Man» ή οι αρχικοί «Εκδικητές», φιλμ που έδωσαν ένα σύγχρονο, ποπ άρωμα σε ήδη γνωστούς χαρακτήρες και έχτισαν την έννοια του «ποιοτικού» κόμικ.
Δέκα χρόνια μετά, η συνταγή έχει πια παγιωθεί: εντυπωσιακή δράση που βασίζεται στα πλούσια ειδικά εφέ, ίσες δόσεις χιούμορ-συγκίνησης και ακλόνητη αφοσίωση στην πολιτική ορθότητα.
Το επόμενο μεγάλο στοίχημα για την Ντίσνεϊ είναι να μεταφέρει το συγκεκριμένο καλούπι στο περιβάλλον της διαδικτυακής τηλεόρασης, εκεί όπου το ακλόνητο αφεντικό είναι αυτή τη στιγμή το Netflix. Το Disney+ θα είναι διαθέσιμο στους Αμερικανούς χρήστες στις 12 Νοεμβρίου, με την προοπτική της παγκόσμιας επέκτασης να είναι δεδομένη. Η τηλεόραση όμως αποτελεί αρκετά διαφορετικό πεδίο. Εδώ δεν έχεις τις στρατιές των εφήβων που κατακλύζουν τα multiplex, αλλά κατά βάση ένα ενήλικο κοινό, «εκπαιδευμένο» στη σκληρή βία του «Game of Thrones» και στον απόλυτο κυνισμό του «House of Cards». Είναι σίγουρο πως θα χρειαστεί να σπαταληθούν πολλά από τα μεγάλα κέρδη των τελευταίων ετών προκειμένου ο Μίκυ να κερδίσει και αυτή τη μάχη. Ηδη, χθες, ανακοινώθηκαν ζημίες ύψους 553 εκατ. δολαρίων για το τελευταίο τρίμηνο, ενώ και η μετοχή της εταιρείας σημείωσε σημαντική πτώση.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;