Mε τη ευκαιρία της επίσκεψης του Υπουργού Επικρατείας της Τουρκίας κ. Μπαγίς στην Θράκη, τις δηλώσεις του κ Ερντοάν για την Σχολή της Χάλκης, καθώς επίσης και την όξυνση που έχει δημιουργηθεί ξανά, σχετικά με το Μειονοτικό ζήτημα των Ελλήνων Μουσουλμάνων, είναι χρήσιμο να επιχειρήσουμε μια επανεκτίμηση σε αυτό το από δεκαετίες λιμνάζον θέμα, που δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο χωρών.
Είναι περιττό να υπενθυμίσει κανείς προς τους επαΐοντες, ιδίως δε στον άριστα καταρτισμένο κ. Μπαγίς, ότι το πλαίσιο της παρουσίας και τα δικαιώματα τόσο των Ελληνικής Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, όσο και της Μουσουλμανικής Μειονότητας στην Θράκη ορίζονται και ρυθμίζονται μέχρι λεπτομερείας, από την Συνθήκη της Λοζάνης το 1923. Συμπληρωματικές πρόνοιες έχουν περιληφθεί στο Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930.
Πριν από την Λοζάνη, όταν η Ελλάδα προσάρτησε την Θράκη το 1920, έσπευσε όπως όφειλε να κατοχυρώσει αμέσως τα δικαιώματα του «συμπαγούς Μουσουλμανικού στοιχείου» της περιοχής με τον Νόμο 2345/1920.
Η Συνθήκη της Λοζάνης, δεν αναγνωρίζει τον προσδιορισμό «Τούρκοι» για τους Μουσουλμάνους της Θράκης στον οποίο επιμένει η Άγκυρα, αλλά για Μουσουλμανική θρησκευτική μειονότητα. Η Συνθήκη αυτή παρά την τεράστια διεθνή σημασία της, έχει παραβιαστεί αναρίθμητες φορές από αμφότερες της πλευρές σε μείζονος σημασίας μειονοτικά (και άλλα) θέματα: Η ιθαγένεια, το δικαίωμα εγκατάστασης, η απόκτηση περιουσίας, η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, ο σεβασμός των χώρων λατρείας, η εκπαίδευση των νέων, η εκλογή θρησκευτικών ηγεσιών, τα θρησκευτικά μουσουλμανικά δικαστήρια, ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός των μειονοτικών πολιτών, η Χάλκη, είναι μερικά από αυτά, με κορυφαίο τραυματικό «επίτευγμα» αυτής της πολιτικής, την αποψίλωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.
Η συμπεριφορά αυτή, ανεξαρτήτως του ποια πλευρά βαραίνει ή πλήττει περισσότερο, υπήρξε προϊόν αθεράπευτων εθνικών τραυμάτων και μακροχρόνιου φυλετικού ανταγωνισμού, που δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν ούτε οι διεθνείς συνθήκες, ούτε τα σύμφωνα φιλίας, ούτε οι οραματισμοί των Βενιζέλου-Κεμάλ, ούτε τα βήματα που έχουν πράγματι γίνει, ιδίως τα 10 τελευταία χρόνια. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι αγκυλώσεις αυτές κατέστησαν οιονεί όμηρους και θύματα των διμερών σχέσεων, τους Μουσουλμάνους της Ελλάδας και τους Ρωμιούς της Τουρκίας.
Αποτελεί ιστορικό παράδοξο ότι την «χρυσή» δεκαετία του 1930 οι κυβερνήσεις των δύο χωρών είχαν αναπτύξει άριστες δυνατότητες συνεννόησης στα μειονοτικά –και όχι μόνον –ζητήματα, με αποτέλεσμα να επιλυθούν εκκρεμότητες πολλών ετών μεταξύ των οποίων και η αναγνώριση του Πατριάρχη, όπως άλλωστε προνοούσε η Συνθήκη της Λοζάνης. Οι σημερινοί διπλωμάτες της Τουρκίας και της Ελλάδας αξίζει να μπουν στον κόπο και να διαβάσουν το υπόμνημα για το Οικουμενικό Πατριαρχείο του Στ. Πολυχρονιάδη, Πρέσβη της Ελλάδας στην Άγκυρα, που επέδωσε η Κυβέρνηση Βενιζέλου στην Τουρκία στις 2 Μαρτίου 1931. Ο Ισμέτ Ινονού και ο Ρουσδού Αράς που αντιλήφθηκαν την ορθότητα των εξαιρετικών πράγματι επιχειρημάτων του υπομνήματος και την ευνοϊκή προοπτική που ανοίγονταν για τα συμφέροντα της χώρας τους, έδωσαν εντολή να τακτοποιηθεί το μείζον αυτό θέμα. Όπως και έγινε.
Αντίθετα σήμερα, οι διαφορές εκτιμήσεων και πολιτικής βούλησης στα προβλήματα των δύο μειονοτήτων, εμφανίζονται αγεφύρωτες. Πως μπορεί λ.χ. να γίνει λογικά αντιληπτή η εξομοίωση ή η αμοιβαιότητα του ζητήματος της εκλογής Μουφτήδων στην Θράκη και η ανέγερση τζαμιών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που παραμένει κλειστή εδώ και 42 χρόνια;
Εν ολίγοις, όποιο μειονοτικό δικαίωμα αναγνωρίζεται ή απορρίπτεται από την μία πλευρά, θεωρείται άδικο, στρεβλό, ανεπαρκές ή δόλιο από την άλλη και ως εκ τούτου καθίσταται αυτομάτως υλικό πολιτικής εκμετάλλευσης. Τα μείζονα ζητήματα, οι χρονίζουσες εκκρεμότητες, αφήνονται άλυτες στο έλεος του χρόνου. Και σε οποιαδήποτε εκτός διπλωματικής ατζέντας αναμόχλευση τους, επιδεινώνεται το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών και μαζί η θέση των μειονοτικών πολιτών τους σε αυτές. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι σημαίνει να ζεις ως μειονοτικός πολίτης στην πατρίδα σου», έλεγε ένας παλιός, επιφανής και σοφός Ξανθιώτης Μουσουλμάνος.
Το θέμα της εκλογής του Μουφτή στο οποίο αναφέρθηκε και ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας κ. Ερντοάν φαίνεται να χρονίζει εδώ και 82 χρόνια. Στην εφημερίδα της Πόλης «Χρονικά» τον Ιούλιο του 1930 υπάρχει καταχωρημένη έντονη διαμαρτυρία Μουσουλμάνων της Ξάνθης για παραβίαση των δικαιωμάτων τους με τον διορισμό από τις Ελληνικές αρχές Μουφτή «αγνώστου εις πάντας». Οι Ξανθιώτες Μουσουλμάνοι υπενθυμίζουν στην διαμαρτυρία τους ότι η Συνθήκη της Λοζάνης τους δίνει το δικαίωμα να αναδεικνύουν οι ίδιοι τον Μουφτή και τα κοινοτικά τους όργανα μέσα από εκλογική διαδικασία. Μέχρι σήμερα ο διορισμένοι Μουφτήδες παρά την διακριτικότητα και την σύνεση που τους διακρίνει, δεν τυγχάνουν της καθολικής αποδοχής του ποιμνίου τους.
Είναι εντελώς άγνωστο, ότι το θέμα του Μουσουλμανικού τεμένους, το οποίο επίσης έθιξε έντονα ο κ. Ερντοάν, εκκρεμεί τουλάχιστον στην Θεσσαλονίκη από το 1952. Γιατί; Διότι αποτελεί αθέτηση μιας ρητής δέσμευσης της κυβέρνησης Πλαστήρα, προς τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας αείμνηστο Α. Μεντερές όταν την άνοιξη εκείνης της χρονιάς επισκέφτηκε την πόλη. Ο τότε Υπουργός Βορ. Ελλάδος Στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, αφηγείται στην «Αυτοβιογραφία» του: «Με επήρε στο τηλέφωνο ο αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Εξωτερικών Σοφοκλής Βενιζέλος και μου είπε… να περιποιηθώ πολύ την Τουρκική αντιπροσωπεία και να αναγγείλω εις αυτήν ότι η Ελληνική Κυβέρνησις παραχωρεί ένα από τα 17 τζαμιά που ήταν κλειστά εις Θεσσαλονίκην, δια να προσεύχονται αυτοί και οι διερχόμενοι εκείθεν Μουσουλμάνοι και ότι το τζαμί αυτό θα επισκευαζόταν δαπάναις και μερίμνη της Τουρκικής κυβερνήσεως». Κανένα τζαμί δεν αποδόθηκε ποτέ στους χιλιάδες πιστούς του Ισλάμ που διαμένουν ή διέρχονται από την Θεσσαλονίκη, μια πόλη με τόσο έντονη διαπολιτισμική κληρονομιά. Ο κ. Ερντοάν σωστά υπενθυμίζει την απόδοση στην Χριστιανική λατρεία έστω και μια φορά τον χρόνο, της πολυθρύλητης Μονής Σουμελά στον Πόντο.
Παραμένει επίσης στην σκιά των σχέσεων Ελλάδας –Τουρκίας μια σειρά άγνωστων, η σκόπιμα λησμονημένων πράξεων των Ελληνικών αρχών που σχετίζονται με το Μειονοτικό. Αξίζει η επαναφορά τους στο άπλετο φώς.
Χάριν της Ελληνοτουρκικής φιλίας και προκειμένου να βελτιώσει τις συνθήκες των ομογενών της Πόλης, η Κυβέρνηση Βενιζέλου δέχτηκε το 1930 να απομακρύνει από την Θράκη, περίπου 150 ανεπιθύμητους στο Κεμαλικό καθεστώς, Μουσουλμάνους. Επρόκειτο για Ισλαμιστές, οπαδούς του Σουλτανικού Θεοκρατικού παρελθόντος που είχαν καταφύγει από την Τουρκία στην Ξάνθη και την Κομοτηνή, καθώς και συντηρητικούς Παλαιότουρκους της περιοχής που δεν ήθελαν την μεταρρυθμιστική εκκοσμίκευση που επέβαλε αμείλιχτα ο Κεμάλ στην χώρα του. Ο Βενιζέλος διευκρίνισε τότε στην Βουλή ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν ήταν έλληνες πολίτες, ότι οι ίδιοι ζήτησαν να μεταφερθούν στην Συρία ή την Αίγυπτο και ότι το Ελληνικό Κράτος θα κάλυπτε τα έξοδά τους για να μην μεταβληθούν «σε επαιτούντες». Με την απόφαση του Βενιζέλου ήταν απόλυτα σύμφωνος και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. «Η απόφαση της Ελλάδας, έλεγε, να συνάψει στενότερες σχέσεις με την Τουρκία την υποχρέωνε να μην καλλιεργεί εστίες δυσαρέσκειας στο έδαφος της»
Με την αναχώρηση των ανεπιθύμητων, οι δάσκαλοι που ήρθαν από την Τουρκία επέβαλαν στους Μουσουλμάνους της Θράκης την Κεμαλική μεταρρύθμιση. Σιγά σιγά η θρησκευτική μειονότητα απέκτησε Τουρκική εθνική συνείδηση. Ωστόσο η Ελλάδα ήταν εκείνη που έβαλε την τελευταία πινελιά στον επίμαχο όρο που η ίδια σήμερα –και η Συνθήκη της Λοζάνης- δεν αποδέχονται επίσημα. Στις 28 Ιανουαρίου 1954 ο Γενικός Διοικητής Θράκης Γ. Φεσσόπουλος υπέδειξε στους μειονοτικούς δημάρχους, προέδρους κοινοτήτων και σωματείων να κάνουν εφ εξής χρήση του «Τουρκικός», αντί του «Μουσουλμανικός» στα επίσημα έγγραφα, τις σφραγίδες και τις πινακίδες τους που ίσχυε έως τότε. Επρόκειτο όπως διευκρίνιζε, για ρητή εντολή του Προέδρου της Κυβερνήσεως Α. Παπάγου.
Όταν τον Οκτώβριο του 1931 ήρθαν στην Αθήνα ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού και ο Υπουργός Εξωτερικών Ρουσδού Αράς, πληροφόρησαν τον Βενιζέλο ότι «μετά την απομάκρυνση των ανεπιθύμητων το 50% των Μουσουλμάνων της Δυτ. Θράκης εδέχθησαν τους λατινικούς χαρακτήρες στην Τουρκική γλώσσα». Μαζί με την Αραβική γραφή, εξαφανίστηκαν στην Θράκη το φέσι και ο φερετζές. Και αφού το πείραμα είχε πετύχει, οι δύο επιφανείς Τούρκοι, πρότειναν στον Βενιζέλο να καταργήσει στην επόμενη φάση τα θρησκευτικά δικαστήρια των Μουσουλμάνων της Δ. Θράκης. Το θέμα εκκρεμεί μέχρι σήμερα. Η Τουρκία από την πλευρά της δεν τήρησε τότε σχεδόν καμιά από τις δεσμεύσεις της.
ΧΡΙΣΤΟΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ*
*Ο Χρ. Χριστοδούλου είναι Δημοσιογράφος και Συγγραφέας. Το άρθρο αυτό γράφτηκε ειδικά για το «Εμπρός» της Ξάνθης και τα «Χανιώτικα Νέα» της Κρήτης.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;