mousopoulos gri best

O Mπουκόφσκι και η “άλλη” ποίηση. Του Θ. Μουσόπουλου

29 Ιουλίου 201518:00

Με το κείμενό μου αυτό θέλω να θίξω το θέμα του ρόλου των πνευματικών ανθρώπων που «εφάπτονται»bukowski

  Την ποίηση και γενικότερα τη δημιουργία του Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι (Henry Charles Bukowski, 16 Αυγούστου 1920 — 9 Μαρτίου 1994) τη συνδύασα με τον Αλέξη Τραϊανό (1944 – 1980), γιατί σε δικές του μεταφράσεις πρωτοδιάβασα αρκετά έργα του αμερικανού ομότεχνού του.

τραιανος Ο Αλέξης Τραϊανός (ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Ζαβατάρη) έζησε μερικά χρόνια στην Ξάνθη, τον γνώρισα, μέσω του Στέφανου Ιωαννίδη, δημοσιεύσαμε έργα του στα “Θρακικά Χρονικά”, έτσι γνώρισα και την ποίησή του. Έγραψα κάποια κείμενα για το έργο του, μια και έζησε κάμποσα χρόνια στην Ξάνθη. Ο Μπουκόβσκι πέθανε από λευκαιμία, ενώ ο Αλέξης έφυγε μόνος του, το 1980. Τη χρονιά εκείνη δημοσίευσε στη σειρά “Οι ποιητές του κόσμου” στη Μικρή Εγνατία, επιλογή από το έργο του Μπουκόβσκι, βιβλιαράκι με 65 σελίδες, με εισαγωγή που είχε γράψει τον προηγούμενο χρόνο, το Μάρτη 1979. Τον Απρίλη επίσης του 1979 σε μετάφρασή του και εκτεταμένη εισαγωγή στις εκδόσεις ΑΣΕ έχουμε το σημαντικό βιβλίο “Μεταπολεμική Αμερικανική Ποίηση” (σελ. 358), όπου περιέχονται ποιήματα και βιογραφικό του Μπουκόβσκι (σελ. 118 – 129, αφιερωμένα στη Δήμητρα Λαμπαδαρίδου). Το κείμενό μου αυτό σκόπευα να το γράψω το 2014 που ήταν τα είκοσι χρόνια από το θάνατο του Μπουκόβσκι, ποτέ δεν είναι αργά. Το αφιερώνω και στη μνήμη του Αλέξη Τραϊανού.

  Τον Μπουκόβσκι όπως και τον Αλέξη Τραϊανό θα τους ενέτασσα στους λεγόμενους “καταραμένους ποιητές”, για διαφορετικούς λόγους τον καθένα. Για τούτο και στον τίτλο του άρθρου μου μιλώ για “άλλη” ποίηση. Θα πούμε δυο λόγια γι’ αυτή τη διάκριση.

  Οι Καταραμένοι Ποιητές (γαλλικά: Les Poètes Maudits) είναι ποιητές που διάγουν τη ζωή τους έξω από τα κοινωνικά πλαίσια ή και ενάντια σε αυτά. Η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, η τρέλα, το έγκλημα, η βία, και γενικά κάθε μη αποδεκτή κοινωνική πράξη, όπως και ο πρόωρος θάνατος είναι τυπικά στοιχεία της βιογραφίας ενός καταραμένου ποιητή.

  Ο πρώτος καταραμένος ποιητής υπήρξε ο Φρανσουά Βιγιόν (1431-1474 περίπου).Τυπικά παραδείγματα καταραμένων ποιητών κατά τον δέκατο ένατο αιώνα υπήρξαν οι Σαρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν και Αρθούρος Ρεμπώ.

  Θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε επίσης τον Στεφάν Μαλαρμέ, τον Γουίλιαμ Μπλέικ, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, αλλά και τους Έλληνες ποιητές Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Μήτσο Παπανικολάου, Ρώμο Φιλύρα, Κώστα Καρυωτάκη, κι από τους σύγχρονους την Κατερίνα Γώγου, το Νικόλα Άσιμο κ.ά.

  Ένα γνωστό σχετικό ποίημα του Κ. Καρυωτάκη θα κλείσει αυτό το εισαγωγικό σχόλιο για την “άλλη” ποίηση.

“Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων”

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν. τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με “Τιμωρίες” την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ έζησαν νεκροί,
η αθανασία τους είναι χαραγμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δοσμένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ΄ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
“Ποιος άδοξος ποιητής” θέλω να μου πούνε
“την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που΄ναι;”

 

  Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου του 1920, στη γερμανική πόλη Άντερναχ (Andernach). H μητέρα του ήταν Γερμανίδα και ο πατέρας του ένας Πολωνο-Αμερικάνος στρατιώτης, ο οποίος ήταν μέλος της στρατιωτικής δύναμης που είχε παραμείνει στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικογένεια μετανάστευσε στο Λος Άντζελες όταν ο Τσαρλς ήταν μόλις δύο ετών, ένα μέρος που τον επηρέασε πάρα πολύ στα γραπτά του. O πατέρας του Τσαρλς αναφέρεται συχνά κι από τον ίδιο ως αρκετά βίαιος και στενόμυαλος άνθρωπος. Συχνά ήταν άνεργος και έβγαζε τον πόνο και την αγωνία του πάνω στον Τσαρλς, δέρνοντάς τον επανειλημμένα μέχρι τα δέκα του χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν ο Μπουκόβσκι να αρχίσει να νιώθει την εγκατάλειψη και την απομόνωση, και να μένει συνειδητά άπραγος με την έννοια της εναντίωσης, όχι μόνο απέναντι στον πατέρα του, αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία.

  Κατά τα σχολικά του χρόνια, ο Μπουκόβσκι διάβασε πολύ. Όταν αποφοίτησε, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία, ώστε να γίνει συγγραφέας. Ένα χρόνο μετά, η μητέρα του έγινε έξαλλη όταν ανακάλυψε κάποια κείμενά του, με τα οποία και τάισε τη μηχανή κουρέματος του γκαζόν. Ο Μπουκόβσκι έφυγε από το σπίτι του και έζησε σαν αλήτης ταξιδεύοντας προς την Ατλάντα.

  Όταν η Αμερική πήρε μέρος ενεργά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι φίλοι του και κυρίως ο πατέρας του, τον πίεσαν να καταταγεί στο στρατό. Στις 22 Ιουλίου 1944, με τον φονικό πόλεμο να μαίνεται, ο Μπουκόβσκι είχε την πρώτη του συνάντηση με το FBI (από το οποίο θα γινόταν αργότερα στόχος χρόνιων παρακολουθήσεων): ήταν στη Φιλαδέλφεια όταν συνελήφθη για λιποταξία. Αφού κλείστηκε στη φυλακή για 17 μέρες, δεν πέρασε μετά τα ψυχομετρικά τεστ της στρατολογίας και πήρε έτσι την πολυπόθητη απαλλαγή στράτευσης. Ο Μπουκόβσκι δεν ένιωθε πως ήθελε να πάει στον πόλεμο, κι έτσι ξεκίνησε μια ζωή περιφερόμενου άστεγου. Κατέληξε για λίγο καιρό στη Νέα Υόρκη, όπου την περίοδο του πολέμου και σε ηλικία 24 ετών, δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα “Aftermath of a Lengthy Rejection Slip” στο περιοδικό Story Magazine. Η Νέα Υόρκη δεν τον κέρδισε, όμως, και σύντομα έφυγε για πιο φιλόξενα μέρη.

  Ο Μπουκόβσκι απογοητεύτηκε από τη αργή διαδικασία εκδόσεων των έργων του, και σταμάτησε το γράψιμο για περίπου μία δεκαετία. Έζησε σε διάφορες πόλεις των Η.Π.Α, αλλά κυρίως στο Λος Άντζελες. Την περίοδο αυτή έκανε μια σειρά από απίθανες και περίεργες δουλειές, ενώ κοιμόταν σε φτηνά, ενοικιαζόμενα δωμάτια. Το 1955 μπήκε αιμορραγώντας εσπευσμένα στο νοσοκομείο απόρων, έχοντας “κερδίσει” ένα έλκος στομάχου, που παρά λίγο να τον σκοτώσει. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, ο Μπουκόβσκι ξεκίνησε να γράφει ποίηση. Αν και εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αυθεντικούς και με σημαντικότατη επιρροή μεταπολεμικούς ποιητές, ο Μπουκόβσκι δεν έτυχε αναγνώρισης στην Αμερική.

  Παντρεύτηκε την Μπάρμπαρα Φράι (Barbara Frye), η οποία εξέδιδε το ποιητικό περιοδικό Harlequin και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του Μπουκόβσκι. Ο γάμος τους κράτησε περίπου δύο χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπουκόβσκι ξαναγύρισε στο πιοτό, στην ποίηση, αλλά και στο ταχυδρομείο ως ταμίας, μια θέση την οποία κράτησε για πάνω από δώδεκα χρόνια.

  Η πρώτη του ποιητική συλλογή “Flower, Fist and Bestial Wail” εκδόθηκε το 1959 σε ένα φυλλαδιάκι σε 200 αντίτυπα. Λίγο αργότερα, ο Jon Edgar Webb ο οποίος εξέδιδε το περιοδικό “The Outsider”, εντυπωσιάστηκε από τα ποιήματα του Μπουκόβσκι και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του. Αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος στον Μπουκόβσκι με τίτλο “Outsider of the Year”, και τελικά αποφάσισε να εκδώσει μια συλλογή της ποίησης του Μπουκόβσκι. Ο Μπουκόβσκι άρχισε να αποκτά φήμη σε underground περιοδικά και εφημερίδες, ενώ ξεκίνησε και μια στήλη στην εφημερίδα “Open City” του Λος Άντζελες, με το όνομα “Σημειώσεις ενός πορνόγερου” (“Notes of a Dırty Old Man”).Τα κείμενα της στήλης αυτής εκδόθηκαν αργότερα σε ξεχωριστό βιβλίο.

  Ο Μπουκόβσκι απέκτησε μεγάλη φήμη στο εξωτερικό, και κυρίως στη Γερμανία, όπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας εκεί. Φήμη απέκτησε ακόμη στη Γαλλία αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, όχι όμως και στις Η.Π.Α., όπου το κοινό δεν τον αποδέχθηκε, εκτός από ένα περιορισμένο αριθμό φανατικών οπαδών του. Ο ίδιος ο Μπουκόβσκι φερόταν προκλητικά, και βοήθησε να γίνει το όνομά του διαβόητο, προκαλώντας συνεχώς αρνητικές κριτικές εναντίον του.

  Το 1964 υποδέχθηκε στη ζωή την κόρη του, τη Μαρίνα Λουίζ Μπουκόφσκι, καρπό του δεσμού του με τη «λευκομαλλούσα χίπισσα», όπως την έλεγε ο ποιητής, Frances Smith…

  Ο Μπουκόβσκι μας χάρισε επίσης ζωντανές ηχογραφήσεις των έργων του: ξεκινώντας το 1962 από ραδιοφωνικό σταθμό του Λος Άντζελες, έκανε μια μακρά σειρά από ηχητικές καταγραφές της φωνής του να απαγγέλει ποιήματα και διηγήματα, κάτι που συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70.
  Το 1969 ο Τζον Μάρτιν (John Martin), εκδότης των Black Sparrow Press, δίνει 100$ το μήνα στον Μπουκόβσκι για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί μόνο με τη συγγραφή. Ο Τσαρλς παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Όπως εξήγησε κι ο ίδιος αργότερα σε ένα γράμμα: “Έχω μία από τις δύο επιλογές — να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ… ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας.”. Σε λιγότερο από ένα μήνα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο που ήταν το Ταχυδρομείο (Post Office), το οποίο εκδόθηκε το 1971.

  Το 1976 ο Μπουκόβσκι γνώρισε την Λίντα (Linda Lee Beighle), ιδιοκτήτρια ενός εστιατορίου. Δυο χρόνια αργότερα, το ζευγάρι μετακόμισε από την περιοχή του ανατολικού Χόλλυγουντ όπου ο Μπουκόβσκι είχε ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, στην κοινότητα του San Pedro, τη νοτιότερη περιοχή του Λος Άντζελες. Παντρεύτηκαν το 1985. O Τσαρλς Μπουκόβσκι, πέθανε από λευχαιμία στις 9 Μαρτίου 1994, στο San Pedro της Καλιφόρνια σε ηλικία 73 ετών, λίγο καιρό αφότου είχε τελειώσει το τελευταίο του βιβλίο “Αστυνομικό” (Pulp). Πάνω στον τάφο του είναι γραμμένες οι λέξεις “Μην Προσπαθείς” (Don’t Try). Σύμφωνα με τη γυναίκα του, το νόημα των παραπάνω λέξεων έχει να κάνει με τις παρακάτω φράσεις: “Εάν σπαταλάς όλη σου την ώρα προσπαθώντας, τότε το μόνο που πράττεις είναι να προσπαθείς. Γι’ αυτό μην προσπαθείς. Πράξε” (“If you spend all your time trying, then all you’re doing is trying. So don’t try. Just do”).

  Ήταν πραγματικά ένας πολύ παραγωγικός συγγραφέας. Έγραψε χιλιάδες ποιήματα, εκατοντάδες διηγήματα και έξι μυθιστορήματα, με αποτέλεσμα να εκδοθούν πάνω από 50 βιβλία του. Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζουν και εκδίδονται βιβλία του με ανέκδοτο υλικό.

  Σημαντική επιρροή στο έργο του άσκησαν οι Άντον Τσέχοφ, Κνουτ Χάμσουν, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι D.H. Lawrence και άλλοι, στους οποίους και αναφερόταν συχνά. Πολύ μεγάλη επιρροή είχε επίσης πάνω του και το Λος Άντζελες, και ήταν ένα από τα αγαπημένα του θέματα. Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1974, είχε πει χαρακτηριστικά: “Μένεις σε μια πόλη όλη σου τη ζωή, και καταλήγεις να ξέρεις κάθε δρόμο. Γνωρίζεις ολόκληρο το χωροταξικό σχέδιο της πόλης. Έχεις μια εικόνα του που βρίσκεσαι. … Από τότε που μεγάλωσα στο Λ.Α., είχα πάντα τη γεωγραφική και πνευματική αίσθηση ότι ήμουν εδώ. Είχα αρκετό χρόνο να μάθω την πόλη. Δεν μπορώ να δω άλλο μέρος εκτός από το Λ.Α.”

  Η εγκατάλειψη, ο πόνος, η φτώχεια, η απελπισία, εκφράζονται όλα μέσω των πρώιμων έργων του Μπουκόβσκι. Οι άνθρωποι που καταστράφηκαν επειδή δεν τους δόθηκε μια ευκαιρία, ή επειδή απλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο στις ζωές τους. Αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, άνθρωποι που ζουν την κάθε στιγμή, χωρίς να περιμένουν τίποτα από το αύριο. Ο Μπουκόβσκι κατάφερε να διεισδύσει στις ψυχές αυτών των ανθρώπων, και να παρουσιάσει τα ταλέντα τους, τις προσωπικότητές τους, την ανθρωπιά τους. Απεικόνισε γλαφυρά τη διαφθορά της αστικής ζωής και τους κατατρεγμένους της αμερικανικής κοινωνίας. Με τρόπο λυρικό και όχι επιθετικό, κατακρίνει τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς και τον πόλεμο, το αμερικάνικο όνειρο και ολόκληρη την κοινωνία. Τα έργα του άσωτου Μπουκόβκσι δεν είναι γραμμένα με λέξεις, αλλά με συναίσθημα, εμπειρία και φαντασία, χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα, βίαιες περιγραφές και ωμή σεξουαλικότητα, προκαλώντας έτσι τα πουριτανικά ήθη της εποχής. Ο «πρίγκιπας του αμερικανικού περιθωρίου», όπως τον αποκάλεσε το περιοδικό Time το 1986, μάγεψε το βιβλιόφιλο κοινό της Ευρώπης κυρίως, χαρίζοντας ωμές καταγραφές από φέτες ζωής που ανήκουν σε άλλους κόσμους, αυτούς που κρύβονται συνήθως στο σκοτάδι και το περιθώριο της ευημερούσας κοινωνίας…

  Μετά τη σχετική αναγνώρισή του και την εξέλιξη της κοινωνικής του κατάστασης, ο Μπουκόβσκι αλλάζει λίγο και τη θεματολογία του. Παύει να μιλά μόνο για ιστορίες χαμένων ανθρώπων. Συναναστρεφόμενος με διαφορετικούς ανθρώπους, διανθίζει τα έργα του με σαρκαστικά σχόλια για την καινούρια του ζωή, ωριμάζοντας και μαλακώνοντας λίγο το ύφος του.

  Από τη στιγμή του θανάτου του, ο Μπουκόβσκι έχει γίνει θέμα πάμπολλων άρθρων κριτικής απέναντι στη ζωή και το έργο του. Αν και αγαπήθηκε από πολλούς απλούς ανθρώπους και έγινε σύμβολο για ανθρώπους με ανικανότητες ή προβλήματα αλκοολισμού, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί έχουν δώσει ελάχιστη σημασία στα γραπτά του. Θεωρείται όμως από πολλούς ως ένας πολύ σπουδαίος ποιητής, με μεγάλη επιρροή και πατέρας του κινήματος του βρώμικου ρεαλισμού. Οι Ζαν Ζενέ και Ζαν-Πωλ Σαρτρ τον είχαν χαρακτηρίσει ως τoν “μεγαλύτερο ποιητή” της Αμερικής.
  Θα παραθέσουμε αποσπάσματα από κείμενα, κυρίως ποιήματα, του Μπουκόβσκι, που δείχνουν τις ευαισθησίες και το δυνατό του λόγο. Είναι ένας δείκτης του εικοστού αιώνα σημαντικός. Εκτός από μας, τους “καθώς πρέπει” ποιητές και γενικότερα πνευματικούς ανθρώπους, υπάρχουν και “άλλοι”.

Το πρόσωπο ενός πολιτικού υποψηφίου σε ένα πίνακα διαφημίσεων της πόλης

να τος
όχι πολλά μεθύσια
όχι πολλοί καυγάδες με γυναίκες
όχι πολλά κλαταρισμένα λάστιχα
ποτέ δε σκέφτηκε την αυτοκτονία

όχι περισσότεροι από τρεις πονόδοντοι
ποτέ δεν έχασε γεύμα
ποτέ δεν έκανε φυλακή
ποτέ δεν ερωτεύτηκε

7 ζευγάρια παπούτσια
ένας γιος στο πανεπιστήμιο
αμάξι ενός έτους
ασφαλιστήρια συμβόλαια
ένα πολύ πράσινο γρασίδι
κάδοι σκουπιδιών καλά σφραγισμένοι
θα εκλεγεί.

Ερωτεύτηκα

δεν υπήρχε ζωντανό πλάσμα τόσο βρώμικο όσο εγώ
και όλα τα ποιήματα μου ήταν
εσφαλμένα.

Αγκάλιασε το σκοτάδι

ο σάλος είναι ο θεός
η τρέλα είναι ο θεός

όταν ζεις μονίμως ήρεμα
ζεις μονίμως το θάνατο.

Ποτέ

………………………………….

Η ικανοποίηση μεταξύ των αγωνιών
είναι το ελιξίριο της ύπαρξης.

Ας διασκεδάσουμε

…………………………………

Υπάρχει ένας άνθρωπος εκεί κάτω
κι απλά κάθεται στην βεράντα του.
υπάρχουν άνθρωποι που έχουν περάσει μια ολόκληρη ζωή
χωρίς να έχουν ανοιγοκλείσει τα μάτια τους.

αυτοί μπορεί να είναι οι σοφοί.
εγώ δεν είμαι ένας απ’ αυτούς.
εγώ ακόμη πολεμάω δράκους στο μπουντρούμι
του ύπνου μου.

γι’ αυτό αν θες να με στείλεις στην κόλαση
μια ώρα αρχύτερα
τότε ανάγκασέ με να περάσω μια ολόκληρη μέρα
στην Ντίσνεϋλαντ.

Μπλε πουλί

…………………………..

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο,
του λέω,
μείνε εκεί,
θες να με μπλέξεις;
Θες να καταστρέψεις
τις δουλειές μου;
Θες να χαλάσεις τις πωλήσεις των βιβλίων μου
στην Ευρώπη;

Πώς είναι η κατάσταση

πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη
φτώχεια
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη
φήμη.

κι αν δεν σπάσεις
με κανένα από τα δύο
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι
όπως οι κοινές ασθένειες
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο
θάνατο.

οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν
απ’ αυτό
όπως ήταν
κανονισμένο εξάλλου

από σεισμό
κατακλυσμό
πείνα
οργή
αυτοκτονία
απελπισία
ή απλά
από σοβαρό έγκαυμα
στη μύτη
την ώρα που ανάβεις
το τσιγάρο σου.

Ώστε θέλεις να γίνεις συγγραφέας;

………………………………………….

αν προσπαθείς να γράψεις σαν κάποιον
άλλο,
καλύτερα ξέχνα το.

αν χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να ουρλιάξει από
μέσα σου,
τότε περίμενε υπομονετικά.
κι αν δεν ουρλιάξει ποτέ από μέσα σου,
κάνε κάτι άλλο.
αν πρέπει πρώτα να το διαβάσεις στη γυναίκα σου
ή στη φιλενάδα ή στον φίλο σου
ή στους γονείς σου ή σε οποιονδήποτε,
τότε δεν είσαι έτοιμος.

μην είσαι σαν τόσους άλλους συγγραφείς,
μην είσαι σαν τόσες άλλες χιλιάδες
ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται συγγραφείς,
μην είσαι πληκτικός και βαρετός και
ξιπασμένος, μην κατατρώγεσαι από την αυτο-
λατρεία σου.
οι βιβλιοθήκες του κόσμου
χασμουριούνται
από τη νύστα
μπροστά στο είδος σου.
μην προσθέτεις σε αυτό.
μην το κάνεις.
……………………………………….

όταν θα ‘ναι στ’ αλήθεια η ώρα,
και αν είσαι ο εκλεκτός,
θα συμβεί από
μόνο του και θα συνεχίσει να συμβαίνει
μέχρι που θα πεθάνεις ή που θα πεθάνει μέσα σου
αυτό.
δεν υπάρχει άλλο τρόπος.
και ποτέ δεν υπήρξε.

Από τα τελευταία ποιήματα, στο νοσοκομείο είναι το επόμενο που παραθέτουμε :

Το πρώτο ποίημα πάλι

64 μέρες και νύχτες σε αυτό
το μέρος, χημειοθεραπεία,
αντιβιοτικά, αίμα να τρέχει μες
στον καθετήρα.
λευχαιμία.
ποιος, εγώ;
στην ηλικία των 72 είχα αυτή την ηλίθια εντύπωση πως
απλώς θα πέθαινα γαλήνια στον ύπνο μου
αλλά
οι θεοί το θέλουν διαφορετικά.
κάθομαι μπροστά σ’ αυτή τη μηχανή, διαλυμένος,
μισοπεθαμένος,
τη Μούσα γυρεύοντας ακόμη,
μα μόνο προσωρινά έχω επιστρέψει·
και τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο.
δεν ξαναγεννήθηκα, γυρεύω
μόνο
λίγες ακόμη μέρες, λίγες ακόμη νύχτες,
σαν
αυτήν

εδώ.

  Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο βρήκα μια ενδιαφέρουσα δημοσίευση με τίτλο: Οι 10 συμβουλές του Τ. Μπουκόβσκι για μια καλή ζωή – είναι αποσπάσματα από έργα του και κάποια σχόλια. Θα παραθέσω κάποια δείγματα.

«Ποτέ δεν γνώρισα κανέναν άλλο άνδρα, ο οποίος θα προτιμούσα να είμαι. Και ακόμα και αν αυτό είναι μια αυταπάτη, είναι μια τυχερή αυταπάτη».

«Αυτό που είναι τρομερό, δεν είναι ο θάνατος αλλά οι ζωές που οι άνθρωποι ζουν ή δεν ζουν μέχρι να πεθάνουν» – «Μερικοί άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ. Πραγματικά τι απαίσιες ζωές θα πρέπει να ζουν».

«Πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές, πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις»

«΄Εχω τον θάνατο μέσα στην αριστερή μου τσέπη. Μερικές φορές τον βγάζω έξω και του μιλάω: Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις; Πότε θα έλθεις να με πάρεις; Θα είμαι έτοιμος» – «Δεν υπάρχει τίποτα για να θρηνήσεις για τον θάνατο, περισσότερο απ’ ότι δεν υπάρχει για να θρηνήσεις για ένα λουλούδι που μεγαλώνει».

«Το πρόβλημα με τον κόσμο είναι ότι οι έξυπνοι άνθρωποι είναι γεμάτοι αμφιβολίες»

Και κάποια άλλα “έξυπνα” αποσπάσματα:

·                                                               Αν έχεις χάσει την ψυχή σου και το ξέρεις, τότε έχει μείνει λίγη ακόμα ψυχή για να χάσεις. (Tales of Ordinary Madness) – If you’re losing your soul and you know it, then you’ve still got a soul left to lose.

·                                                               Η διαφορά μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας είναι ότι στη δημοκρατία ψηφίζεις πρώτα και παίρνεις διαταγές μετά• στη δικτατορία, δεν χρειάζεται να χάσεις τον καιρό σου ψηφίζοντας. (Politics Is Like Trying To Screw A Cat In The Ass, 1968) – The difference between a democracy and a dicatatorship is that in a democracy you vote first and take orders later; in a dictatorship you don’t have to waste your time voting.

·                                                               Το κακό γούστο δημιουργεί πολύ περισσότερους εκατομμυριούχους από το καλό γούστο. (Hollywood, 1989) – Bad taste makes more millionaires than good taste.

  Στο σημείο αυτό θα επανέλθω στην προσφορά του Αλέξη Τραϊανού σε σχέση με το έργο του Μπουκόβσκι.

  Στον τόμο “Μεταπολεμική Αμερικανική Ποίηση” ο Τραϊανός στην εκτεταμένη του εισαγωγή (σελ. 7 – 36) αναφέρεται στα “Μεταπολεμικά ρεύματα” της αμερικανικής ποίησης. Ανάμεσα στα άλλα παρουσιάζει το κίνημα των Μπιτ ποιητών που γεννήθηκε στα μέσα του 1950. Αλλιώς ξεκίνησε, αλλιώς κατέληξε. “Απολιτικοί κι αδιάφοροι, πολλές φορές, στα κοινωνικά προβλήματα γίναν συνήγοροι της ατομικής απελευθέρωσης μέσ’ από την αισθητηριακή αμεσότητα που μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τα ναρκωτικά, τη τζαζ, το σεξ ή τις αρχές του Ζεν Βουδισμού”.

  Στην οικεία θέση της εισαγωγής αναφέρεται ο Μπουκόβσκι, που εντάσσεται στο κίνημα των Μπιτ, όμως παρατηρεί ο Τραϊανός: “Τελικά η οργή, ο σαρκασμός, η αηδία, η νοσταλγία ενσωματώνονται μέσα στο έργο του “καταραμένου” ποιητή, μ’ ένα τρόπο τόσο θαυμάσιο, όσο και συγκλονιστικό. Σκηνές τρέλας και πυρετικά, παραισθητικά οράματα από ‘ναν ευαίσθητο δέκτη που δηλώνει:

μπορώ να προφητέψω το κακό

με τη δύναμη ενός κομπρεσέρ…

– αυτός ο ‘πιο ασήμαντος από το Θεό κι όχι τόσο σίγουρος’”.

  Στο τομίδιο “Μπουκόβσκι – επιλογή από το έργο του” στη σειρά Οι ποιητές του κόσμου, ο Τραϊανός στην αντίστοιχη μικρότερη εισαγωγή του (σελ. 7 – 9) παρατηρεί:

“Η αίσθηση της αλλοτρίωσης από το δηλητηριώδη κι άνετο αφοπλισμό της τεχνολογίας, η τάση για όλο και περισσότερη κατανάλωση, η μόλυνση του περιβάλλοντος, τα ψεύτικα μοντέλα συμπεριφοράς, οι εξωτερικές, επίπεδες, φωτογραφικές σχέσεις σύμφωνα με τα πρότυπα της διαφήμισης και του star system, είναι ένας κύκλος θεμάτων που επανέρχεται συνέχεια μέσα σ’ αυτήν την ποίηση.

  Μ’ αυτό το βαρύ ‘μαύρο φως’ μέσα του, ο Μπουκόβσκι, γίνεται ένας επικριτής του ‘πολιτισμού’ του, δηλώνοντας τον αναρχισμό του, την απροσαρμοστικότητά του και την άρνησή του να συμμετάσχει σ’ ένα φτιαχτό παιχνίδι”.

  Σε μετάφραση Αλέξη Τραϊανού κάποιοι σκόρπιοι στίχοι του Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι που αναδεικνύουν την ουσία και ποιότητα της δημιουργίας του

Είμασταν άρρωστοι πολύν καιρό

πάρα πολύν καιρό –

2000 χρόνια

Σχεδόν

*

Θυμήσου

ό,τι υπήρξε ευγενικό

5 αιώνες

ή ακόμη 20 χρόνια πριν

είναι τώρα

περισσότερο παρά ποτέ

χαμένη υπόθεση

η ζωή σου είναι μόνο για μια φορά

η ιστορία είναι γεμάτη ευκαιρίες

ν’ αποδείξει πόσο οι άνθρωποι είναι ανόητοι

*

Η ιστορία

θα μπορούσε να ‘ναι ένας κύκλος που κλείνει

στον εαυτό του

ένα όνειρο, ένας εφιάλτης,

ενός στρατηγού τ’ όνειρο, ενός προέδρου τ’ όνειρο,

ενός δικτάτορα τ’ όνειρο…

δεν μπορούμε να ξυπνήσουμε;

ή οι δυνάμεις της ζωής είναι σπουδαιότερες από μας;

δεν μπορούμε να ξυπνήσουμε; πρέπει για πάντα,

αγαπητοί φίλοι, να πεθαίνουμε μέσα στον ύπνο μας;

Το ένα τρίτο του κόσμου λιμοκτονεί ενώ

είμαι πρόστυχος αρκετά ν’ αναρωτηθώ για το δικό μου θάνατο

σαν κάποιο πίθηκο απορροφημένο με τον ψύλλο του

*

Τα ‘χουμε όλα και δεν έχουμε τίποτα,

μερικοί το φτιάχνουν αρκετά καλά για λίγο καιρό και

μετά υποκύπτουν, τους παρασέρνει η φήμη ή η αηδία

ή η ηλικία ή η έλλειψη κατάλληλης δίαιτας ή το μελάνι

απ’ τη μια ως την άλλη των ματιών ή παιδιά σε κολέγιο

ή καινούρια αμάξια ή σπασμένα πλευρά ενώ κάνανε σκι

στην Ελβετία ή νέες πολιτικές πεποιθήσεις ή

καινούριες σύζυγοι

ή μόνο φυσική μεταβολή και παρακμή

…………………………………….

μερικοί το φτιάχνουν φυσιολογικά

μερικοί πρόστυχα

παντού.

 

   Κλείνοντας το κείμενό μας τούτο για την “άλλη” ποίηση του Μπουκόβσκι παραθέτουμε το γνωστό παλιό ποίημα του “καταραμένου” Μποντλαίρ, το οποίο αφιερώνουμε στον Μπουκόβσκι και στον Τραϊανό, σ’ όλης της γης τους κολασμένους – ποιητές και μη.

 
SPLEEN

του ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ

[SPLEEN: Αγγλική λέξη, ελληνικής καταγωγής (σπλήν = σπλήνα), υιοθετημένη

 από τούς Γάλλους ποιητές και ιδιαίτερα τον Μπωντλαίρ,

σημαίνει: αναίτια μελαγχολία και ανία, αηδία για την ζωή]

 

(Μετάφραση: K. Γ. Καρυωτάκης)

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,

πλούσιον, αλλά, χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα

γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,

και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί

μ’ όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.

Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,

ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, πού είν’ έτοιμες να πουν,

αν το θελήσει, πώς πολύ-πολύ τον αγαπούν,

ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,

ούτε ο λαός, προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.

Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,

χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.

Χρυσάφι κι αν τού φτιάνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν

το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν,

και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,

ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,

να δώσουνε θερμότητα σ’ αυτό το πτώμα που έχει

μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.

 

Ξάνθη /Αβραμυλιά, Ιούλιος 2015

Αρθρογράφος

mm
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr