Η Θάτσερ είπε κάποτε ότι «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα». Το είχε πει για λόγους εντυπώσεων, θέλοντας να δώσει έμφαση στην ατομικότητα σε βάρος της συλλογικότητας. Τέτοιες ιδέες, όμως, οδήγησαν στην αποθέωση του ατομικισμού και στην κοινωνική πόλωση στις δυτικές κοινωνίες.
Οι περισσότερες ιδεολογίες κινούνται μεταξύ του δίπολου κοινωνικής δικαιοσύνης και ατομικής ελευθερίας. Είναι, όμως, ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ιδέες όπως αυτή της θατσερικής αποχαλίνωσης κάνουν κακό, όχι μόνο στην κοινωνική συνοχή αλλά και στη ίδια την ατομική ελευθερία. Ποιος είναι πιο ελεύθερος να πραγματώσει τις ατομικές του επιθυμίες και στόχους, αυτός που κατοικεί στο Δενδροπόταμο ή αυτός που μένει στο Πανόραμα; Αυτός που ζει στον Αγιο Παντελεήμονα ή αυτός που ζει στην Κηφισιά; Η ατομική ευτυχία και ελευθερία δεν είναι έννοιες θεωρητικές και αποστεωμένες. Σχετίζονται άμεσα με την κατάσταση που επικρατεί στην ίδια την κοινωνία. Οι κοινωνίες όμως δεν διαμορφώνονται τυχαία, δεν πέφτουν από τον ουρανό… Οσο έχει αποτύχει ο σοβιετικού τύπου κομμουνισμός, τόσο έχει αποτύχει και η όψιμη αλόγιστη αποθέωση του ατομικισμού και της λαιμαργίας. Πώς αλλιώς εξηγείται, ότι παρά την τεχνολογική πρόοδο, την αύξηση της παραγωγικότητας και την τεράστια συσσώρευση πλούτου, οι νεόπτωχοι και οι κοινωνικές ανισότητες στις πόλεις μας όλο και αυξάνονται; Οσο λάθος ήταν ένα κοινωνικό μοντέλο που δεν έπαιρνε υπόψη του τις ατομικές διαφορές, δεν έδινε κίνητρα στους ανθρώπους να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους, τόσο λάθος είναι οι κοινωνίες που εξυψώνουν την απληστία και την ακόρεστη κατανάλωση.
Παρότι, λόγω κυριαρχίας ενός συγκεκριμένου αγγλοσαξονικού τύπου ανάπτυξης, οι διεθνείς συνθήκες δεν το ευνοούν, το καλύτερο κοινωνικό μοντέλο είναι το σκανδιναβικό. Αυτό λένε οι μετρήσεις των σχετικών επιστημόνων. Το μοντέλο αυτό βασίζεται σε μια ιδανική δόση κοινωνικής δικαιοσύνης, με σεβασμό όμως στην ατομική διαφορά και την ατομική ευελιξία.
Πόσο απέχει, όμως, η Ελλάδα από το να οικοδομήσει μια τέτοια κοινωνία; Το ερώτημα, αν και ρητορικό, έχει τη σημασία του. Ημασταν μια κοινωνία νεόπλουτων, τείνουμε να γίνουμε μια κοινωνία νεόπτωχων. Είμαστε, όμως, σίγουρα σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο στην οποία πρέπει να πάρουμε αποφάσεις. Μετά την τραυματική εμπειρία της παρατεταμένης ύφεσης, φαντάζομαι ότι δεν θέλουμε να κυλήσουμε πάλι στην υπέρμετρη κατανάλωση με δανεικά. Μετά την αδυναμία του κατ’ ευφημισμόν κρατικού μηχανισμού να προστατέψει τους πολίτες του, υποθέτω ότι θέλουμε να οικοδομήσουμε ορθολογικά ένα λειτουργικό κράτος. Επειτα από τις θυσίες χιλιάδων ελληνικών οικογενειών για να μορφώσουν τα παιδιά τους, εικάζω ότι η πλειοψηφία θα αποζητήσει μια κοινωνία με περισσότερη αξιοκρατία και λιγότερο ρουσφέτι. Μετά την μπατιρισμένη κομματοκρατία, θα αναζητήσουμε πιο υγιείς μορφές πολιτικής συμμετοχής. Μετά την παθητική στάση των πολιτών, ελπίζω ότι θα αυξηθεί η συμμετοχικότητά μας και η αίσθηση κοινωνικής ευθύνης που έχουμε για τη διατήρηση της συνοχής της ελληνικής κοινωνίας.
Παρά τη γενικευμένη μαυρίλα, υπάρχουν και αισιόδοξα μηνύματα. Φαίνεται πως έπρεπε να πέσουμε χαμηλά για να διανοηθούμε να αλλάξουμε ως κοινωνία. Ο κόσμος, παρά την ανέχεια, έχει διάθεση να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του. Δείτε τις διάφορες οργανώσεις που κινητοποιούνται για να κάνουν πράγματα – στην υγεία, στην κοινωνική πολιτική, στην αλληλοβοήθεια. Ακόμη και οι χορηγίες ή οι πρωτοβουλίες εταιρικής κοινωνικής ευθύνης είναι περισσότερες από ό,τι παλιότερα παρά τις δυσμενείς συνθήκες. Αρκεί βέβαια το κράτος, αφού δεν μπορεί να κάνει κάτι καλύτερο, να παραμερίσει. Να διευκολύνει ή να αφήσει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες να ανθήσουν. Εχω πει πολλές φορές ως δήμαρχος ότι εμείς δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα. Μπορούμε, όμως, να διευκολύνουμε τους δημότες μας να πάρουν πρωτοβουλίες και να βοηθήσουν, ώστε να ζήσουμε σε μια καλύτερη πόλη. Είναι μια μορφή συλλογικότητας που η Ελλάδα χρειάζεται πολύ. Είναι κάτι που μπορεί να γίνει γρήγορα και να μας βοηθήσει να αντέξουμε ως κοινωνία, μέχρι τη στιγμή που θα οικοδομήσουμε ένα συντεταγμένο κράτος.
Παρά τα ενθαρρυντικά μηνύματα που έρχονται από τα κάτω, το βαθύ και κομματικό κράτος ανθίσταται. Τα κόμματα στην Ελλάδα –ειδικά αυτά που θεωρούνται «εξουσίας»– έχουν πιο αργά αντανακλαστικά από τους πολίτες. Στη διαχείριση των κοινών και στην τοπική αυτοδιοίκηση ειδικότερα προσπαθούν να καπελώσουν όποια ανεξάρτητη φωνή αρθρώνει κάτι διαφορετικό από τον δικό τους ξύλινο λόγο.
Αυτή τη φορά, όμως, δεν θα τους περάσει. Οι Ελληνες τσουρουφλίστηκαν και είναι τώρα περισσότερο υποψιασμένοι και «ψαγμένοι». Μόλις –ελπίζω σύντομα– το επιτρέψουν οι συνθήκες και τους περάσουν ο θυμός και ο φόβος, θα απαιτήσουν μια πιο συνεκτική και χειραφετημένη κοινωνία. Με μεγαλύτερη συνοχή και ελευθερία. Μια κοινωνία όπου θα εκτιμώνται περισσότερο οι βασικές αξίες πίσω από τις οποίες κρύβεται και η πραγματική ευτυχία. Χωρίς νοσταλγία για την πλαστή και δανεική ευημερία του παρελθόντος που τόσο κόστισε, σε μας και στα παιδιά μας.
* Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι δήμαρχος Θεσσαλονίκης.
Αρθρο από την εφ. Καθημερινή
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;