Τα θέματα της μειονότητας της Θράκης έχουν πέσει σε δεύτερο πλάνο τα χρόνια της κρίσης. Η υποχώρηση αυτή ήταν αναμενόμενη, καθώς τα όσα στρεβλά συμβαίνουν στα μειονοτικά πράγματα, είχαν εδώ και χρόνια υποταχθεί σε ένα περιβάλλον «ψυγείου» και αποφυγής της έντασης. Επίσης, ακόμη και στη Θράκη, το μειονοτικό το κατάπιε, σε έναν μεγάλο βαθμό, η κρίση, κοινή για όλους. Από την άλλη πλευρά, η συγκυρία ανέδειξε το μεταναστευτικό, τη ρατσιστική βία κ.λπ. που μονοπώλησαν την επικαιρότητα. Ξαφνικά, ένα επεισόδιο στην Κομοτηνή έφερε στην επιφάνεια πρακτικές και λογικές από το μακρινό παρελθόν του αυταρχισμού και των κοντόφθαλμων πολιτικών που χαρακτήριζαν τις κυβερνήσεις μερικές δεκαετίες πίσω.
Σε συνέδριο που έλαβε χώρα στις 22-23 Νοεμβρίου 2013 στην Κομοτηνή με θέμα τη Συνθήκη της Λοζάνης (σε διοργάνωση του Προγράμματος Εκπαίδευσης των Παιδιών της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη και του ΕΛΙΑΜΕΠ), είχε προβλεφθεί η διερμηνεία δύο εισηγήσεων από τα τουρκικά στα ελληνικά λόγω της αδυναμίας δύο ομιλητών να εκφραστούν στα ελληνικά. Ο ένας ήταν μειονοτικός, δημοσιογράφος και εκδότης δίγλωσσου περιοδικού, ο άλλος Τούρκος, καθηγητής σε πανεπιστήμιο της Γαλλίας. Ο πρώτος θα μιλούσε στο ίδιο πάνελ με τον ΓΓ Θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας κ. Γ. Καλαντζή. Αυτό που συνέβη είναι ότι ο ΓΓ μαζί με τον εκπρόσωπο του Υπ. Εξωτερικών κ. Ν. Πιπερίγκο (Διευθυντή του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων της Ξάνθης) δήλωσαν στις διοργανώτριες καθηγήτριες Άννα Φραγκουδάκη και Θάλεια Δραγώνα -και όχι στο κοινό, όταν ερωτήθηκαν- ότι δεν θα ήταν δυνατόν να ακουστούν τουρκικά στην αίθουσα. Ο εισηγητής εγκατέλειψε το συνέδριο και η εισήγησή του -η οποία παρεμπιπτόντως είχε αξιόλογες προτάσεις για το θέμα των αρμοδιοτήτων του Μουφτή- διαβάστηκε τελικά στα ελληνικά. Η απαγόρευση, βέβαια, όπως επιβλήθηκε με την ανοχή των διοργανωτών, ίσχυσε για τον μειονοτικό και όχι για τον εκ Τουρκίας ομιλητή. Η στάση αυτή των ελλήνων αξιωματούχων αυτή θύμισε μέρες ’70 και παλαιότερα όπως και τις αντιμειονοτικές πολιτικές της γείτονος (βλ. καμπάνια «συμπολίτη, μίλα τουρκικά!»), όπου ο κάθε κυβερνητικός υπάλληλος έκοβε και έραβε κατά βούληση τη μειονοτική πολιτική με τη μεζούρα του εθνικού συμφέροντος. Σήμερα, τα τουρκικά πλέον είναι γλώσσα που διδάσκεται και στα ελληνικά δημόσια σχολεία. Στα τουρκικά γίνεται επιμόρφωση δασκάλων. Διερμηνεία στα τουρκικά προσφέρεται εδώ και δέκα χρόνια σε πλήθος συνεδρίων. Στα τουρκικά υπάρχουν πινακίδες μαγαζιών σε εκατοντάδες μαγαζιά. Με λίγα λόγια, τα πράγματα (έμοιαζε να) έχουν αλλάξει.
Οι άνθρωποι -Έλληνες κρατικοί αξιωματούχοι και όχι τίποτε εισβολείς της Χρυσής Αυγής- που επέβαλαν στο συνέδριο την απαγόρευση της χρήσης της τουρκικής από τον μειονοτικό εισηγητή, δυναμίτισαν την πρόοδο δεκαετιών. Αργότερα επικαλέστηκαν την πιθανή ακαταλληλότητα της διερμηνέως, η οποία όμως αποδείχθηκε ότι ήταν πιστοποιημένη από το ίδιο το ΥπΕξ! «Για ποιον λόγο;», θα αναρωτηθεί κανείς. Είτε διότι οι άνθρωποι αυτοί είναι ανεπαρκείς στη δουλειά τους, κακά πληροφορημένοι και ανίκανοι να αντιμετωπίζουν τέτοια ζητήματα. Είτε επειδή συμβάλλουν σε μια στροφή προς σκληρές πρακτικές και νοοτροπίες διαχωρισμού, με προεξάρχουσα τη ρητορική εργαλειακής προάσπισης του εθνικού συμφέροντος και επαναφορά της λογικής της «εξαιρετικής κατάστασης» στα μειονοτικά πράγματα. Και, φυσικά, το πιο πιθανό: και τα δύο.
Το ανησυχητικό είναι ότι η στροφή γίνεται σε συνδυασμό με την διολίσθηση που συντελείται και στα υπόλοιπα πεδία διαχείρισης της ετερότητας στη χώρα. Στα μειονοτικά πράγματα είχαμε συνηθίσει πολύ μικρές, με το ζόρι, αλλαγές αλλά τουλάχιστον προς τα εμπρός. Το συμβάν της Κομοτηνής άλλαξε το πρόσημο της πορείας αυτής. Φορείς της μειονότητας πήραν ασφαλώς το μήνυμα, και η στάση πολλών που αντέδρασαν έντονα (όπως ο δημοσιογράφος Σαμή Καραμπουγιούκογλου) και οι νυν και πρώην βουλευτές που αποχώρησαν (Ι. Αχμέτ, Μ. Μουσταφά και Α. Καραγιουσούφ) καταγράφηκε στην τοπική κοινωνία. Πρώτο θύμα βέβαια το ίδιο το πρόγραμμα του υπουργείου Παιδείας για τη μειονοτική εκπαίδευση που είχε καταφέρει πολλά μέχρι τώρα στη διάνοιξη επικοινωνίας, διαλόγου και σεβασμού μεταξύ των «σύνοικων πληθυσμών». Από την άλλη πλευρά, ο πρώην υπουργός και ντόπιος πολιτικός Ευριπίδης Στυλιανίδης έβαλε το δικό του λιθαράκι στη ζημιά συμβάλλοντας κατά τη δεύτερη ημέρα του συνεδρίου στην κατεδάφιση των όποιων καλών πρακτικών, με την εμμονή του στην ύπαρξη διακρατικής αμοιβαιότητας στα μειονοτικά θέματα. Βρήκε την ευκαιρία να θυμίσει τα Σεπτεμβριανά του 1955 εξήντα χρόνια μετά, κλείνοντας το μάτι σε όσους θα επιθυμούσαν να νομιμοποιήσουν πρακτικές αντιποίνων. Κακότεχνη ισοπέδωση των εισηγήσεων που προηγήθηκαν και τεκμηρίωναν το αντίθετο (Χρ. Ροζάκης, ο γράφων, Γ. Κτιστάκις) και επιβεβαίωση της διαπίστωσης του Νικηφόρου Διαμαντούρου ότι ο ηγεμονικός λόγος του είδους θυμίζει Νότια Αφρική τα χρόνια του άπαρτχάιντ.
Δεν είναι δύσκολο να εκτροχιαστούν τα πράγματα και να ζήσουμε μέρες του 1990. Τότε και πάλι σύσσωμη η ελληνική πολιτική ηγεσία θα αναρωτιέται τι πήγε λάθος στη Θράκη, η μειονότητα να νιώθει ξένη, και ο τουρκικός εθνικισμός να εδραιώνεται. Έχουμε λόγους να ανησυχούμε λοιπόν. Μένει να δούμε εάν θα αναπτυχθούν κοινωνικά και πολιτικά αντανακλαστικά απέναντι σε απόψεις και πρακτικές που μόνο καλές υπηρεσίες δεν προσφέρουν. Ποια είναι στ’ αλήθεια η θέση των εμπλεκόμενων υπουργείων, Παιδείας και Εξωτερικών;
*Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Παν. Μακεδονίας, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Από το protagon.gr
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;