Επιστολή στους βουλευτές του Νομού με πρόταση τροποποίηση του νόμου για παρεμπόριο έστειλε η Ομοσπονδία Επαγγελματιών Ξάνθης μαζί με τις υπόλοιπες ομοσπονδίες της Περιφέρειας.
Οι επαγγελματίες ζητούν πιο δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος και αναφέρουν:
Οι Πρόεδροι των Ομοσπονδιών Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης, σε συνέχεια της προσπάθειάς μας για την πάταξη του παραεμπορίου, σε αυτή τη δύσκολη οικονομική περίοδο για όλους τους επαγγελματίες, και επειδή – παρά τις μέχρι τώρα παρεμβάσεις, επισημάνσεις και προτάσεις μας αλλά και τις υποσχέσεις, δεσμεύσεις και ανακοινώσεις των αρμοδίων – ο έλεγχος του παραεμπορίου στην περιοχή μας δια της εφαρμογής, απολύτου ή πλημμελούς, της υφιστάμενης νομοθεσίας απέχει μακράν από το να είναι αποτελεσματικός, προσανατολιζόμαστε προς την κατεύθυνση αυστηροποίησης αυτής δια της ποινικοποίησης του παραεμπορίου και της παραοικονομίας εν γένει. Προς τούτο, καταθέτουμε υπόψιν των Βουλευτών της Περιφέρειάς μας νομικά επεξεργασμένη εισήγηση τροποποίησης των διαχρονικών διατάξεων των Νόμων 2323/1995, 3190/2003, 3419/2005, 3777/2005, 3557/2007, 3604/2007, 3982/2011 με σκοπό τη θέσπιση ποινικών κανόνων που θα συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου. Η εισήγησή μας έχει τη μορφή νομικής διάταξης, προτείνουμε να εισαχθεί – και παρακαλούμε για την στήριξή σας στη διαδικασία – ως “άρθρο 12α” στο σχέδιο νόμου “Επείγουσες ρυθμίσεις που αφορούν την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015” που κατατέθηκε στη Βουλή στις 10/01/2012, και έχει ως εξής:
Εισαγωγή άρθρου 12Α στο σχέδιο νόμου με τίτλο «Επείγουσες ρυθμίσεις που αφορούν την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 – 2015.» που κατατέθηκε στη Βουλή προς συζήτηση στις 10/1/2012
Αιτιολογική έκθεση
Επειδή η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε έξαρση το παραεμπόριο και την παραοικονομία, μόνος αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου είναι η θέσπιση ποινικών κανόνων που θα συμβάλουν στην πάταξη της παραοικονομίας και θα διαμορφώνουν υγιείς συνθήκες στον επαγγελματικό και εμπορικό ανταγωνισμό.
Επισημαίνεται ότι η απουσία ΑΦΜ καθιστά συχνά αδύνατη την είσπραξη των προστίμων που προβλέπει ο Ν.2323/1995 για τους παραβάτες των διατάξεων του παράνομου υπαίθριου εμπορίου, ενώ μια σειρά από επαγγελματικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται παράνομα, δεν έχουν μέχρι σήμερα θιγεί (πχ. ιδιαίτερα φροντιστήρια, τεχνικά επαγγέλματα υδραυλικών ηλεκτρολόγων κλπ, πώληση φωτογραφιών ή λουλουδιών σε κέντρα διασκέδασης από τρίτους, κλπ).
Επισημαίνονται επίσης
Α. Ενώ η άσκηση αθέμιτου ανταγωνισμού διώκεται ποινικά βάσει του Ν.146/1914, η άσκηση παραεμπορίου δεν καταλαμβάνεται από τις διατάξεις αυτές καθώς αποτελεί μη νόμιμη δραστηριότητα.
Β. Ενώ η παράνομη διακίνηση προϊόντων που ενσωματώνουν πνευματικά δικαιώματα δημιουργών αντιμετωπίζεται ποινικά με βάση το Ν.2121/1993, η παράνομη διακίνηση προϊόντων που δεν ενσωματώνουν αυτής της μορφής δικαιώματα, αντιμετωπίζεται μόνο με διοικητικά μέτρα.
Γ. Στο άρθρο 414 του Ποινικού Κώδικα με τίτλο «Παράνομη άσκηση επαγγέλματος» προβλέπεται ότι «1. Όποιος χωρίς την άδεια της αρχής ασκεί επάγγελμα που για την άσκησή του ο νόμος απαιτεί τέτοια άδεια, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση. 2. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται: α) όταν η άδεια που απαιτεί ο νόμος αποβλέπει αποκλειστικά σε φορολογικούς σκοπούς και β) στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται ιδιαίτερα από το νόμο.». Η δεύτερη παράγραφος περιορίζει ιδιαίτερα την εφαρμογή του άρθρου χαρακτηρίζοντας ως αξιόποινη συμπεριφορά (σε πταισματικό βαθμό) μόνο την μη λήψη ειδικής άδειας για την άσκηση επαγγέλματος κι αφορά κυρίως τα λεγόμενα «κατοχυρωμένα επαγγέλματα». Δεν αποσκοπεί στην πάταξη ούτε του παραεμπορίου ούτε της παραοικονομίας.
Δ. Ομοίως περιορισμένης εμβέλειας είναι και η γενική αναφορά του άρθρου 458 του ΠΚ σύμφωνα με το οποίο «Όποιος με πρόθεση παραβαίνει επιτακτική ή απαγορευτική διάταξη διοικητικών νόμων τιμωρείται με πρόστιμο τουλάχιστον 59 ευρώ, αν η ειδική διάταξη αναφέρεται στο άρθρο αυτό ως προς την ποινική κύρωση της παράβασης». Ρητές παραπομπές στο άρθρο αυτό σε σχέση με την παράνομη επαγγελματική δραστηριότητα είναι ελάχιστες (πχ παράνομη άσκηση του επαγγέλματος του νοσηλευτή).
Με βάση τα προεκτεθέντα, η ποινικοποίηση της αδήλωτης άσκησης επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας σε βαθμό πλημμελήματος δίνει την δυνατότητα στην Αστυνομία να συμβάλλει και αυτή στην πάταξη του παραεμπορίου, ενεργώντας μάλιστα πιο άμεσα, ευέλικτα και καθοριστικά από τα προβλεπόμενα εκ του νόμου κλιμάκια που δραστηριοποιούνται στην πάταξη του παράνομου υπαίθριου εμπορίου (Ν.2323/95, Ν.3377/05). Ταυτόχρονα δίνεται η δυνατότητα να συμβάλλει και στην αντιμετώπιση συνολικά του φαινομένου της παραοικονομίας που παρουσιάζεται και σε κλάδους που μέχρι σήμερα ελέγχονταν είτε διοικητικά (με επιβολή διοικητικού προστίμου) είτε πειθαρχικά στα πλαίσια απαγορεύσεων που έχουν θεσπιστεί για υπαλλήλους (πχ, δημόσιος υπάλληλος που εκτελεί και υδραυλικές εργασίες κλπ).
Προτείνεται συνεπώς η εισαγωγή και ψήφιση ξεχωριστού άρθρου στο νομοσχέδιο με τον αριθμό 12Α που θα ρυθμίζει τα ανωτέρω:
«Άρθρο 12Α
Ο ασκών επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα χωρίς την δήλωση της δραστηριότητας αυτής στην αρμόδια φορολογική Αρχή και χωρίς τον εφοδιασμό με αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) τιμωρείται με φυλάκιση.
Από την διάταξη αυτή δεν θίγονται άλλες τυχόν διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται σε άλλες διατάξεις.»
Κομοτηνή 11.1.2012
Άρθρο 12- Κυρώσεις για παραβάσεις διατάξεων υπαιθρίου εμπορίου
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7α του ν. 2323/1995 «Υπαίθριο Εμπόριο, Λαϊκές Αγορές, κλπ» (ΦΕΚ Α’ 145), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3190/2003 (ΦΕΚ Α’ 249) και όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1δ του άρθρου 26 του ν. 3419/2005 (ΦΕΚ Α’ 297) και με την παράγραφο 13 του άρθρου 12 του ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α’ 100), αντικαθίσταται ως εξής: «1. Συνιστώνται Κλιμάκια Ελέγχου Λαϊκών Αγορών και Υπαίθριου Εμπορίου (πλανόδιου και στάσιμου) στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και στις Περιφέρειες. α) Κλιμάκια του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, νοούνται τα κλιμάκια ελέγχου της Υπηρεσίας Εποπτείας Αγοράς της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου κατά τα οριζόμενα στο ν. 3728/2008 (ΦΕΚ Α7 258) και η ελεγκτική τους αρμοδιότητα εκτείνεται σε όλη την Ελληνική Επικράτεια ασκούμενη παραλλήλως και ανεξάρτητα από τα κλιμάκια που έχουν συσταθεί και λειτουργούν στις Περιφέρειες. β) Για τις Περιφέρειες τα κλιμάκια απαρτίζονται από υπαλλήλους των Κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ του Δημοσίου, των οικείων Περιφερειών, των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. της οικείας Περιφέρειας και των Δήμων».
2.Η παράγραφος 3 α) του άρθρου 7α του ν. 2323/1995 «Υπαίθριο Εμπόριο, Λαϊκές Αγορές, κλπ» (ΦΕΚ Α’ 145), όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3190/2003 (ΦΕΚ Α7 249) και όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1δ του άρθρου 26 του ν. 3419/2005 (ΦΕΚ Α’ 297) και με την παράγραφο 13 του άρθρου 12 του ν. 3557/2007, αντικαθίσταται ως εξής: « 3α): αα) Για τα κλιμάκια του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας εφαρμόζονται οι διαδικασίες συγκρότησης των κλιμακίων ελέγχου της Υπηρεσίας Εποπτείας Αγοράς της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου (ν. 3728/2008 ΦΕΚ Α7 258). ββ) Για τα κλιμάκια των Περιφερειών, τηρούνται στις Περιφέρειες τα αντίστοιχα μητρώα μελών των κλιμακίων που καταρτίζονται κάθε δύο έτη με πρόταση των φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η συγκρότηση των κλιμακίων στις Περιφέρειες γίνεται με απόφαση του αρμόδιου Περιφερειάρχη. Ο Περιφερειάρχης μπορεί, με απόφασή του, να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα συγκρότησης των κλιμακίων στον Αρμόδιο Αντιπεριφερειάρχη. Η θητεία όσων μετέχουν στα κλιμάκια της παρούσας υποπερίπτωσης είναι τριετής. Με την πάροδο της τριετίας η θητεία λήγει αυτοδικαίως και δεν επιτρέπεται παράταση αυτής. Νέος διορισμός επιτρέπεται να γίνει μόνο μετά την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της προηγούμενης θητείας».
3.Οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 7α του ν. 2323/1995 (ΦΕΚ Α7 145) «Υπαίθριο Εμπόριο, Λαϊκές Αγορές, κλπ», όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3190/2003 (ΦΕΚ Α7 249) και όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1δ του άρθρου 26 του ν. 3419/2005 (ΦΕΚ Α7 297) και με την παράγραφο 13 του άρθρου 12 του ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α7 100), καταργούνται. 4.Η περίπτωση α) του άρθρου 7β του ν. 2323/1995 (ΦΕΚ Α7 145) «Υπαίθριο Εμπόριο, Λαϊκές Αγορές, κλπ», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3777/2005 (ΦΕΚ Α7 202) και όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1ε του άρθρου 26 του ν. 3419/2005 (ΦΕΚ Α7 297) και με την παράγραφο 2 του άρθρου 80 του ν. 3604/2007 (ΦΕΚ Α7189), αντικαθίσταται ως εξής: «α) αα) Τα πρόστιμα που επιβάλλονται από τα Κλιμάκια Ελέγχου Λαϊκών Αγορών και Υπαίθριου Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας σύμφωνα με το άρθρο 5, πλην της παρ. 6 αυτού και το άρθρο 7, αποτελούν έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού και πιστώνονται σε ειδικό κωδικό που εγγράφεται στον προϋπολογισμό της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ββ) τα πρόστιμα που επιβάλλονται από τη Δημοτική Αστυνομία για τις παραβάσεις του άρθρου 5, πλην της παρ. 6 αυτού και του άρθρο 7, εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης εσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων και πιστώνονται σε ειδικό κωδικό του οικείου Δήμου στον οποίο διαπιστώθηκε και βεβαιώθηκε η παράβαση. γγ) Τα υπόλοιπα πρόστιμα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 5, πλην της παρ.6 αυτού και το άρθρο 7, εκτός αυτών που προβλέπονται στις παραπάνω υποπεριπτώσεις αα) και β β), αποτελούν έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού πιστώνονται σε ειδικό κωδικό που εγγράφεται στον προϋπολογισμό της οικείας Περιφέρειας στην οποία διαπιστώθηκε και βεβαιώθηκε η παράβαση. Από τα έσοδα όλων των ανωτέρω υποπεριπτώσεων καλύπτονται δαπάνες για τυχόν αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης των μελών των ανωτέρω κλιμακίων, οι οποίες χορηγούνται με τους όρους και προϋποθέσεις του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ Α’ 226) καθώς και για τυχόν έξοδα μετακίνησης για τις ανάγκες διενέργειας των ελέγχων.»
“1. Ανεξάρτητα από τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στον Αγορανομικό Κώδικα (ν.δ. 136/1946, ΦΕΚ 298 Α`) για τις παρακάτω παραβάσεις, επιβάλλεται μόνο η διοικητική κύρωση του προστίμου, ως εξής:
α) για έλλειψη άδειας, πρόστιμο χιλίων (1.000) ευρώ,
β) για αυθαίρετη αλλαγή χώρου, μη τήρηση ωραρίου, μη αυτοπρόσωπη προσέλευση, μη τοποθέτηση ζυγού σε εμφανές σημείο, μη τοποθέτηση πινακίδων σε κάθε προϊόν με τις ενδείξεις της τιμής πώλησης ή της ποιότητας ή της προέλευσης του προϊόντος, καθώς και μη αναγραφή της αληθούς προέλευσης αυτού και μη τοποθέτηση ειδικής πινακίδας με τον αριθμό της άδειας και το όνομα του κατόχου της, πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ, για καθεμία από τις ανωτέρω παραβάσεις και
γ) για διάθεση προϊόντων τα οποία δεν συνοδεύονται από τα παραστατικά που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, πρόστιμο πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
2. Για τις παραβάσεις που δεν αναφέρονται στην παράγραφο 1, με απόφαση της αρχής που χορηγεί τη συγκεκριμένη άδεια, επιβάλλεται πρόστιμο από τριακόσια (300) έως πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της παράβασης. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία βεβαίωσης της παράβασης από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα.
Σε περίπτωση που διαπραχθούν περισσότερες από τρεις παραβάσεις, το πρόστιμο διπλασιάζεται και η αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλεί, προσωρινά ή οριστικά, την άδεια.
Τα πρόστιμα επιβάλλονται αμέσως, μετά τη βεβαίωση της παράβασης από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα που προβλέπονται στην παράγραφο 7 του άρθρου αυτού.”
3. Το ελεγκτικό όργανο που βεβαιώνει την παράβαση συντάσσει, εις τριπλούν, έκθεση βεβαίωσης της παράβασης, στην οποία αναγράφονται:
α) τα στοιχεία της ταυτότητας του παραβάτη πωλητή,
β) ο χρόνος και ο τόπος τελέσεως της παράβασης,
γ) συνοπτική περιγραφή της παράβασης.
Η έκθεση βεβαίωσης της παράβασης υπογράφεται από το όργανο που βεβαιώνει την παράβαση και τον παραβάτη πωλητή. Εάν ο τελευταίος αρνείται να υπογράψει, γίνεται σχετική μνεία από το ελεγκτικό όργανο.
Ένα από τα αντίτυπα παραδίδεται στον παραβάτη πωλητή, ένα παραδίδεται, αμελλητί, από το όργανο που βεβαίωσε την παράβαση στην προϊσταμένη του αρχή και το τρίτο παραμένει στο στέλεχος, το οποίο παραδίδεται στην ίδια υπηρεσία, μετά την εξάντλησή του.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία επιβολής των προστίμων, καθώς και η αναπροσαρμογή τους, ανάλογα με τις επικρατούσες κάθε φορά οικονομικές συνθήκες.
4. Κατά της απόφασης επιβολής προστίμου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, επιτρέπεται προσφυγή στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο, μέσα σε είκοσι ημέρες από την επίδοση ή την παράδοση στον υπόχρεο, αντίστοιχα, της πράξης επιβολής του προστίμου.
Μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, το ποσό του προστίμου βεβαιώνεται και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί εισπράξεως εσόδων των δήμων και κοινοτήτων.
5. Με τη βεβαίωση από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα της παράβασης, οι παραβάτες οφείλουν να απομακρύνουν τα είδη που διαθέτουν προς πώληση και τα μέσα που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτόν.
Αν οι παραβάτες δεν συμμορφωθούν, τα αρμόδια όργανα μεριμνούν για τη μεταφορά των εν λόγω ειδών και μέσων για φύλαξη στις αποθήκες του οικείου δήμου ή κοινότητας. Τα είδη και μέσα αυτά αποδίδονται στους δικαιούχους, εφόσον καταβληθούν, μέσα σε δέκα ημέρες από τη βεβαίωση της παράβασης, οι δαπάνες φύλαξης και μεταφοράς.
`Όταν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, τα εν λόγω είδη και μέσα κατάσχονται και εκπλειστηριάζονται, κατά τις οικείες, περί αναγκαστικής εκτελέσεως, διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Ν.Δ. 356/1974).
6. Στους παραβάτες των διατάξεων του άρθρου 3, ανεξάρτητα από συντρέχουσες άλλες κυρώσεις, επιβάλλονται από την οικεία λιμενική αρχή οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.
7. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 6, ο έλεγχος των παραβάσεων των διατάξεων του νόμου αυτού, σχετικά με το υπαίθριο εμπόριο, διενεργείται από τα Κλιμάκια Ελέγχου, που προβλέπονται στο άρθρο 7α “από υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης και των κατά τόπους αρμόδιων Ν.Α.”και τα όργανα της Δημοτικής Αστυνομίας.
Αν δεν υπάρχει ή δεν επαρκεί η Δημοτική Αστυνομία, ο έλεγχος διενεργείται από τα όργανα της ΕΛ.ΑΣ., σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 159 έως 161 του Π.Δ. 141/1991 (ΦΕΚ 58 Α), εφόσον τούτο κριθεί απαραίτητο από τον αρμόδιο Νομάρχη ή Δήμαρχο, κατά περίπτωση.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;