Η συζήτηση των τελευταίων ημερών σχετικά με την αντικατάσταση της κυρίας Σαμπιχά Σουλεϊμάν στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, όπως γίνεται συνήθως, πέρασε μέσα από πυκνά φίλτρα πολιτικής και εθνικής ορθότητας. Δεν θα σταθώ στο θέμα του σωστού ή λάθους των επιλογών των υποψηφίων ενός κόμματος. Κομματικές επιλογές είναι και θα κριθούν από τους ψηφοφόρους. Πάντως, τη Σαμπιχά δεν την έφαγε ο ρατσισμός ούτε ο αντιτσιγγανισμός κανενός. Αυτό που έχει δημόσιο ενδιαφέρον και πολιτικό βάρος είναι γιατί δεν συζητιέται η αιτία της φασαρίας. Μια φασαρία απόψεων και αντιπαραθέσεων χωρίς λέξη για το διακύβευμα. Γιατί κάτι άγγιξε η περίπτωση αυτή, κάτι που μοιάζει να είναι ανείπωτο, αλλά και κάτι το οποίο πυροδότησε πάθη που δύσκολα κρύβονται.
Τα μειονοτικά θέματα της Θράκης συνθέτουν ένα αδιέξοδο ζήτημα που έχει να κάνει με την εθνική ταυτότητα του καθένα, αλλά και την ηγεμονική διαχείριση της έκφρασης της ταυτότητας αυτής. Η διαχείριση, λοιπόν, της τουρκικής ταυτότητας από τα μέλη της μειονότητας, αλλά και των κρατικών πολιτικών, Ελλάδας και Τουρκίας, αποτελεί τον γενικό καμβά, πάνω στον οποίο σχεδιάζεται το συγκεκριμένο. Το ειδικό στοιχείο είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός, όχι μόνο όπως δομείται μέσα από οικονομικούς-εργασιακούς-μορφωτικούς όρους, αλλά και μέσα από τη χειραγώγησή του με εθνοτικά κριτήρια. Και τα δύο είναι θέματα που συνήθως απωθούν. Λόγω άγνοιας, φόβου ή υποταγής στον κυρίαρχο εθνικό λόγο.
Η περίπτωση των Τσιγγάνων του Δροσερού Ξάνθης (υπο-ομάδα της μειονότητας της μειονότητας: ρομανίφωνοι, μουσουλμάνοι και Τσιγγάνοι), όπως και της Κομοτηνής-Αλεξανδρούπολης, αντιπροσωπεύει το αρνητικό απόλυτο της φτώχειας και του αποκλεισμού, σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο της Ξάνθης (1).
Δεκαετίες τώρα, παιδιά μεγαλώνουν στη λάσπη και την αμορφωσιά, χωρίς περίθαλψη, γυναίκες και άνδρες αντιμετωπίζουν την απόλυτη απαξία και περιφρόνηση των αρχών και της κοινωνίας, πλειονοτικής και μειονοτικής, μακριά από δομές πρόνοιας. Το να λες ότι κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν καμία προοπτική δεν είναι εύκολο. Η συλλογική απελπισία, από την άλλη πλευρά, δημιουργεί εύφορο έδαφος για παρεμβάσεις.
Και εδώ βρίσκεται το ζουμί: οι παρεμβάσεις γενικά στο μειονοτικό και ειδικά στο «τσιγγανικό» της Θράκης μέσα από πολιτικές εθνικού προσανατολισμού και προσεταιρισμού. Το τουρκικό προξενείο και το ελληνικό υπ. Εξωτερικών, με έδρα το Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων της Ξάνθης (το «ελληνικό προξενείο»), αλλά και ιδιώτες, μέσα από χρηματοδότηση δράσεων, παροχής επιδομάτων και ευεργετημάτων, αλλά και με την επιβολή του φόβου αποκλεισμών, καλλιεργούν σχέσεις εξάρτησης, αντιπαλοτήτων, συστράτευσης ή απλά συμπαθειών. Η γενεαλογία των πρακτικών και πολιτικών που ακολουθήθηκαν από όλους τους εμπλεκόμενους, έχει μακρά ιστορία και δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί (2). Πάντως δημιούργησαν, και συνεχίζουν να δημιουργούν, ένα ιδιότυπο και σθεναρό, αλλά και ευμετάβλητο στα εσωτερικά του σύνορα, πλέγμα πελατειακών σχέσεων.
Στο Δροσερό της Ξάνθης η παρέμβαση του υπ. Εξωτερικών ασκήθηκε έντονα κατά τη δεκαετία του 2000. Χρηματοδότησε και πέτυχε τη συμμετοχή των γυναικών σε ένα φάσμα δραστηριοτήτων, πολλά παιδιά έμαθαν γράμματα, άνθρωποι έφαγαν ένα πιάτο φαγητό. Σε αυτό κεντρικό ρόλο έπαιξε ο σύλλογος Ελπίδα και η Σαμπιχά Σουλεϊμάν, ικανή και δραστήρια γυναίκα, που ξεπέρασε τους ασφυκτικούς περιορισμούς του οικισμού της και πρόσφερε πολλά. Θα έλεγε κανείς, λοιπόν, υπάρχει κάτι μεμπτό σε αυτό; Η απάντηση δεν είναι απλή. Ο σκοπός ασφαλώς είναι θεμιτός. Οι ανάγκες υπαρκτές και επείγουσες.
Ομως: το υπ. Εξωτερικών έστησε ευκαιριακές και παράλληλες δομές εκπαίδευσης, κοινωνικής πρόνοιας και απασχόλησης. Χωρίς οι δομές αυτές να προέρχονται και να χρηματοδοτούνται από τα αρμόδια υπουργεία και αρχές. Παρακάμπτοντας τις διαδικασίες έγκρισης και ελέγχου των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ο τρόπος ήταν απλός. Μέσα από τη χρήση των μυστικών κονδυλίων, τα οποία παρέχονται εκτός κοινοβουλευτικού ελέγχου και χωρίς την απόδοση λογαριασμού. Και το χειρότερο: χωρίς τη διασφάλιση της συνέχισης των ευεργετικών μέτρων για τον πληθυσμό, ούτε τη διασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης και σύμπραξης σε πρακτικές που αφορούν τους αποδέκτες τους.
Το μοντέλο τέτοιας παρέμβασης –που εφαρμόζεται σε πολλές άλλες περιπτώσεις στην μειονοτική Θράκη, από το τουρκικό προξενείο (ο μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής, όπως λέγεται), από το ελληνικό υπ. Εξωτερικών, και ενίοτε από ιδιώτες (!)- είναι διπλά βλαπτικό. Πρώτα, γιατί κινείται σε μια ζώνη ανέλεγκτης ανομίας, καταστρατηγώντας την έννοια του κράτους (από το ίδιο το κράτος!) και από την άλλη υπονομεύει απολύτως τον σκοπό, τον οποίο υποτίθεται ότι έρχεται να υπηρετήσει (βλ. κοινωνικό αποκλεισμό), απαξιώνοντας μάλιστα τον ίδιο τον πληθυσμό του Δροσερού ακόμα μια φορά στα μάτια της υπόλοιπης κοινωνίας.
Υπηρετεί, δηλαδή, το παράδειγμα της παρέμβασης στα μειονοτικά πράγματα για εθνικούς λόγους, σε βάρος των ανθρώπων. Κάτι που εντέλει ενισχύει και νομιμοποιεί την παρέμβαση του τουρκικού προξενείου. Γι’ αυτό, λοιπόν, η Σαμπιχά κάηκε και η μπάλα της δημόσιας συζήτησης βρέθηκε ακόμα μια φορά στην εξέδρα…
1. Για το θέμα βλ. Γ. Μαυρομμάτης, «Τα παιδιά της Καλκάντζας. Εκπαίδευση, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός», Μεταίχμιο 2005. Επίσης: Σ. Τρουμπέτα, «Κατασκευάζοντας ταυτότητες για τους μουσουλμάνους της Θράκης», Κριτική/ΚΕΜΟ 2001.
2. Αναλυτικά βλ. K. Tsitselikis, «Old and New Islam in Greece. From historical minorities to immigrant new comers», M. Nijhoff, 2012.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
* Αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;