Στα 72 του χρόνια ο Γιώργος Κούδας παραμένει η εμβληματική μορφή του ποδοσφαίρου της Θεσσαλονίκης, ένας εν ζωή θρύλος που οι ιστορίες γύρω από αυτόν μπορούσαν να αποτελέσουν πολύτιμη “εγκυκλοπαίδεια” χρήσιμη για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Σαν σήμερα ο μεγάλος βετεράνος άσος, φορούσε για τελευταία φορά τη φανέλα της εθνικής ομάδας. Αυτήν που αγάπησε και τίμησε με αφοσίωση, όπως άλλωστε έκανε και με την ασπρόμαυρη του δικεφάλου. Πού την τίμησε επί σειρά ετών με το απαράμιλλο ταλέντο του, αυτό που δημιούργησε νέες γενιές ΠΑΟΚτσήδων.
Ηταν 20 Σεπτεμβρίου του 1995, μία βραδιά ζέστη σχεδόν καλοκαιρινή, αφιερωμένη στον “Μεγαλέξανδρο” του ελληνικού ποδοσφαίρου, συγκινησιακά φορτισμένη καθώς αποτελούσε το μεγάλο αντίο στην μακρόχρονη πορεία του Γιώργου Κούδα στην εθνική ομάδα. Ενα αντίο που έμελλε να συμβεί στα 49 του χρόνια, καθώς σε αυτή την ηλικία κυριάρχησε η λογική πως έπρεπε να γίνει ένα τιμητικό αντίο στον αειθαλή άσο, που έτσι έγινε ο μεγαλύτερος ηλικιακά ποδοσφαιριστής που φόρεσε την φανέλα της εθνικής ομάδας
Μιλήσαμε μαζί του για το παιχνίδι εκείνο αλλά και για πράγματα που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν του αποχαιρετιστήριου αγώνα, που έδωσε προς τιμήν του η εθνική ομάδα απέναντι στην αντίστοιχη της Γιουγκοσλαβίας στο γήπεδο της Τούμπας. Απαντώντας ο ίδιος στις ερωτήσεις του ΑΠΕ-ΜΠΕ είπε:
«Θυμάμαι πολλά σαν να έγινε πρόσφατα το παιχνίδι αυτό, ενώ πέρασαν 23 χρόνια. Είχαν προηγηθεί πολλές συζητήσεις και αναφορές για ένα τέτοιο τιμητικό παιχνίδι που ήταν σημαντικό κι αυτό το παιχνίδι δεν το διοργάνωσε ο ΠΑΟΚ αλλά η τοπική Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Μακεδονίας, με πρωτοβουλία του προέδρου της Διονύση Ψωμιάδη που ήθελε όπως και ο Γιώργος Λιάνης που ήταν Υφυπουργός τότε, να γίνει το παιχνίδι στην Τούμπα, κάτι που το ήθελα και εγώ γιατί η Τούμπα ήταν το δεύτερό μου σπίτι όπου μεγάλωσα, ανδρώθηκα και ποδοσφαιρικά αναδείχθηκα και ήταν συμβολικό το ότι αντίπαλος της Εθνικής μας ομάδας σ’ εκείνο το παιχνίδι ήταν η εθνική Γιουγκοσλαβίας που εκείνα τα χρόνια πλήττονταν και προέρχονταν από μία πολεμική καταστροφή. Ηθελα να τιμήσω και εγώ με την συμμετοχή μου και την παρουσία μου τον σερβικό λαό και τους συναδέλφους μου ποδοσφαιριστές της χώρας. Είχα κάνει 21 χρόνια επαγγελματίας στον ΠΑΟΚ και προσθέτοντας και τα άλλα πέντε στα τσικό και τα εφηβικά ήταν μία ολόκληρη ζωή. Με τίμησε όμως και ο κόσμος του ΠΑΟΚ και της Θεσσαλονίκης και ήταν συγκινησιακό σοκ αυτό που έπαθα όταν αντίκρισα την προτομή μου, μπροστά στο παρτέρι από την έξοδο των αποδυτηρίων προς τον αγωνιστικό χώρο τα αποκαλυπτήρια της οποίας έγιναν εκείνη την ώρα και ήταν μία προτομή που δεν την έκανε ο ΠΑΟΚ, αλλά ο κόσμος του, οι απλοί φίλαθλοι του, αυτοί που με αγάπησαν και εξακολουθούν να με αγαπούν. Ομως δυστυχώς κάποιοι χούλιγκαν την γκρέμισαν λίγα χρόνια αργότερα.
Τι σήμαινε και τι σημαίνει για σένα εθνική ομάδα ποδοσφαίρου; τον ρωτήσαμε. “Το να παίζεις ομάδα ποδοσφαίρου είναι η μεγαλύτερη τιμή, είναι σαν να φοράς τη σημαία της χώρας επάνω σου, η εθνική ήταν για μένα ότι ομορφότερο μπορώ να θυμάμαι και τότε 23 χρόνια πριν, ήταν η τελευταία φορά που φορούσα τη γαλανόλευκη φανέλα και ήταν ύψιστη τιμή για μένα. Και ήταν εξαιρετικά σημαντικό για δύο πράγματα σε εκείνο το παιχνίδι. Οτι ήρθε για πρώτη φορά στο γήπεδο για να με δει ο πατέρας μου ο Μπαρμπα- Γιάννης Κούδας, όπως επίσης και η γυναίκα μου η Μαρίζα. Αυτό ήταν και παραμένει τουλάχιστον μία ξεχωριστή χαρά, μία ιδιαίτερη τιμή για μένα, αν και από ότι θυμάμαι ο πατέρας μου είχε έρθει και παρακολούθησε και ένα άλλο παιχνίδι του ΠΑΟΚ στις Σέρρες στο 4-0 επί του Ολυμπιακού, το έμαθα αργότερα αυτό και τον είχε φέρει στο γήπεδο ο Γιώργος Σιδέρης με τον οποίο συνδεόταν φιλικά και ο Σιδέρης μου είπε χαριτολογώντας, “Επρεπε να να φύγουμε πριν τελειώσει για να ξαναμπούμε και να κόψουμε δεύτερο εισιτήριο με αυτά που βλέπαμε αφού άξιζε να δώσουμε δύο εισιτήρια στο συγκεκριμένο παιχνίδι”.
Ο Γιώργος Κούδας ανατρέχει σε αυτήν την ξεχωριστή στιγμή της καριέρας του και μνημονεύει την παρουσία 20.000 φιλάθλων του ΠΑΟΚ που περίμεναν να χειροκροτήσουν το ίνδαλμά τους για τελευταία φορά, απέναντι σε μία ενωμένη Γιουγκοσλαβία με όλα τα ποδοσφαιρικά της ινδάλματα που μεσουρανούσαν σε ευρωπαϊκά club. Θυμάται πως όταν βγήκε από τη φυσούνα της Τούμπας αισθάνθηκε ξεχωριστά και ανατρέχει στο παρελθόν:
“Νόμιζα πως είμαι 16 χρονών παιδί κάνοντας από την καταπακτή την πρώτη μου εμφάνιση για να παίξω στο παιχνίδι. Είχα την εντύπωση ότι θα παίξω για πρώτη φορά σε γήπεδο . Ημουν όμως στα 49 μου χρόνια, έτοιμος για να αγωνιστώ για τελευταία φορά με την εθνική ομάδα. Ενιωθα όμως έφηβος και η ψυχή μου πετούσε”.
Εκτοτε πέρασαν 23 χρόνια, ο Γιώργος έγινε 72 ετών, παραμένει όμως πάντα νέος και άφθαρτος στην ψυχή, γεμάτος όνειρα, αναμνήσεις, αλλά ζει πλέον και στιγμές της καθημερινότητας που τις βιώνει δίπλα και κοντά στον ΠΑΟΚ που τον αγάπησε και από τον οποίον αγαπήθηκε. Μπορεί η προτομή του που έγραφε από κάτω: “Κούδας ο Μεγαλέξανδρος του ελληνικού ποδοσφαίρου δόξασε τον ΠΑΟΚ και δοξάστηκε όσο κανείς άλλος από το λαό του εν έτη 1958 1984” να μην ξανάτοποθετήθηκε αλλά ο ίδιος μένει άρρηκτα δεμένος με τον κόσμο και την ιστορία του ΠΑΟΚ σαν το πιο ζωντανό, το πιο ισχυρό συμβολικό πρόσωπο που συνδέει τον ΠΑΟΚ του παρελθόντος με αυτόν του μέλλοντος.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;