Θυμάμαι έντονα τον παππού αυτές τις μέρες. «Δε θα σου πω, που να χτυπιέσαι».
Σφίγγα ο παππούς, αν δεν ήθελε, λέξη δεν του έπαιρνες. Όχι πως μου απόκρυψε τι γινόταν τότε, όχι πως μου παρουσίασε το παρελθόν σαν αγιογραφία. «Κατάλαβε το, ό,τι υπάρχει σήμερα, υπήρχε και τότε» τόνιζε με νόημα. Παραδόξως σε κάθε σχετική συζήτηση μνημόνευε τους πάντες, πάντα απρόσωπους και τους καυτηρίαζε με το τόσο βλοσυρό του χιούμορ. Τεχνηέντως έκανε παύσεις «Μωρέ πως τον λέγανε;» τάχα μου αναρωτιόταν. Και συνέχιζε. «Πάνε πολλά χρόνια, έχω ξεχάσει πια». Δεν τον πίστεψα ποτέ, άλλωστε μέχρι τις τελευταίες του στιγμές υπήρξε εξαιρετικά διαυγής. «Τι λες μωρέ;» έλεγε στη γιαγιά και άρχιζε να αραδιάζει γεγονότα, πρόσωπα, χρονολογίες, οικογενειακά δέντρα και ένα σωρό λεπτομέρειες που συνέθεταν και αναπαριστούσαν στη φαντασία μου όλη τη ζωή της μικρής μας πόλης από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τις μέρες μας. Για τα μικρά βέβαια, όχι για τα μεγάλα. «Ωχ, μην επιμένεις σου λέω! Μα τι θες και τα σκαλίζεις; Λύσσαξες πια, με έχεις φάει» μου έλεγε υψώνοντας ελάχιστα τον τόνο της φωνής του και οι ελάχιστες ελπίδες να τον ψαρέψω παραπέμπονταν στις καλένδες.
Ο παππούς πέθανε πριν από δύο χρόνια και πήρε τα μυστικά της εποχής του μαζί του. Κάπως σα να μίλησε για τις καταστάσεις, μα δε μου αποκάλυψε ποτέ τα πρόσωπα. Στις διηγήσεις του οι άλλοι ήταν πάντα σαν τις σκιές των χωροφυλάκων, που χτυπούσαν ολονύχτια σκοπιά έξω από το σπίτι του μετά τον Εμφύλιο. Εκείνος οικοδόμος τότε, έστρωνε ψιλό τσιμέντο στη γειτονιά, μελετούσε τις πατημασιές, μάζευε τις γόπες και κατέληγε σε ασφαλή συμπεράσματα για τον αριθμό τους και την ώρα που βρέθηκαν εκεί, αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία που όπως και άλλες την έμαθα από τρίτους.
Η στάση του όμως, σε αντίθεση με τη μνήμη του και την ακοή του, κάθε άλλο παρά επιλεκτική ήταν. Ούτε και για τους δικούς του έλεγε. Ήταν και εκείνοι, όπως και οι άλλοι, σκιές – που, είτε πλανιόνταν με χωνιά στο Λαύριο είτε έγραφαν συνθήματα με μπογιά «ανακατεμένη με καμένα λάδια για να αντέχει περισσότερο» στους δρόμους της Ερμούπολης. Δεν έμαθα και μάλλον δεν θα μάθω ποτέ, ποιος ήταν ο υπάλληλος που την δεκαετία του 1930, οι παραγιοί – «η μαρίδα» της αγοράς – τον φώναζαν ‘Οχτάωρο’ και που τελικά εξορίστηκε στη Φολέγανδρο, ούτε ποιοι βρέθηκαν στα κρατητήρια της Kommandatur τη δεκαετία του ΄40, ούτε ποιοι τύπωναν παράνομα τη ‘Κυκλαδική Φωνή’ στη δεκαετία του ‘ 50. «Μα γιατί επιμένεις βρε παιδί μου, τι σημασία έχει;» έλεγε και μέσα στα πράσινα μάτια του, θολωμένα από τον χρόνο, διέκρινα κάτι από την σπιρτάδα ενός ανθρώπου που μεγάλωσε στην αγορά και από τον πόνο ενός αγωνιστή που δεν είδε κανένα από τα όνειρα του να υλοποιείται. Αδυνατούσα να καταλάβω τη σιωπή του. Άλλοτε την απέδιδα σε έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο μου, άλλοτε στη πιστή εφαρμογή της κομματικής omertà. Κατάφερνε να με φτάσει στα όρια μου, όταν μου πετούσε το μπαλάκι γελώντας «Μα πάλι τα ίδια θες να σου λέω, κιόλας τα ξέχασες;»
Μια μέρα όμως ο παππούς έσπασε και από τότε σχεδόν έπαψα να τον ενοχλώ. «Κατέβηκα στον μπακάλη και σταμάτησα να χαζέψω τα κηδειόχαρτα μαζί με έναν άλλον συνομήλικο μου», είπε. Ήταν μια προσφιλής ασχολία του και όταν γυρνούσε σπίτι έδινε αναλυτικό ραπόρτο των θανάτων της ημέρας. «Ξαφνικά ακούω τον συνομήλικό μου να μονολογεί: ‘Σκατά στο τάφο σου καριόλη’, ‘Τι έγινε, τι έπαθες άνθρωπε μου; τον ρώτησα.’ ‘Δούλευα υπάλληλος στο καθαριστήριο, δε με θυμάσαι; Αυτός ο καριόλης, έφερνε τα παντελόνια του να του τα πλύνω και πριν τα βάλω στο πλυντήριο έβγαζα από τις τσέπες του σημειώσεις σε χαρτάκια, όλους σας παρακολουθούσε, δεν τον είχατε πάρει χαμπάρι;’» Δεν είπα τίποτα, άφησα τον παππού να συνεχίσει απευθυνόμενος πια σε μένα. «Και σου λέω παιδί μου. Ερωτεύεσαι μια κοπέλα, είστε μαζί και πάνω στους καβγάδες (που συμβαίνουν ανάμεσα σε κάθε ζευγάρι) και μέσα στα νεύρα σου γυρνάς και της λες: Ο παππούς σου ήταν δωσίλογος, ρουφιάνος, ξέρω γω τι άλλο. Θα βγει κάτι με αυτό; Μερικές φορές είναι καλύτερο να μη ξέρεις. Γι αυτό σου λέω παιδί μου, άστα και σταμάτα να με ρωτάς.»
Αυτός ήταν λοιπόν ο φόβος του παππού. Μη διαιωνιστεί το μίσος. Μην τύχει και εσωτερικεύσω τις επιλογές των παλιών σαν κατάρα ή σαν ευλογία – που περνάει με το αίμα από γενιά σε γενιά και είμαστε εσαεί φορείς και δέσμιοι. Γι αυτό πάντα εξιστορούσε απρόσωπα, γι αυτό οι πάντες ήταν σκιές. Εθνικόφρονες, κομμουνιστές, συνοδοιπόροι, αμέτοχοι, όλων τα πρόσωπα σκεπάζονταν από την πάχνη του χρόνου, όλοι ήταν θολοί. Ο παππούς είχε το ιστορικό πλεονέκτημα. Μετά από σαράντα χρόνια κυνηγητού είχε επιτέλους πάρει τη ρεβάνς, μπορούσε πια να επαναπαυτεί στις αγωνιστικές του δάφνες, να στηλιτεύσει καταστάσεις και γιατί όχι, να πάρει εκδίκηση μιλώντας για πρόσωπα. Δεν το έκανε όμως δείχνοντας μια, κατά εκείνον, διδακτική ανωτερότητα. Δεν έδωσε άφεση σε κανέναν, αλλά παράλληλα δεν τον εξέθεσε, δεν τον αποκάλυψε. Δεν είπε ποτέ πως η απολυτότητα, η αδιαλλαξία και εν τέλει το μίσος προσωποποιούνταν στο γείτονα, στο συνάδελφο, στον αδερφό. Κάπως έτσι, ίσως, πίστευε πως θα προστάτευε τις επόμενες γενιές από τα δεινά της δικής του.
Ο παππούς δεν μακροημέρευσε ώστε να δει την είσοδο της Χρυσής Αυγής στο Κοινοβούλιο, ούτε να παρακολουθήσει τους καθημερινούς ακτιβισμούς τους. Δεν είδε την επανίδρυση του παρακράτους και τους τραμπουκισμούς. Καλύτερα ίσως. Τι θα έλεγε άραγε; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Το πιθανότερο όμως θα ήταν να τονίσει, όπως συνήθιζε, με νόημα: «Κατάλαβε το: ό,τι υπάρχει σήμερα, υπήρχε και τότε». Ναι αγαπημένε μου παππού, ίσως να έχεις δίκιο. Και αυτή τη φορά, τηρουμένων των αναλογιών, οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε, πάλι τηρουμένων των αναλογιών, αν όχι με τα μέσα σίγουρα με το σθένος που επέδειξες εσύ. Αλλά τώρα, όταν τα πράγματα θα εξομαλυνθούν – γιατί παρά τις ενδείξεις που θέλουν το αντίθετο, επιμένω να παραμένω αισιόδοξος – θα πρέπει να κρατήσουμε διαφορετική στάση. Αυτή τη φορά οφείλουμε να κοιτάξουμε, τόσο ως κοινωνία όσο και ως μονάδες, το πρόσωπο μας στον καθρέφτη – να κάνουμε αυτοκριτική, να δούμε αν ακόμα και άθελα μας υποθάλψαμε καταστάσεις, να κατανοήσουμε τι μας οδήγησε εδώ, να αναλογιστούμε τις ευθύνες, να τις επωμιστούμε και να μάθουμε να πορευόμαστε με τα σημάδια τους. Όχι σαν σκιές. Α, φτάνει πια, πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά, που θα έλεγε και ο ποιητής.
ΥΓ: Ο παππούς του κειμένου δεν είναι λογοτεχνικό εύρημα. Σεβόμενος τη στάση ζωής ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε ανωνύμως δεν θα αναφέρω τα στοιχεία του. Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.
* Ο Διονύσης Νοταράκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;