Δυο αδερφές από την Ξάνθη, η Σουζάνα και η Ελένη, μια μαθηματικός και μια γλωσσολόγος, περιοδεύουν στην γεωγραφία της μουσικής τραγουδώντας πάνω από είκοσι γλώσσες, σε μια ευρεία γκάμα που περιλαμβάνει από ρεμπέτικα και ποντιακά του νόστου, μέχρι γκόσπελ και blues, μουσικές της Κάτω Ιταλίας αλλά και παραδοσιακά της Ανατολής και των Βαλκανίων.
Οι ζωντανές εμφανίσεις τους έχουν υποβλητικό χαρακτήρα: μοιάζουν με ένα τελετουργικό καμωμένο με υψίφωνα acapella, μια παλινδρόμηση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, όπου ο έρωτας, ο αποχωρισμός και ο καημός είναι τα πανανθρώπινα και διεθνικά γρανάζια των μουσικών τους. Από την Ξάνθη, στη Νέα Υόρκη και την Οδησσό, από τη Θεσσαλονίκη στην Τεργέστη, οι αδερφές Βουγιουκλή έχουν συνεργαστεί με ετερόκλητα ονόματα: Από τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς μέχρι τους Rotting Christ.
Η δική τους ιστορία είχε από την αρχή ένα πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, λέει η Ελένη: «Μεγαλώσαμε στην Ξάνθη με ένα μικρό “διάλειμμα” δύο ετών, που βρεθήκαμε στο Μπάνγκορ της Ουαλίας, όσο η μητέρα μας έκανε το διδακτορικό της στη γλωσσολογία. Ήταν και η ηλικία τέτοια, αλλά και η κατάσταση, που μας έχει επηρεάσει πάρα πολύ. Φοιτήσαμε σε σχολείο πολυπολιτισμικό. Ήμασταν τα Ελληνάκια, ενώ, μεταξύ άλλων, βρισκόντουσαν Αγγλάκια, Γερμανάκια και παιδιά από το Πακιστάν. Από ό,τι φάνηκε στην πορεία, είχαμε καταβολές από τα επαγγέλματα των γονιών μας. Η Σουζάνα τελείωσε Μαθηματικά στο Αριστοτέλειο. Εγώ τελείωσα Γλώσσες και Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας».
Οι γονείς των δυο κοριτσιών φαίνεται πως ήταν η πρώτη «μαγιά» στην καλλιτεχνική τους χαρακτηροδόμηση, συμπληρώνει η Σουζάνα: «Οι γονείς είναι λάτρεις των τεχνών και των γραμμάτων γενικότερα -ειδικά της μουσικής- και πιστεύω πως αυτό το θεωρούσαν πάντα πολύ βασικό πράγμα στην παιδεία ενός ανθρώπου, οπότε κι από πολύ μικρά μας έβαλαν μέσα σε όλο αυτό το σύμπαν. Το ζητούσαμε κι εμείς βέβαια από πολύ μικρά, είναι η αλήθεια. Θέλαμε το δικό μας πιάνο, για παράδειγμα». Το ξεκίνημά τους στη μουσική έγινε από την εποχή που ήταν μαθήτριες, ενώ η πρώτη τους επίσημη σαν αδερφές Βουγιουκλή έλαβε χώρα στο «Άνω Κάτω», στις γιορτές της παλιάς πόλης στην ηλικία των δεκατριών ετών, πολύ πριν το «Βόρειο Σέλας», το πρώτο τους συγκρότημα. Η ίδια η πόλη της Ξάνθης φαίνεται πως ήταν (σ.σ. και είναι) για τα δυο κορίτσια ένας «ζωντανός μουσικός οργανισμός»: «Η Ξάνθη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο γενικά, ακόμα και στην προσωπικότητά μας. Είναι μια πόλη “πολυπολιτισμική” που έχει έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Δεν είναι απλά μια επαρχιακή πόλη που συμβαίνουν αραιά και που πράγματα. Έχει πάρα πολλά φεστιβάλ, τις γιορτές της Παλιάς Πόλης, το φεστιβάλ νέων. Κάθε δύο μήνες περίπου γίνονται μεγάλες διοργανώσεις και είχαμε την τύχη από μικρά παιδιά να παρακολουθήσουμε πάρα πολλές συναυλίες και θέατρα. Αυτό συνέβαλε ακόμα και στο πώς αντιμετωπίζουμε τη δουλειά μας. Δεν έχει να κάνει με το γεγονός πως απλά τραγουδάμε, παίζουμε την μουσική μας και τέλος, είναι για εμάς μια σοβαρή έρευνα επάνω στη μουσική, μια κατάθεση ψυχής».
Το “γουά χαμπίμπι (wahabibi)” είναι ένας ύμνος της Mεγάλης Παρασκευής του Λιβάνου, που έχει τραγουδήσει η Φαϊρούς κι εμείς λέμε το μισό στα Αραβικά και το μισό στα Ελληνικά, έτσι όπως το έχει προσαρμόσει ο Χριστόδουλος Χάλαρης σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Είναι επίκαιρο και συνδεδεμένο με την προσφυγικό ζήτημα…
Όποιος τις έχει παρακολουθήσει live, διακρίνει έντονα τις Βαλκανικές επιρροές τους στη μουσική, αλλά και στα φωνητικά έχουν κάνει μια σπουδή επάνω την Γκροτοβσκική μέθοδο που βασίζεται σε acapella τραγούδια που δημιουργούν δονήσεις. Οι ίδιες αντιπαρέρχονται το εγχώριο κόμπλεξ περί εθνικής βαλκανικής ταυτότητας, ενώ θεωρούν τον εαυτό τους πολύ τυχερό που είχαν αυτήν την πρώτη ύλη, λέει η Σουζάνα: «Η καταγωγή μας είναι από την Βόρεια Ελλάδα, Μακεδονία και Θράκη ειδικά. Όλα αυτά είναι Βαλκάνια και φυσικά έχουμε φοβερά ακούσματα. Ειδικά η Θράκη που έχει από επάνω την Βουλγαρία, που είναι διάσημη για τα «the mystery Bulgarian voices» και όλα αυτά τα φωνητικά, όπως και από τα υπόλοιπα Βαλκάνια, που είναι «ξαδέρφια» όλες αυτές οι μουσικές μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται, βέβαια, και πάλι στο γεγονός πως στο σπίτι μας δεν είχαμε κανένα κόμπλεξ για τη μουσική, ούτε το κόμπλεξ της παραδοσιακής μουσικής ή της κλασικής, της metal ή το ροκ. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτά που ζεις στην ζωή σου είναι αυτά που σε καθορίζουν κιόλας, ειδικά στις μικρές ηλικίες. Ακόμα και ο Χατζιδάκις, έλεγε για την Ξάνθη πως ήταν εξίσου τυχερός που μεγάλωσε εκεί, γιατί είχε αυτά τα ακούσματα. Και εμείς μέχρι τα επτά μας χρόνια, είχαμε προσλαμβάνουσες από όλα τα είδη της μουσικής και μέσα από το σπίτι μας, που δεν μας εμπόδισαν να οικειοποιηθούμε κάποιο είδος, από το παραδοσιακό μέχρι το γκόσπελ, που είναι μια θρησκευτική μουσική».
Στην ίδια πλεύση και η αδερφή της, η Ελένη, που θεωρεί την Ελλάδα σταυροδρόμι πολιτισμών: «Έχει μεγάλο ενδιαφέρον τραγουδιστικά και πολιτιστικά το πολυφωνικό τραγούδι των Βαλκανίων. Και γενικότερα, όμως, η Ελλάδα είναι ένα σταυροδρόμι πολιτισμών. Νομίζω όλοι οι μουσικοί που γεννιούνται εδώ έχουν αντίστοιχα ερεθίσματα. Είναι, βέβαια, τα φωνητικά ένα είδος εξαιρετικά απαιτητικό. Για εμένα είναι κάτι το συμπαντικό η μουσική των Βαλκανίων, σημαίνει δονήσεις, να έχεις τον άλλο απέναντι σου και να τον δονείς φωνητικά».
Επάνω σε αυτό το μουσικό ιδίωμα των Βαλκανίων, σκέφτομαι, υπάρχει μια ξεχωριστή συναισθηματική ταυτότητα του σπαραγμού. Τα Βαλκανικά τραγούδια φέρουν μέσα τους μια παραδοσιακή θλίψη υπό την σκέπη του ίδιου χαμηλοτάβανου ορίζοντα που γεννιούνται και άλλες μουσικές, από τα Ποντιακά μέχρι τα τραγούδια της Ανατολής. Θέλησα να τις ρωτήσω, μιας και υπάρχουν υποείδη μουσικά, που μοιάζουν με μοιρολόι ή προσευχή αντίστοιχα, κατά πόσο αυτός ο «καημός» τις ενδιαφέρει ως «μουσική ταυτότητα» αφού στα lives τους είναι εξαιρετικά ευδιάκριτος. «Μας αρέσει λίγο το black» λέει γελώντας η Σουζάνα «αλλά όχι το black έτσι όπως το έθεσες, με την έννοια της θλίψης απαραίτητα. Συχνά τα τραγούδια χωρισμού, ας πούμε, έχουν μια έντονη οργή. Αν δεις, όμως, όλες οι μουσικές των λαών πάνω κάτω τραγουδούν τα ίδια θέματα γιατί είναι πανανθρώπινα και διαχρονικά: τη θλίψη, τον πόνο, τον έρωτα. Που επίσης ο έρωτας μπορεί να δημιουργεί μια θλίψη. Πιο πολύ μας οδηγεί στο πώς θα στήσουμε μια παράσταση η ίδια η μουσική, ο ήχος, όχι απαραίτητα πώς θα κάνουμε ένα κομμάτι με ερωτικά ή με μοιρολόγια ας πούμε. Δεν το κάνουμε έτσι. Πιο πολύ μας αρέσει να το μπλέκουμε και αν το δεις στο σύνολο, υπάρχει ένα συναίσθημα που μας οδηγεί στην κάθαρση».
Αναρωτιόμουν, μετά από όλες αυτές τις επιρροές που έχουν, πώς αυτοπροσδιορίζονται και ποιες είναι οι δυσκολίες, αφού δε μπορείς να τις κατηγοριοποιήσεις πουθενά. Αστειευόμενη η Σουζάνα, μου απάντησε με ένα πρόσφατο χαρακτηρισμό που έχουν ακούσει για αυτές: «Αβάν γκαρντ παραδοσιακό!». Για να τις βοηθήσω, τις παρότρυνα να συστηθούν σε κάποιον που δεν τις ξέρει, συμπληρώνοντας τη δική μου πρόταση: «Γεια σας, είμαστε οι αδερφές Βουγιουκλή και τραγουδάμε τις μουσικές του κόσμου». Συμφώνησαν. Η Σουζάνα συνέχισε μετά τον αστεϊσμό: «Είναι δύσκολο να το προσδιορίσεις. Είμαστε καλλιτέχνες του live, εμάς αυτή είναι η “ανάσα μας”. Για τη Ντιαμάντα Γκαλάς, για παράδειγμα, δε μπορείς να πεις τραγουδά το τάδε αποκλειστικά. Λες πως είναι ο τρόπος που το κάνει. Δεν σε νοιάζει τι τραγουδά, όσο ο τρόπος. Το ίδιο ισχύει για τη Φέιθφουλ. Νομίζουμε πως μας χαρακτηρίζει ο τρόπος, όχι το τι κάνουμε ακριβώς». Οι δυσκολίες για την Ελένη είναι «αυτές που υπήρχαν πάντα», όχι αποκλειστικά με το πώς θα συστηθούν οι ίδιες, αλλά οι συγκυρίες που δε βοηθούν τη μουσική γενικώς, άρα και την δική τους τοποθέτηση μέσα σε ένα πλαίσιο: «Δεν υπάρχουν περιοδείες εύκολα στη μουσική, δεν υπάρχει αυτό που λέμε δισκογραφία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν υπάρχει παραγωγή μουσικής. Έχει βέβαια αρκετά χρόνια που έχει παρακμάσει. Υπάρχει μια απίστευτη υπερπληροφόρηση μέσω ίντερνετ που ακόμα κι εκεί μέχρι να βρεθεί μια “ισορροπία” χάνεται αρκετός κόσμος στην μετάφραση. Έπειτα, έχει καταλήξει ο μουσικός να είναι ο επιχειρηματίας σε πολλές φάσεις, προκειμένου να κάνει αυτό που θέλει και να στηρίξει τη δουλειά του. Από τη μια έχει ένα καλό αυτό, αφού ο καλλιτέχνης έχει έναν έλεγχο της δουλειάς του, αλλά από την άλλη χάνεται κάτι στην “αλυσίδα”. Το θέμα είναι να μην κάνει εκπτώσεις σε αυτό που κάνει και κάποια στιγμή νομοτελειακά θα δικαιωθεί».
Διαβάστε περισσότερα στο www.lifo.gr
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;