Όπως κάθε χρόνο έτσι και το 2019 η μεσαία τάξη καλείται να σηκώσει το «βάρος» του προϋπολογισμού. Ο πρώτος μεταμνημονιακός προϋπολογισμός περισσότερους φόρους και λιγότερες κοινωνικές παροχές, σε σχέση με όσα σχεδίαζε τον Ιούλιο στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα η κυβέρνηση.
Την ίδια στιγμή, η Κομισιόν βγάζει κίτρινη κάρτα στην Ελλάδα, κυρίως ως προς το σκέλος των μεταρρυθμίσεων. «Η πρόοδος όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς είναι μέτρια και οι Αρχές θα πρέπει να επισπεύσουν την υλοποίησή τους για να επιτευχθούν οι στόχοι τους», αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Μπορεί, λοιπόν, ο νέος προϋπολογισμός να ενσωματώνει θετικά μέτρα ύψους 910 εκατ. ευρώ, πλην όμως οι φορολογούμενοι με μεσαία εισοδήματα και μεσαία ακίνητη περιουσία ουσιαστικά δεν έχουν απολύτως τίποτα να περιμένουν.
Συγκεκριμένα, οι φόροι σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, αναμένεται να διαμορφωθούν το 2019 στα 51,127 δισ. ευρώ, ποσό που βρίσκεται κοντά στο εκτιμώμενο ποσό των φορολογικών εσόδων για το 2018 το οποίο ανέρχεται στα 51,259 δσ ευρώ. Ωστόσο τα καθαρά έσοδα, αυτά δηλαδή που προκύπτουν μετά την επιστροφή φόρων, εμφανίζονται αυξημένα κατά 1 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι.
Οι φόροι το 2019 διαμορφώνονται στα 46,423 δισ. ευρώ από 45,418 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα ανέλθουν φέτος, ενώ για άλλη μια χρονιά η Ελλάδα κάνει πρωταθλητισμό στους έμμεσους φόρους. Από τα 51,127 δις. ευρώ των φόρων, τα 27,559 δις. ευρώ θα προέλθουν από την έμμεση φορολογία η οποία πλήττει κυρίως τα χαμηλά στρώματα.
Στους χαμένους του νέου προϋπολογισμού περιλαμβάνονται και όσοι έχουν ακίνητη περιουσία άνω των 150.000 ευρώ αφού το σχέδιο της μείωσης του φόρου κατά 10% μεσοσταθμικά δεν τους αγγίζει.
Πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, δείχνει ότι η Ελλάδα ρίχνεται για τα καλά στη μάχη των φόρων της ακίνητης περιουσίας κι ειδικά σχετικά με τους επαναλαμβανόμενους φόρους.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τέταρτη θέση στην κατάταξη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τους φόρους των ακινήτων κοντράροντας άλλες χώρες πολύ πιο ακριβές αγορές.
Πρώτη είναι η Γαλλία με 4,7% του ΑΕΠ και ακολουθούν η Βρετανία με 4,3% και το Βέλγιο με 3,6%. Σημειώνεται πως στους επαναλαμβανόμενους φόρους η Ελλάδα έρχεται τρίτη με ποσοστό 2,8% του ΑΕΠ. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Γαλλία με 3,3% του ΑΕΠ και ακολουθεί η Βρετανία με 3,1%.
Η Κυβέρνηση πανηγυρίζει, υποστηρίζοντας ότι η χώρα βγήκε από τα μνημόνια, όταν, όπως υποστηρίζει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι πολιτικές λιτότητας και οι βαριές δεσμεύσεις συνεχίζουν να υφίστανται, οι δημοσιονομικοί στόχοι παραμένουν – για πολλά χρόνια – υψηλοί και η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
Η Κυβέρνηση πανηγυρίζει για τα αχρείαστα υπερπλεονάσματα, όταν αυτά οφείλονται στην υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, στα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης και στην εσωτερική στάση πληρωμών.
Η Κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί θα μειώσει κάποιους φόρους, μη υλοποιώντας όμως τα περίφημα «αντίμετρα» και γκρεμίζοντας το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, όταν μάλιστα η ίδια επέβαλε 29 νέους φόρους, ανεβάζοντας τον συνολικό λογαριασμό των μέτρων λιτότητας – μέχρι σήμερα – στα 9,5 δισ. ευρώ.
Η αλήθεια είναι ότι το Πρόγραμμα απέτυχε, αφού η χώρα δεν μπορεί να βγει με ασφάλεια στις αγορές, το ιδιωτικό χρέος διογκώνεται και οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα.
Η αλήθεια είναι ότι η υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων έχει οδηγήσει σε αναιμική και χαμηλότερη των προβλέψεων ανάπτυξη.
Και τέλος, η αλήθεια είναι ότι η κανονικότητα στη χώρα δεν έχει ακόμη επιστρέψει, αφού το χρηματιστήριο έχει καταρρεύσει, οι τραπεζικές μετοχές έχουν εξαϋλωθεί, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας συνεχώς υποχωρεί, οι καταθέσεις των πολιτών δεν επιστρέφουν με ουσιαστικό τρόπο στο τραπεζικό σύστημα και η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίζεται.
Συμπερασματικά, ο Προϋπολογισμός συνιστά το κύκνειο άσμα της σημερινής διακυβέρνησης.
Μετά από 8 μνημονιακούς προϋπολογισμούς η περιπέτεια της χαμένης ελληνικής δεκαετίας θα έπρεπε να φθάνει στο τέλος της.
Παρόμοιες ήταν και οι κυβερνητικές προσδοκίες όπως καταγράφονται στις εισηγητικές εκθέσεις των τελευταίων ετών. Το ίδιο προσδοκούσε και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Κινητήρες δυνάμεις για αυτό η εξωστρέφεια και οι επενδύσεις. Όμως η πραγματικότητα διαψεύδει τις κυβερνητικές προβλέψεις.
Οι επενδύσεις για το 2018 θα παραμείνουν στα επίπεδα του προηγούμενου έτους. Οι προβλέψεις για αύξησή τους 11,9% το 2019 δε βασίζονται στον ρεαλισμό. Με το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων μειωμένο κατά 550 εκ. σε σχέση με το Μεσοπρόθεσμο, με τις κατασκευές να τηρούν σιγή θανάτου, με τις επενδύσεις σε μεταφορικό, επικοινωνιακό και τεχνολογικό εξοπλισμό στα ιστορικά χαμηλά τους και τις επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό να μην μπορούν να σηκώσουν όλο το βάρος της επενδυτικής ανάκαμψης, οι επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό όχι απλώς δεν στηρίζουν την ανάπτυξη αλλά σηματοδοτούν την πλήρη αποβιομηχάνιση της χώρας.
Αντίστοιχα στο μέτωπο της εξωστρέφειας το 2017 ήταν η πρώτη χρονιά που η πραγματική ισοτιμία ενισχύθηκε. Αυτό σε συνθήκες συνεχούς μείωσης της παραγωγικότητας σηματοδοτεί την απώλεια ανταγωνιστικότητας για την εθνική οικονομία. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να προσεγγίσει τα 2,7 δις ευρώ αυξημένο κατά 1,7 δις ευρώ σε σχέση με τη βέλτιστη απόδοση του 2015.
Αν στους εγχώριους παράγοντες προσθέσουμε το ενδεχόμενο της αστάθειας στις αναδυόμενες αγορές και το ζήτημα της ιταλικής οικονομίας τότε γίνεται αντιληπτό ότι εύκολα μπορεί να εκτροχιαστεί η αδύναμη ανάκαμψη των τελευταίων ετών.
(πηγή: in,gr)
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;