Το ζήτημα της ένοπλης συνεργασίας Ελλήνων με τα στρατεύματα κατοχής αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της ελληνικής ιστοριογραφίας. Και όπως συμβαίνει με τα ταμπού, η απαγόρευση οδήγησε στην αποσιώπηση.
Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η κυριαρχία της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού λειτούργησε αποτρεπτικά για την επιστημονική μελέτη της ιστορίας της Κατοχής.
Την ίδια εποχή η σιωπηλή ένταξη των ανδρών και των αξιωματικών των Ταγμάτων Ασφαλείας στον κρατικό μηχανισμό ή η δραστηριοποίησή τους σε ποικίλες παρακρατικές οργανώσεις επέτρεψε τη σιωπηλή αποκατάστασή τους.
Δεν ήταν βέβαια εύκολο οι συνεργάτες των Γερμανών να μετατραπούν σε «ήρωες» μιας εθνικής ιστοριογραφίας και γι’ αυτό τους επιφυλάχθηκε η θέση των «θυμάτων» του ΕΛΑΣ.
Με αφορμή τις αιματηρές συγκρούσεις στο τέλος της Κατοχής μεταξύ δυνάμεων του ΕΛΑΣ και ένοπλων συνεργατών στην Πελοπόννησο, τη Μακεδονία και αλλού, οι απώλειες των τελευταίων μετατράπηκαν σε «αθώα θύματα» και «αγρίως σφαγιασθέντες» από τους κομμουνιστές.
Ωστόσο η ένταξή τους στην επίσημη μνήμη ως «θυμάτων» συντελέστηκε κυρίως στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, όταν ανεγέρθηκαν μια σειρά μνημείων με πιο χαρακτηριστικό ίσως το «Μνημείον Αγωνιστών Εθνικής Αντιστάσεως» των «σφαγιασθέντων υπό των Σλαυοκομμουνιστών» στο Κιλκίς το 1968 – σε ανάμνηση της μάχης του Κιλκίς του Νοεμβρίου 1944.
Μετά την πτώση της χούντας, όταν οι συνθήκες πλέον επέτρεπαν τη μελέτη της περιόδου της Κατοχής, το θέμα της ένοπλης συνεργασίας έμεινε αδιερεύνητο. Σε αυτό συνέτεινε το γενικότερο κλίμα της εποχής.
Η αναγνώριση της συμμετοχής του ΕΑΜ στην Αντίσταση το 1982 και η νέα επίσημη αφήγηση που υπογράμμιζε τον «παλλαϊκό» και πατριωτικό χαρακτήρα της Αντίστασης είχε αποτέλεσμα οι πιο σκοτεινές και λιγότερο ηρωικές πλευρές της Κατοχής να αποσιωπηθούν.
Η «Εθνική Αντίσταση» έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ιστορικής αφήγησης, με βάση την οποία η συντριπτική πλειονότητα του λαού αντιστάθηκε στον ξένο κατακτητή εκτός από έναν μικρό αριθμό Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς.
Γενικότερα ζητήματα που θα μπορούσαν να διαταράξουν την εθνική αφήγηση, όπως η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων ή η στάση των μειονοτήτων, έμειναν στο περιθώριο της επίσημης μνήμης και της δημόσιας ιστορίας.
Ωστόσο μετά το 2000 το ζήτημα της ένοπλης συνεργασίας βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και της επιστημονικής διαμάχης, οι οποίες κορυφώθηκαν με μια σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα» το 2004.
Την ίδια περίπου εποχή άρχισαν να δημοσιεύονται άρθρα και να εκδίδονται μελέτες που ασχολούνταν συστηματικά με το φαινόμενο της ένοπλης συνεργασίας και έφερναν στο φως στοιχεία σχετικά με τη δράση, τη σύνθεση ή τα κίνητρα όσων συμμετείχαν στα ένοπλα σώματα που συλλήβδην ονομάζουμε Τάγματα Ασφαλείας.
Η σιωπή που μέχρι τότε περιέβαλε την ένοπλη συνεργασία έχει πλέον «σπάσει» – και αυτό είναι κάτι αναμφίβολα θετικό.
Η επιχειρηματολογία όμως που συνόδευσε αρκετές από αυτές τις μελέτες ήταν αρκετά προβληματική και σε μεγάλο βαθμό αναπαρήγαγε επιχειρήματα παλαιότερων εποχών.
Το βασικό επιχείρημα αρκετών μελετητών ήταν ότι η επιθετική επέκταση του ΕΛΑΣ εξανάγκασε όσους διαφωνούσαν μαζί του να αναζητήσουν την προστασία από τους Γερμανούς και να εξοπλιστούν από αυτούς για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την αριστερή βία και τρομοκρατία.
Με άλλα λόγια, όσοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς στην ουσία προσπάθησαν να αυτοπροστατευτούν και να αντιδράσουν στη βίαιη κυριαρχία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι αυτό ήταν και το επιχείρημα των ίδιων των συνεργατών των Γερμανών στις δίκες που έγιναν μεταπολεμικά, ότι δηλαδή ήταν αγνοί πατριώτες και εθνικόφρονες οι οποίοι αγωνίστηκαν για να σώσουν την Ελλάδα από τους «εαμοβούλγαρους».
Η πραγματικότητα βέβαια ήταν πολύ πιο σύνθετη και τα κίνητρα της ένοπλης συνεργασίας ποικίλα. Κάποιοι κατατάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας για να έχουν υλικά-οικονομικά οφέλη, άλλοι έβρισκαν τα ιδεώδη της ναζιστικής Γερμανίας ελκυστικά, μειονότητες ή περιθωριοποιημένες εθνοπολιτισμικές ομάδες χειραγωγήθηκαν επιδέξια από τις κατοχικές δυνάμεις ώστε να συνεργαστούν, ενώ πολλοί επέλεξαν να εξοπλιστούν από τους Γερμανούς εξαιτίας του φανατικού αντικομμουνισμού τους.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως των κινήτρων τους αυτό που ένα μέρος της βιβλιογραφίας αποσιωπά είναι οι συνέπειες της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Από τη μια πλευρά, τα Τάγματα Ασφαλείας συστρατευόμενα με τους Γερμανούς συμμετείχαν σε πρωτοφανή εγκλήματα κατά του πληθυσμού, όπως συνέβη με τα διαβόητα μπλόκα στην Αθήνα και τον Πειραιά το καλοκαίρι του 1944, με την εγκληματική δράση των διαφόρων ένοπλων ομάδων, όπως αυτή του Δάγκουλα στη Θεσσαλονίκη ή τις μαζικές σφαγές στα Γιαννιτσά, τον Χορτιάτη, την Καλαμάτα κ.α.
Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας αντικειμενικά εξυπηρετούσε τα σχέδια των δυνάμεων κατοχής.
Οι Γερμανοί με τη χρησιμοποίηση των Ταγμάτων Ασφαλείας υπέθαλπαν τις εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των ένοπλων συνεργατών κατά του ΕΛΑΣ ενίσχυαν την κατοχική εξουσία και καθυστερούσαν την απελευθέρωση της χώρας.
Και κάτι τελευταίο: η οικειοποίηση της δράσης και της μνήμης των Ταγμάτων Ασφαλείας από τη Χρυσή Αυγή δημιουργεί γενεαλογίες και συγγένειες, οι οποίες θα έπρεπε τουλάχιστον να προβληματίσουν τους μελετητές που προσπάθησαν να τα αποκαταστήσουν παρουσιάζοντας τους συνεργάτες των Γερμανών απλά ως «θύματα» των κομμουνιστών.
Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Από την Εφημερίδα των Συντακτών
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;