Έλα τώρα που θα βγει κάποιος να πει ότι γνωρίζει έστω και κάτι για το «εν θέματι» αντικείμενο . . .Αμ δεεεε . . . Μόνο κάποιος πολύ παλιός ή κάποιος που έχει πληροφόρηση από προπολεμική (!) γιαγιά μπορεί να ξέρει τι είναι το «Φικιλούρι». Αλλά και για να είμαστε συνεπείς με το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής απ’ όπου προέρχεται η λέξη, αυτό το Φικιλούρι, δεν προφέρεται έτσι που το γράφουμε στο θέμα, αλλά ούτε και μπορούμε να το εξωραΐσουμε ντύνοντάς το με βυζαντινή γλωσσική κατάληξη και να το πούμε «Φικιλούριον». Εκεί στα μέρη μας στη βορειοανατολική ορεινή Χαλκιδική, και ειδικά στο χωριό μας το Νεοχώρι, το λέμε (μάλλον το έλεγαν κάποτε. ..), το έλεγαν «Φικιλούρ’» σκέτο και το πρόφεραν με το Ρό, γυρτό, σκυφτό προς τα κάτω, ένα Ρό με έναν ήχο «ναι και όχι», σαν να θέλει να βγει και να συγκρατιέται, σαν να θέλει , και σαν να προσπαθεί να δει τα . . ..αχαμνά του, να τα βλέπει και να μην τα βλέπει, να σκύβει λίγο, και ά ακόμα λίγο και θα φανούν και να μην φαίνονται . . . Και σήμερα, έτσι θα το πούμε αυτό το τελικό Ρό, κλειστό, κομψό, αμφίβολο και φοβισμένο, και όχι όπως προφέρουμε το τελικό Ρό όταν για παράδειγμα αναφερόμαστε στη φίρμα ΚΑΡ-ΦΟΥΡ . . .
Για το Φικιλούρι θα πούμε λοιπόν, για ένα εξάρτημα που χρησιμοποιήθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων αποκλειστικά από γυναίκες «προς έλξιν του ετέρου φύλου και συνήθως προς απόλαυσιν κατά τους μυθολογικούς χρόνους, αλλά και . .. προπολεμικώς, προς υποβοήθησιν της τεκνοποιίας» και θα δούμε πώς και τι, και δεν είναι το «Φικιλούρι» κάτι «πονηρόν», δεν είναι απ’ αυτά τα βοηθήματα στα οποία πιθανόν να πήγε το μυαλό μερικών αδιόρθωτων, αλλά μόνο μη βιάζεστε, γιατί θα πρέπει να ξεκινήσουμε από φαρδιά, για να καταλάβουν όλοι και να χαμογελάσουν και μερικοί για το επίκαιρον(!!!) τού θέματος . . . και «όσνοι» χαμογελάσουν βέβαια, τους άλλους τους αγέλαστους, «άφκιτνοι» (άφησέ τους) να γκρινιάζουν με το τίποτα. .. .
Έχουμε και λέμε λοιπόν και ξεκινάμε από παλιά, από πολύ παλιά, από τότε που το ζευγάρι Δίας-Ήρα πάλιωσε, έκαναν τι έκαναν, (αλλά μυστήριο κι’ αυτό, τέκνα οι δυο τους μάλλον δεν έκαναν . . .), είπαν ότι είχαν να πουν και μπήκαν στην καθημερινή ρουτίνα και στη συνήθεια, κάθε μέρα τα ίδια και . . «Τι θα φάμε πάλι σήμερα. . . Τη μπούχτισα την Αμβροσία τόσα χρόνια, χάλασε και το . . .ψυγείο . . Πες στον Ποσειδώνα για καμιά τσιπούρα . .» τέτοια κάθε μέρα και να σηκώνεται ο δικός της και να ξεπορτίζει, και το βράδυ νάρχεται μελωμένος με τη μια και την άλλη, και να φτάνουν τα μαντάτα και τα χαμπέρια, το και το στην Κύπρο, τον είδαν στις Άλπεις ως . . .Ταύρο με την Ευρωπούλα καβάλα, πολλά τέτοια και ποιες φήμες να πιστέψει η έρμη η Ήρα, το ίδιο βάσανο από τότε μέχρι τώρα, είναι να μη σού τύχει τέτοιος σύζυγος γιατί δε σαμαρώνεται με τίποτα, δεν καταλαβαίνει ούτε από θεούς ούτε κι’ από δαίμονες, αφού ως γνωστόν η ψυχή βγαίνει πρώτα και ύστερα αυτό το «ωραίο χούι», και τον είδαν λέει το Δία εδώ, τον είδαν παραπέρα, «ακούστηκε» στην Κρήτη και στον Καύκασο, αγανάχτησε η Ήρα σού λέει δεν πάει άλλο, είδε στον καθρέφτη και χολόσκασε, διαπίστωσε το κρέμασμα των επίμαχων σημείων, σού λέει κάτι πρέπει να κάνω, ν’ αλλάξω λίγο την εμφάνιση, να βάψω το μαλλί, θέλω καινούργιο χιτώνα, θέλω κι’ άλλα πολλά, κι εκεί που οι σκέψεις από γκρίζες άρχισαν να γυρίζουν στο μαυριδερό, νά και περνάει από πέρα συνάμενο κουνάμενο το Αφροδιτάκι, σκέτο αφρόγαλο και σκερτσόζο μες στα μεταξωτά του, ήρθε μια ιδέα στην Ήρα και ψου ψου ψου να το ένα να το άλλο, και πώς και τι. . και . . . «μωρέ τι λές; Θα πιάσει . . .;» και τέλος πάντων, σήκωσε η Αφροδίτη το μεσοφούστι κι’ έβγαλε από κάτω μια χρυσοκέντητη πανέμορφη ζώνη, γυαλοκοπούσε στον ήλιο, την πήρε η Ήρα, τη θαύμασε, την προβάρισε στη μέση ταίριαζε . . .ταμάμ . . .και ρώτησε, . . «και πότε τη θέλεις πίσω; . . .», είπε η άλλη μασώντας τη . . .Χιώτικη. . . «κράτα την και θα περάσω να την πάρω . . . και καλή . . .επιτυχία. . .» όμως πέταξε και το καρφί το Αφροδιτάκι . . . «και τι να την κάνω τη ζώνη . . . εμένα δεν μού πολυχρειάζεται. . . .!!!», τέτοια λοιπόν τα ωραία εκείνης της εποχής, η Ήρα έπιασε την μπηχτή αλλά την κατάπιε, πήρε τη ζώνη, «Κεστόν» την αναφέρουν οι αρχαίοι, την πήρε και μάνι μάνι, αφού πήγε στα ινστιτούτα της εποχής και φρεσκαρίστηκε με χτενίσματα, αρώματα και. . . «ανορθώσεις», φόρεσε και τον «Κεστόν» κατάσαρκα και με κείνο το ύφος το . .γνωστόν (για όσους ακόμα . . .ενθυμούνται τα τοιαύτα . . . ) και με τη γνωστή γαλιφιά του ωραίου φύλου, και να λίγο έτσι, να κάπως αλλιώς, την . . . «έπεσε» στο σύζυγο Δίαααα. . . .
Βέβαια το τι επακολούθησε και ιδίως το . . . «αν . .» δεν είναι γνωστό, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι μάλλον ο «Κεστός» βοήθησε και αντιρρήσεις επ’ αυτού δεν συγχωρούνται, γιατί και διότι, όσα αναφέρει η Μυθολογία μας συνέβησαν για να επαληθευθεί και το ρητό της αειμνήστου προγιαγιάς μου Μπιγίνας, η οποία ύστερα από κάθε παραμύθι που μας αφηγιούνταν, στην ερώτησή μας , . . . «αλήθεια μωρέ Μανάκα; . . .» εκείνη απαντούσε με νόημα, και με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις . . .
« Μ’ τίιι . . .(1) όλνοι οι μύθ’ αληθειανοί . . .»(2).
Τώρα θα μού πει κάποιος γιατί και προς τι αυτή η εισαγωγή, αλλά έλα όμως που ο αρχαίος «Κεστός» δεν ξεχάστηκε και χρησιμοποιήθηκε και στα νεότερα χρόνια . . .!!! Με άλλο όνομα βέβαια, αλλά φορέθηκε, αν και απλός και ταπεινός, χωρίς χρυσοκέντητα στολίδια και παραστάσεις, και φορέθηκε από τις γυναίκες οι οποίες μετά το γάμο τους, παρά τις συνεχείς προσπάθειες, δυσκολεύονταν να δείξουν «καρπόν κοιλίας». Άλλο βέβαια το αν η δυσκολία οφείλονταν στο σύζυγο, αυτό δε συζητιόταν, αλλά την εποχή που φορέθηκε το εν θέματι Φικιλούρι δηλαδή ο σύγχρονος(!!!) «Κεστός» ήταν πολύ δύσκολο να αποδοθεί η αδυναμία στο σύζυγο. Μετά, άλλαξαν τα πράγματα και η επιστήμη όπως έπρεπε, εδραίωσε την αλήθεια, εντόπισε τις δυνατότητες των συζύγων, μοίρασε τις ευθύνες, καταρρίπτοντας το «αλάθητον» του άρρενος και όπου μπόρεσε έδωσε λύσεις . . .
Αυτός λοιπόν ο σύγχρονος «Κεστός» αυτό το «Φικιλούρι» ήταν γνωστός στα μέρη μας και ειδικά στο χωριό μας, τη δεκαετία του ‘ 40, μπορεί και μετά, και φορέθηκε ως βοήθημα, μαζί με άλλα γιατροσόφια « ταξίματα» και «παρακλήσεις», για να επιτευχθεί η περιπόθητη «σύλληψη» και να επιβραβευθούν οι αγωνιώδεις προσπάθειες του ζεύγους, για τεκνοποιία.
Αλλά και τι ήταν αυτό το περίφημο «Φικιλούρι;», που κοντεύουμε να τελειώσουμε την ιστορία και να μείνει ξεχασμένο και σε . . .εκκρεμότητα;
Το Φικιλούρι λοιπόν ήταν μια στενή λουρίδα από αξούριστο δέρμα Φώκιας, απ’ αυτές που τότε γεννοβολούσαν σ’ ολόκληρο το βόρειο Αιγαίο και υπήρχαν πλήθος Φώκιες τότε, και μη βλέπετε τώρα που περιορίστηκαν σε καναδυό παραλίες και έμειναν μόνο ως περίεργο και προστατευμένο είδος . . .
Έκοβαν λοιπόν από το δέρμα της Φώκιας μια λουρίδα και η γυναίκα την ζώνονταν, την έδενε στη μέση της κατάσαρκα και είπαμε το γιατί. Βέβαια η αξούριστη λουρίδα δεν ήταν και το «βαρύ πυροβολικό» στην όλη υπόθεση, αλλά ένα είναι το σίγουρο, οτι αυτό το Φικιλούρι , βοηθούσε τη γυναίκα ψυχολογικά να χαλαρώσει, κάτι που και σήμερα οι ειδικοί θεωρούν βασική προϋπόθεση για τέτοιου είδους «προσπάθειες». Και δεν γνωρίζω αν το Φικιλούρι είχε αποτελέσματα, άλλωστε από μόνο του δεν μπορεί να κάνει και τίποτα αν δεν συμπράξει και ο σύζυγος, αλλά ούτε και στατιστικά στοιχεία υπάρχουν. Το βέβαιο όμως είναι ότι φορέθηκε και μάλιστα από αρκετές γυναίκες και η πληροφορία προέρχεται από τη γιαγιά μου την Αναστασία η οποία στα νιάτα της και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50, ήταν στο χωριό μας ή μία από τις δύο πρακτικές Μαμές, και έμαθε την τέχνη της μαιευτικής από κάποια άλλη Μαμή, από τη Μαννάκα τη Χαμαϊδή, που τη διάλεξε λέει τη γιαγιά μας από κορίτσι ακόμα, γιατί είχε λεπτά χέρια και μακριά δάχτυλα, ναι ναι, τη θυμάμαι πολύ καλά τη γιαγιά την Αναστασία, η οποία όσο ζούσε μάς είπε πολλά, και σε κάθε γέννα όπως μας έλεγε, έπαιρνε δώρο μια πετσέτα και μια πλάκα. . . .σαπούνι . . .όλο κι’ όλο και παραστέκονταν στο σαράντισμα του παιδιού και στα βαφτίσια . . .αλλά γι’ αυτά μια άλλη φορά, γεροί νάμαστε να τα θυμόμαστε για να τα πούμε . . .γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται .. Θα πρέπει όμως εδώ να πούμε, κι’ αυτό το σπουδαίο που δείχνει το πόσο «ψηλά» ήταν η Μαμή στην μικρή κοινωνία του χωριού, να πούμε ότι το αβάφτιστο παιδί όταν το «σαράντιζαν», στην εκκλησία το πήγαινε η Μαμή, το «απέθετε» μπροστά στην Ωραία Πύλη κι’ αφού το ευλογούσε ο Παπάς, το σήκωνε η Μαμή και το παρέδιδε στη Μάννα αφού προηγουμένως η Μάννα έκανε τρεις μετάνοιες και της φιλούσε το χέρι. Και βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαία αυτή η Κοινωνική παραδοχή της Μαίας, η οποία μεσολαβεί για τον ερχομό στον «κόσμο» της καινούργιας, της νέας ζωής. . . και αυτά έτσι για να μαθαίνουμε και κάτι . . .
Τώρα βέβαια είναι να απορεί κανείς πώς αυτό το Φικιλούρι, ο σύγχρονος Κεστός έφτασε από την Αφροδίτη στις γυναίκες, μονάχα εκεί στα βορειοανατολικά του Χολομώντα. Γιατί δεν ακούστηκε πουθενά αλλού να μιλούν γι’ αυτό, εκτός κι’ αν κάποιες το άκουσαν απέναντι στα χωριά του Παγγαίου, γιατί πολλά «δικά μας» μοιάζουν με τα δικά τους , κι’ αν κάποιος γνωρίζει κάτι σχετικό , ας το πει. Και κάτι τέτοια σώθηκαν και όπως μάς βεβαιώνουν οι ειδικοί, μεταδόθηκαν ή μάλλον παραδόθηκαν από τις γυναίκες από γενιά σε γενιά, μέχρι που κάποτε κόπηκε ο κρίκος στην αλυσίδα τής παράδοσης και , αντικαταστάθηκε δυστυχώς, από το τραγικό σημερινό κενό.
Πρέπει όμως να πούμε δυο λόγια για τους αριθμημένους ιδιωματισμούς και εκείνο το . . . Μ’τι,(1) είναι η συντομότερη. . .συντόμευση μιας ολόκληρης κύριας πρότασης, η οποία αν ειπωθεί ολόκληρη, θα είναι. . . «Μα τί τώρα, είναι δυνατόν να αμφιβάλλεις για την αλήθεια αυτών που σού λέω; Για κάτσε καλά, γιατί άλλη φορά παραμύθι δεν . . . έχει . . . . .» Έτσι λοιπόν αυτό το «Μ’ τι» είναι παραπάνω από βεβαιωτικό και αμφιβολία δε χωράει . . .αλλά και τέτοιο πετσόκομμα μιας ολόκληρης πρότασης και ο περιορισμός της σε μια μόνο παράξενη συλλαβή, μόνο σε μας εκεί θα μπορούσε να συμβεί . . .
Η ιδιωματική πρόταση « όλνοι οι μύθ’ αληθειανοί.. .»(2) έχει εύκολη ερμηνεία και θέλει να πει ότι όλοι οι μύθοι είναι αληθινοί. Η λεπτομέρεια όμως βρίσκεται σ’ αυτό το « όλνοι» το οποίο προφέρουμε έτσι, γιατί στον προφορικό λόγο πρέπει να ξεχωρίζει ο πληθυντικός του «όλος- όλοι» από το θηλυκό «όλη». Αλλά αυτό το «αληθειανοί» δεν πρέπει να έφτασε σε μας έτσι, τυχαία, και μάλλον το μετέφερε η συλλογική μνήμη ποιος ξέρει από πότε, ίσως από τα προϊστορικά χρόνια, από τότε που τα γεγονότα ξεχάστηκαν και έμειναν σαν μύθοι, αλλά αυτά τα θέματα, μπορούν να τα αναπτύξουν και να τα ερμηνεύσουν άλλες ειδικότητες, εδώ θα αρκεσθείτε μόνο στην πληροφορία τη σχετική με το «Φικιλούρι» και στη μεγάλη . . .συμβολή του εκεί που είπαμε παραπάνω και να μην τα ξαναλέμε. Αλλά να πούμε και το άλλο, ότι δηλαδή, σε όλες τις αφηγήσεις οι παραμυθάδες άντρες και γυναίκες, όσοι αράδιαζαν τα γεγονότα στα παραμύθια, μετά από το . . «κι’ έζησαν αφνοί καλά κι’ μείς καλύτιρα . . .» στο τέλος έλεγαν. . . κι’ εκείνο το. . . «Έεεεεχ.. . κι τι να πεις . . . .Όλνοι οι μύθ’ αληθειανοί. . κι’ άειντι να πααίνουμι, λάλ’σαν οι πιτνοί . . .» (Δηλαδή, πέρασε η ώρα . . .)
Αυτά, και νάμαστε καλά να πούμε κι’ άλλα . . .
Με χαιρετισμούς, Βαγγέλης Μαυροδής.Kai για περισσότερα, mavrodis.blogspot.com
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;