Είκοσι ο Φλεβάρης σήμερα, κρύος ο καιρός με μισή. . . λιακάδα, η ώρα «περί αγοράν πλήθουσαν» κι’ εμείς, αργόσχολοι εκεί στην κεντρική πλατεία της πόλης μας της πόλης που ζούμε τόσα χρόνια, την κεντρική πλατεία της Ξάνθης. Mικρός ο τόπος μας και γνωστοί οι περισσότεροι, συζητούμε λιανοπατώντας, λέμε διάφορα και χαζεύουμε τους περαστικούς, βγήκαμε μια βόλτα έτσι για να ξεσκάσουμε, μέχρι να έρθει η ώρα να μαζευτούμε, να επιστρέψουμε στο σπίτι για φαγητό.
Εκεί λοιπόν, παρατηρήσαμε το σκύψιμο της όμορφης Μουσουλμάνας κοπέλας που διέσχιζε την πλατεία καλοντυμένη και στητή, με τη μαντήλα φορεμένη κοκέτικα, να δείχνει την διαφορετικότητα, αλλά συγχρόνως και τη γυναικεία κοκεταρία
Έσκυψε για μια στιγμή η κοπέλα και πήρε από κάτω ένα κομμάτι κουλούρι πεταμένο ή πεσμένο, ποιος ξέρει από ποιον, μπορεί από το τρυφερό χεράκι ενός παιδιού, που όποιος το συνόδευε δεν έσκυψε να το πάρει, ή και μπορεί να μην το είδε, αλλά μάλλον αυτός ο κάποιος ή η κάποια δεν έμαθε από κανέναν ότι το ψωμί δεν το πετούμε όπως μας μάθαιναν από παλιά, όπως μάθαιναν οι γυναίκες από μικρές ότι το τραπεζομάντιλο με τα ψίχουλα δεν το τινάζουμε από το μπαλκόνι όπου νάναι κι’ αν ρωτούσες την γιαγιά γιατί; Απαντούσε «γιατί δεν κάνει, είναι αμαρτία»,συνοψίζοντας μ’ αυτό το «δεν κάνει»,το σεβασμό που πρέπει να δείχνουμε στους κόπους και στον ιδρώτα εκείνου που μόχθησε για νάναι το ψωμί στο τραπέζι μας, την τιμή και την αγάπη που πρέπει νάχουμε για κείνον που μας φροντίζει.
Γι’ αυτό και «δεν κάνει, είναι αμαρτία να πετάς το ψωμί» και το κουλούρι είναι ψωμί και ποιος ξέρει αν η κοπέλα το πρώτο δώρο που δέχτηκε από τον πατέρα ή τον παππού δεν ήταν ένα ολοστρόγγυλο κουλούρι με σουσάμι και περασμένο στο σπάγκο μαζί με άλλα κουλούρια, τόσα όσα ήταν τα εγγόνια, όσα ήταν τα παιδιά; Άραγε εκείνο το βίωμα την έκανε να σκύψει και να μαζέψει το μισοφαγωμένο κουλούρι, ή μήπως η συνήθεια που πέρασε μέσα της με τις ορμήνιες της μάνας και της γιαγιάς για την αμαρτία και το «δεν κάνει;».
Είδε σίγουρα η κοπέλα, έμαθε από μικρή για τον κόπο και την αγωνία της πολυτέλειας νάχει η οικογένεια ψωμί στο τραπέζι, είδε κι’ έμαθε σίγουρα τη διαδικασία της παρασκευής του ευλογημένου ψωμιού, είδε το ζύμωμα, το πλάσιμο, το σκέπασμα και το «γίνωμα» του ψωμιού είδε το φούρνισμα και γεύτηκε την ευωδιά του όταν φρέσκα και ζεστά έμπαιναν με τη σειρά τα ολοστρόγγυλα καρβέλια σκεπασμένα στο ράφι με ευλάβεια από τα χέρια της μάνας και της γιαγιάς και είδε σίγουρα στα μάτια του πατέρα, του νοικοκύρη που μόχθησε γι’ αυτό το ψωμί, είδε την ικανοποίηση και το τραχύ χαμόγελο τη στιγμή που τόκοβε για να το μοιράσει δίκαια στο χαμηλό τραπέζι.
Τα είδε η κοπέλα αυτά και τάζησε, της έγιναν βίωμα, κι’ αυτό το βίωμα ξανάρθε στη συγκεκριμένη στιγμή και φανερώθηκε εκεί, στην κεντρική πλατεία της πόλης μας. Έσκυψε, πήρε το μισοτελειωμένο κουλούρι για να μην το πατήσει κανείς και δεν το πέταξε, το «απόθεσε» στο παρτέρι της πλατείας στη ρίζα της βαλανιδιάς και σοβαρή συνέχισε το δρόμο της.
Κάποιοι χαμογέλασαν σιωπηλοί. Οι άλλοι κοιταχτήκαμε αμίλητοι, απευθύνοντας ένα νοερό μπράβο στην κοπέλα κι’ ένα ευχαριστώ στην αιώνια γυναίκα, την αδερφή, τη σύντροφο, τη Μάννα. . . .
Βαγγέλης Μαυροδής, http://mavrodis.blogspot.com/
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;