«Από εδώ ξεκίνησαν οι μαστόροι που έχτισαν όλον τον κόσμο. Όταν σου λέω όλο τον κόσμο, το εννοώ. Από την Ρωσία ως την Αμερική κι από την Αυστραλία μέχρι την Αφρική». Ο κύριος Γιώργος Φούρκιας τσουγκρίζει μαζί μου ένα ποτήρι κατακόκκινο κρασί από το ξύλινο βαρέλι που φυλάει στο υπόγειο, στο ταβερνάκι του στη Βούρμπιανη, και ρίχνει ένα ακόμη ξύλο στο τζάκι.
«Εγώ δούλευα είκοσι χρόνια στην Κόνιτσα. Είχα νοικιάσει ένα σπίτι εκεί, στο οποίο κοιμηθήκαμε με τη γυναίκα μου μία μέρα. Μία μέρα στα είκοσι χρόνια. Κάθε βράδυ οδηγούσα μία-δύο ώρες μες στο χιόνι για να γυρίσω πίσω στο χωριό. Την αφήνεις τέτοια ομορφιά;».
Οι Ηπειρώτες μαστόροι την άφηναν –αλλά μόνο για λίγο. Έφευγαν σε «μπουλούκια» κι έλειπαν μήνες στο εξωτερικό όπου… έχτιζαν τον κόσμο, όπως λένε σήμερα οι απόγονοί τους, αλλά πάντα επέστρεφαν εδώ. Μιλούσαν μια δική τους διάλεκτο, τα κουδαρίτικα, με λέξεις της οποίας βάφτιζαν τα όμορφα χωριά τους. Αργότερα, αυτά πήραν το όνομά τους. Κι έγιναν Μαστοροχώρια.
Χωριά αυθεντικά, χωρίς την ανάπτυξη των γειτονικών Ζαγοροχωρίων, με ένα ταβερνάκι, ένα καφενεδάκι κι έναν ξενώνα το πολύ το καθένα –κάποια και χωρίς τίποτα από όλα αυτά, απλά με μια όμορφη πλατεία και υπέροχους κατοίκους πρόθυμους να διηγηθούν ιστορίες στο πεζούλι κάτω από το πλατάνι της. Χωριά με πέτρινα καλντερίμια, τοξωτά γεφύρια, λαξευμένες στον βράχο πέτρινες κρήνες, κουκλίστικα αρχοντικά και καμινάδες που αχνίζουν. Χωριά κτισμένα στις πλαγιές του Γράμμου και του Σμόλικα, φωλιασμένα μέσα σε δάση οξιάς, σημύδας, πεύκου και έλατου, που αγναντεύουν από ψηλά τα διάφανα νερά του Σαραντάπορου. Χωριά μαγικά.
Η Καστανέα και τα πέτρινα γεφύρια της
«Καστάνιανη» την έλεγαν παλιά, πριν αντικατασταθούν τα κουδαρίτικα (όπως ονομαζόταν η διάλεκτος των μαστόρων) ονόματα με άλλα που ακούγονταν ελληνικότερα, και γίνει το Τούρνοβο Γοργοπόταμος, η Ζέρμα Πλαγιά και η Μπλίζδγιανη Λαγκάδα. Το Καστάνιανη της ταίριαζε περισσότερο –γι’ αυτό και οι ντόπιοι εξακολουθούν να την αποκαλούν έτσι. Το όνομα, όμως, έχει μικρή σημασία μπροστά σε τόση ομορφιά. Το αμφιθεατρικά κτισμένο, πέτρινο (φυσικά) χωριό σε γοητεύει με την πρώτη ματιά.
Τα λιθόκτιστα δρομάκια του ανηφορίζουν –απότομα, είναι η αλήθεια– οδηγώντας τα βήματά σου, που αντηχούν μέσα στην ησυχία, σε μια νέα έκπληξη κάθε λίγα μέτρα: σε μια γραφική πλατεΐτσα, σε ένα ακόμη τοξωτό γεφύρι, από τα τέσσερα συνολικά του χωριού, που πλαισιώνει ένα ακόμη διάφανο ρυάκι, σε μια όμορφη εκκλησία. Δύο από αυτές αξίζουν λίγο παραπάνω από τον χρόνο σας: ο Άγιος Νικόλαος για το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο του, έργο ντόπιου μαστόρου, και ο Άγιος Δημήτριος του 17ου αιώνα, στη συνοικία της Μεσαριάς, ο οποίος είναι από τις τελευταίες εναπομείνασες εκκλησίες με πολεμίστρες.
Η Πυρσόγιαννη, οι μαστόροι της και το Μουσείο τους
Η Γέφυρα του Λοχαγού Σπηλιωτόπουλου περνά πάνω από τα κρυστάλλινα νερά του Σαραντάπορου και οδηγεί στο δρομάκι που ανηφορίζει προς τα ψηλότερα Μαστοροχώρια. Το πρώτο από αυτά, η Πυρσόγιαννη, εμφανίζεται μετά από λίγα λεπτά πίσω από μια στροφή του δρόμου, φωλιασμένη μέσα σε ένα χρωματιστό δάσος από έλατα, πεύκα και οξιές.
Έδρα του Δήμου των Μαστοροχωρίων και ένα από τα ομορφότερα χωριά του, η Πυρσόγιαννη είναι η πατρίδα της πλειοψηφίας των μαστόρων της Ηπείρου. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς για το γεγονός πως εδώ βρίσκεται το Μουσείο των Ηπειρωτών Μαστόρων. Στεγασμένο στο όμορφο κτίριο του σχολείου του χωριού, που κτίστηκε το 1926, το Μουσείο φιλοξενεί εκθέματα και αρχεία από την ζωή και την δουλειά των μαστόρων, μεταξύ των οποίων εργαλεία, σιδηροκατασκευές, σχέδια και φωτογραφίες.
Χωριό πραγματικό κομψοτέχνημα, η Πυρσόγιαννη αξίζει όσο χρόνο μπορείτε να της αφιερώσετε, για να περπατήσετε τα πέτρινα καλντερίμια της, να θαυμάσετε τα αρχοντικά της και να πιάσετε τραπεζάκι για ντόπιο τσίπουρο με μεζέ στον Τότο, στην πλατεία, αφήνοντας το βλέμμα να περιπλανηθεί στις δασοσκέπαστες πλαγιές απέναντι της.
Λίγο πιο πάνω, μία ακόμη στάση επιβάλλεται στο ταβερνάκι του ξενώνα Αρμολόι, που, καιρού επιτρέποντος, βγάζει τραπεζάκια έξω και σερβίρει τις σπεσιαλιτέ του στην όμορφη αυλίτσα του. Τοπικά εδέσματα όπως το τσιριβίρι, κουνέλι με καρύδια και σκόρδο, αγριογούρουνα και βέβαια ηπειρώτικες πίττες έχουν την τιμητική τους.
Κείμενο – Φωτογραφίες: Ηρώ Κουνάδη
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;