Ήτοι, πώς έγινε και στα μέρη μας εκεί στις πλαγιές του Χολομώντα Χαλκιδικής, αλλά και ποιος ξέρει πότε, από τον ταπεινό Τσίρο φκιάξαμε ολόκληρο ρήμα, και πώς συνδέσαμε αυτό το ρήμα με άλλες ανοιξιάτικες, πονηρές δραστηριότητες.
Και όπως εξ αρχής αντιλαμβάνεται ο αγαπητός και . . . υπομονετικός αναγνώστης, στην παρούσα . . . περισπούδαστη μελέτη, θα αναφερθούμε σε ένα πολύ σοβαρό θέμα γενικού ενδιαφέροντος, θα μιλήσουμε για τον γνωστό στο Πανελλήνιο Τσίρο.
Το πόσο σοβαρό είναι το θέμα θα φανεί στη συνέχεια γι’ αυτό, και κάντε υπομονή.
Και λέμε γενικού ενδιαφέροντος, αλλά όμως ορισμένα σημεία του γραπτού, δεν αφορούν σε όλους και δε συγκινούν όσους λόγω. . . ηλικίας, έχουν ξεχάσει προ πολλού μερικά βασικά πράγματα. . .ανατομίας, κι’ ας είναι και δόκτορες, αλλά και επ’ αυτού, οι απορίες θα λυθούν στη συνέχεια. Είπαμε όμως, υπομονή . . .
Μιλούμε λοιπόν για το λιανόψαρο που αποξηραμένο στον ήλιο αλλάζει και όνομα, αφού με άλλο όνομα κολυμπάει . . .αμέριμνο στο νερό, και αλλιώς το λέμε όταν το λιάσουμε για να φαγωθεί ως μεζές και καλός μάλιστα.
Από την αποξήρανσή του και μετά, μπαίνει στα μπακάλικα με το όνομα Τσίρος και εξ αυτού και η τσιροσαλάτα πολύ νόστιμος μεζές για ούζο, για τους μερακλήδες που ξέρουν δηλαδή , τους άσχετους άστους, μπορούν να βολευτούν με ότι νάναι.
Πάντως στο λεξικό βλέπουμε ότι Τσίρος είναι λέει « ο αποξηραμένος Σκόμβρος και μεταφορικά, ο άσαρκος άνθρωπος», αλλά άσαρκος θα πει πετσί και κόκαλο, ένας σκελετός δηλαδή και τα λεξικά καμιά φορά δεν ξέρουν τι λένε, αφού όσοι τα γράφουν το κάνουν μέσα από το γραφείο τους, ή αναθέτουν στους φοιτητές της έδρας τους να μαζέψουν και να επεξεργαστούν τα «λήμματα» και γράφουν, γράφουν, χωρίς μεγάλη ή και καθόλου επαφή με την πραγματικότητα.
Σκέψου όμως και φαντάσου, πώς το λέει ο λεξικογράφος, λέει καί «άσαρκος» καί «σκόμβρος» μαζί, ένα σκέτο χάλι δηλαδή, τι να πεις, άσε που αν πάς στον ψαρά και πεις ότι θέλεις ένα κιλό «σκόμβρο» θα σε κοιτάξει παράξενα και θα σκεφτεί «πάει ο μπάρμπας, τόχασε», εκτός κι’ αν είναι γνωστός καθηγητής-λεξικογράφος, οπότε δε λέει κανείς τίποτα και το πολύ πολύ αν αυτό γινόταν στο χωριό μου που όλοι θεωρούμαστε επίδοξοι «Νονοί» έτοιμοι να κολλήσουμε το παρατσούκλι με την πρώτη ευκαιρία, θα τον βαφτίζαμε αμέσως και θα τον γνώριζαν όλοι ως Σκόμβρο, αλλά και με την ταχύτητα που μας διακρίνει στην αλλοίωση των λέξεων, δε θα προλάβαινε να χρονίσει το αρχαιοπρεπές «παρασούμι» του και θα γινόταν «Σκουμπρής».
Τώρα αυτό το «άσαρκος», είναι μια κάποια υπερβολή, αφού άνθρωπος άσαρκος, δηλαδή «ξεκριατισμένος» δεν μπορεί να ζήσει, μόνο με τα κόκαλα , τέλος πάντων λίγη σάρκα θάχει, ίσια ίσια να στέκεται κάποιο ρούχο επάνω του.
Λιγνός λοιπόν από γεννησιμιού του αυτός ο Τσίρος και λιπόσαρκος, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώτικος αφού ταλαιπωρήθηκε κρεμασμένος και ξεράθηκε στον ήλιο, δε γινόταν να διατηρηθεί γυαλιστερός και γεμάτος, γι’ αυτό και όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι είναι πολύ αδύνατος, αδύνατος δυσανάλογα με το μπόι του και το παρουσιαστικό του, λέμε ότι είναι σαν Τσίρος, αλλά πολύ παράξενο, αυτό το λέμε μόνο για τους άντρες, για τις αδύνατες γυναίκες δε λέμε το ίδιο, λέμε άλλα, εκεί συνδυάζουμε την αδυναμία με την ασχήμια και λέμε ότι αυτή είναι σα σκιάχτρο και πρέπει αυτό να βγαίνει από την εικόνα που παρουσιάζει ένα φουστάνι περασμένο σε παλούκι μπηγμένο στο χωράφι για να σκιάζονται τα «ζλάπια»( τα αγρίμια ), μια αμφίεση που αποκλείει εκ των πραγμάτων τις καμπύλες τις τόσο χαρακτηριστικές συνάμα και. . . τραβηχτικές στο γυναικείο παρουσιαστικό και βέβαια, τον αδύνατο άνθρωπο, τον ζαμπούνικο που λέμε στα χωριά μας, όπως και να τον αποκαλέσεις, είναι κάτι το αφύσικο, χωρίς βέβαια να αποκλείεται αυτή η αδυναμία να οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία του ατόμου, στην κράση όπως λέμε και όχι στο ότι το άτομο αυτό είναι λιγόφαγο ή ανόρεχτο γιατί ακούμε για μερικούς αδύνατους να λένε ότι δεν ξέρουν πού το βάζουν το φαΐ και ότι για κάποιον συμφέρει να τον ντύνεις παρά να τον ταΐζεις, και, πήγαμε πάλι από δω γυρίσαμε και λίγο από κει, ερχόμαστε πάλι στον Τσίρο που για να λιαστεί και να ξεραθεί, τον κρεμούν στον ήλιο σε ένα σκοινί.
Κρεμούν πλήθος ψάρια δεμένα με σπάγκο απ’ την ουρά και όπως είναι έτσι κρεμασμένα και φυσάει κι’ όλας, κουνιούνται συνέχεια κι’ απ’ αυτό το συνεχές κούνημα βγήκε το καθαρά δικό μας ρήμα, αυτό που λέμε στα βορείως του Χολομώντα χωριά μας, το ρήμα «τσιρουνιούμι» που θα πει είμαι κρεμασμένος και κουνιέμαι πέρα δώθε, κουνιέμαι όχι για διασκέδαση όπως στις κούνιες που φκιάχναμε με σκοινί κρεμασμένο από κάποιο δέντρο, ούτε σημαίνει άλλα πονηρότερα κουνήματα, αλλά «τσιρουνιέται» ο τσίρος γιατί τον κρεμάσαμε όχι να κάνει. . . ηλιοθεραπεία, αλλά για να στεγνώσει και να γίνει νόστιμος μεζές.
Το ρήμα λοιπόν «Τσιρουνιούμαι ή Τσιρουνιέμαι» δε λέγεται ποτέ για πρόσωπα, αλλά μόνο για πράγματα και στο χωριό μας ειδικά που είναι ορεινό και δεν έχουμε θάλασσα και Τσίρους για να «κρεμνούμε», το ρήμα το χρησιμοποιούμε αποκλειστικά για τα ρούχα που απλώνονται στο σκοινί της αυλής για να στεγνώσουν και μόνο στο σκοινί, γιατί το άπλωμα των πλυμένων ρούχων στην απλώστρα στο μπαλκόνι, εκ των πραγμάτων αποκλείει το «Τσιρόνισμα».
Τώρα, όταν το ρήμα αυτό ακούγεται, συναντιέται μόνο στον Ενεστώτα και μάλιστα μόνο στο τρίτο πρόσωπο ενικού και πληθυντικού, όπου λέμε «τσιρουνιέτι» (αυτό) και πληθυντικός τσιρουνιούdι,(αυτά) και στον Παρατατικό έχουμε, Τσιρουνιούdαν (ίδιο στο τρίτο πρόσωπο Ενικού και (πληθυντικού) και τίποτα άλλο.
Και μάλιστα έχουμε μία έκφραση τη μοναδική νομίζω που δεν υπάρχει αλλού, εκείνη που λέμε όταν φυσάει και κουνιούνται τα απλωμένα ρούχα, λέμε δηλαδή εκείνο το «Τσιρουνιούdι τα Κατούνια», όπου η δεύτερη λέξη μέχρι πρότινος ήταν απροσδιόριστης προέλευσης και ετυμολογίας, αλλά για να τη λέμε στο χωριό μας όλο και κάποια σχέση θάχει με τα παλιά, και με το ψάξε ψάξε, μάθαμε ότι η λέξη «κατούνια» ( εννοούμε τα ρούχα γενικώς), προέρχεται από την «κατωνάκην» το χιτώνα που φορούσαν λέει οι δούλοι στην αρχαία Σικυώνα για να ξεχωρίζουν, και έτσι είναι, δεν το είπαμε τόσες φορές, πως ό τι λέμε δεν το λέμε τυχαία;
Πάντα κάποια σχέση έχει με τους αρχαίους, αλλά για να βεβαιωθούμε θέλει ψάξιμο και πολύ μάλιστα, μια και τις περισσότερες λέξεις μας τις έχουμε πετσοκόψει, τις «γδάραμε» και τις καταντήσαμε αγνώριστες, και μη προς κακοφανισμόν των συγχρόνων κατοίκων της Σικυώνος (του Κιάτου) όπου αμφιβάλλω αν ακούγεται τέτοια λέξη εκεί, εμείς τη λέμε ακόμα στο χωριό, και αν ρωτήσεις στο πανελλήνιο τι σημαίνει, μάλλον θα τη γνωρίζουν μόνο οι λεξικογράφοι, άντε και μερικοί περίεργοι.
Και αυτή την παραπάνω έκφραση, αυτό το «τσιρουνιούνται τα κατούνια», τη λέμε με μια διάθεση χαρούμενη πάντα, γιατί λέγοντάς την, έρχεται μπροστά μας η εικόνα της άνοιξης, της ανθισμένης φύσης, η αυλή με τα απλωμένα ρούχα, που με την πολυχρωμία τους συμβάλλουν σε μια χαρούμενη διάθεση και όλα αυτά, άνοιξη, νιάτα, λουλούδια, μυρουδιές, το βουητό από τις μέλισσες στην ανθισμένη κορομηλιά της αυλής, τα ρούχα που τσιρουνιούdi στον ανοιξιάτικο αέρα, ξεμπρατζωμένες και ξεκάλτσωτες γυναίκες που πηγαινοέρχονται στις αυλές και στα μπαλκόνια, σιγομουρμουρίζοντας κάποιον σκοπό, όλα αυτά τα «σημάδια» της φύσης, φέρνουν μια «άλλη» διάθεση, μια καθεαυτού ερωτική διάθεση για άλλου είδους ευχάριστες ενέργειες και «σαλταρίσματα», γι’ αυτό εκεί που βλέπεις κίνηση σε κάποια αυλή, η γυναίκα να απλώνει και ο άντρας να μαστορεύει κάτι, φαινομενικά και οι δύο αδιάφοροι, η συνεννόηση γίνεται με μια ματιά, και νά ,ξαφνικά σιγή και κλειστές πόρτες, τα παιδιά στο σχολείο, το πεδίο ελεύθερο και η διάθεση που σε σμπρώχνει προς τα εκεί, έτσι πρέπει κι’ έτσι γίνεται πάντα, η φύση δε συγκρατιέται και φανερώνεται, και όλα καλά, και τα πολύχρωμα ρούχα να τσιρουνιούdi κρεμασμένα στο σκοινί ακολουθώντας τον ερωτικό ρυθμό της φύσης που μιλάει φανερά με τον τρόπο της, αλλά την ώρα αυτή δε μιλάει απλώς, την ώρα αυτή η Μητέρα Φύση «ιερουργεί» και σωπάτε οι άσχετοι και οι απ’ έξω. . .
Αυτά και αν έστω και σε έναν μόνο άλλαξε η διάθεσή του και ήρθε στο νου του κάτι άλλο, κέρδος θα είναι, κι’ αφήστε τη φύση να χαίρεται και να χαμογελά. . . !!
Αν πάλι όλα τα απαραίτητα για το πάρτι της άνοιξης υπάρχουν αλλά απλώς. . . «τσιρουνιούνται» τι να κάνουμε, ας παρηγορηθούμε τουλάχιστον ότι δεν. . . . πέφτουν. . . και είχαμε δεν είχαμε κοντέψαμε να το «ασουγιέψουμι» πάλι το πράγμα, αλλά γιατί κάθε φορά που θίγονται παρόμοια θέματα πρέπει να ζητούμε συγνώμη από τους εκ πεποιθήσεως στυλοβάτες της ηθικής τους οποίους υποτίθεται ότι η άνοιξη δεν τους αγγίζει;
Όλοι αυτοί οι τιμητές των ηθών . . . . άτεκνοι είναι; Η σχετική . . . διαδικασία δεν τους συγκινεί;. . .
Αυτοί, δέεεεεεν;. . . Νάτο πάλι το παραστράτημα. . . .Το χούι είναι χούι . . .και φεύγει τελευταίο όπως λεν αυτοί που ξέρουν. . . και εδώ που τα λέμε, έχουν και κάποιο δίκιο, αφού από τον τσίρο ξεκινήσαμε και καταλήξαμε στα . . . αμφιβόλου χρήσεως και . . . αποτελεσματικότητας εργαλεία τα οποία απλώς υπάρχουν, αλλά χρειάζονται και μια πινακίδα επάνω στο. . . .τελάρο σαν αυτές που βάζουν στις εκπτώσεις, εδώ όμως η πινακίδα πρέπει να έχει διαγραμμένη χιαστί την αρχική ονομασία, κι’ από κάτω να γράφει με κεφαλαία το ομοιοκατάληκτο ΤΕΩΣ, και να μην μπούμε τώρα σε λεπτομέρειες ελπίζω οι περισσότεροι να το καταλάβουν, όσοι θυμούνται βέβαια την πρωταρχική χρησιμότητά των εργαλείων γενικώς, και φτάνει ως εδώ, γιατί θα μας κράξουν. . . . και άντε πάλι χαιρετίσματα σε όλους και Καλή.. . Συνέχεια.
Με αγάπη Βαγγέλης Μαυροδής,
Ξάνθη, Παλιά Πόλη, Πρώτη Πανσέληνος μετά την εαρινή Ισημερία κάποιου έτους που ζούμε. . . αφού « μπορούμε και γράφουμε . . .» Για τα μετά, ας σκεφτούν οι . . . «μετά. . .».
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;