Τα δείγματα για την ανίχνευση του νέου κορωνοϊού φτάνουν σε κούτες ή μέσα σε μεγάλες πλαστικές σακούλες στο κτίριο 8 του Ινστιτούτου Παστέρ. Πρώτος σταθμός το εργαστήριο βιοασφάλειας. Η είσοδος απαγορεύεται. Πάνω από μια σφραγισμένη γκρίζα πόρτα, μία ασπρόμαυρη οθόνη επιτρέπει να παρατηρήσεις τι συμβαίνει στο εσωτερικό. Οι κινήσεις του προσωπικού με τις λευκές ποδιές θυμίζουν γραμμή παραγωγής σε βιομηχανική μονάδα. Ό,τι μπαίνει εδώ θεωρείται μολυσμένο, ακόμη και τα παραπεμπτικά έγγραφα με τα στοιχεία των πολιτών. Θα σκαναριστούν, θα σταλούν στη γραμματεία στο διπλανό δωμάτιο και θα περαστούν στο ηλεκτρονικό σύστημα. Ένα στάδιο άγνωστο στο ευρύ κοινό, απαραίτητο, αλλά χρονοβόρο. Η διαδικασία της εξέτασης δεν έχει ακόμη αρχίσει.
Όταν τα σχολεία ήταν ανοιχτά και ο κόσμος κυκλοφορούσε χωρίς περιορισμούς στον δρόμο, το Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς της γρίπης στο Ινστιτούτο Παστέρ είχε άλλους ρυθμούς εργασίας. Βασική αποστολή του ήταν η ταυτοποίηση των στελεχών της γρίπης που κυκλοφορούν κατά τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες, ώστε να κρίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εάν πρέπει να μεταβληθεί η σύσταση του σχετικού εμβολίου. Σε αυτές τις «προ COVID-19» εποχές ανέλυαν έως και 1.500 δείγματα σε βάθος πέντε μηνών. «Τώρα λαμβάνουμε έως και 500 την ημέρα. Προσπαθούμε μέσα στο 24ωρο να παρέχουμε απαντήσεις», λέει στην «Κ» ο μικροβιολόγος και υπεύθυνος του εργαστηρίου, Θάνος Κοσσυβάκης.
«Είναι πολύ εντατικοί οι ρυθμοί. Πρέπει να δίνεις αποτέλεσμα σύντομα και είναι εξαιρετικά δύσκολο», προσθέτει ο διευθυντής Εργαστηρίων Δημόσιας Υγείας του ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ, Ανδρέας Μεντής.
Συνολικά 30 επιστήμονες στο Ινστιτούτο Παστέρ και στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών έχουν επωμιστεί τις τελευταίες ημέρες ένα βαρύ φορτίο. Δεν αντιμετωπίζουν μόνο τον αυξημένο όγκο των δειγμάτων που παραδίδονται στην πόρτα τους. Προσπαθούν να προμηθευτούν εγκαίρως δυσεύρετα αντιδραστήρια από το εξωτερικό για να μην προκύψει κενό στην αλυσίδα της εξέτασης. Καλούνται να προσαρμοστούν στην άτακτη ροή δειγμάτων από τα νοσοκομεία αναφοράς ή τις ιδιωτικές κλινικές. Αναγκάζονται να φιλτράρουν τις παραλαβές και να δίνουν προτεραιότητα στα πραγματικά επείγοντα περιστατικά για να μην μπλοκάρει το σύστημα. Πρέπει, υπό την πίεση των υπερωριών και της ευθύνης, να είναι γρήγοροι και ακριβείς. Η «Κ» βρέθηκε στα εργαστήριά τους και κατέγραψε συνθήκες που οι ίδιοι αποκαλούν «πολεμικές».
Μέχρι το πρωί της περασμένης Τετάρτης στο Παστέρ είχαν εξετάσει 2.891 δείγματα. Αντίστοιχο αριθμό είχαν ελέγξει και στο εργαστήριο Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών. Ο Νίκος Σπανάκης, αναπληρωτής καθηγητής μικροβιολογίας, εξηγεί στην «Κ» ότι ο καθαρός χρόνος της εξέτασης για τον νέο κορωνοϊό είναι περίπου τρεις ώρες. Πέρα από τις καθυστερήσεις που θα προκύψουν στην καταχώριση και πρωτοκόλληση κάθε δείγματος, βασικός παράγοντας που καθορίζει το συνολική διάρκεια είναι ο ρυθμός συλλογής και παραλαβής.
Στο ΕΚΠΑ έχουν έξι μηχανήματα τα οποία μπορούν να επεξεργάζονται δείγματα ανά εκατοντάδες. «Για να μη χάσεις χρόνο πρέπει να συμπληρώσεις τη χωρητικότητά τους, γιατί αλλιώς η συσκευή μένει δεσμευμένη για δύο ώρες και θα πρέπει να περιμένεις να τελειώσει η παρτίδα για να βάλεις τα υπόλοιπα», λέει ο κ. Σπανάκης. Συνήθως, όμως, δεν τους εγγυάται κάποιος πότε ακριβώς, από πού και πόσα δείγματα θα φτάσουν στο εργαστήριό τους. Οι ώρες αιχμής στις αφίξεις ξεκινούν συχνά μετά τις 16.00 και διαρκούν μέχρι το βράδυ.
Από τα τέλη Ιανουαρίου στο Παστέρ ήταν έτοιμοι για το πρώτο μέρος της «μάχης». Όπως εξηγεί ο κ. Μεντής, είχαν ολοκληρώσει γρήγορα το «θετικό κοντρόλ». Παρέλαβαν ένα συνθετικό δείγμα από ένα ευρωπαϊκό δίκτυο εργαστηρίων που καλλιεργεί ιούς και τους φυλάει σε κεντρική αποθήκη στη Μασσαλία και πραγματοποίησαν τη διαδικασία που τους επιτρέπει να επιβεβαιώσουν ότι η μοριακή μέθοδος ελέγχου τους δουλεύει.
Εκείνη την περίοδο και στο ΕΚΠΑ οι πρώτοι έλεγχοι εστίαζαν στο αν έχει μπει ο ιός στη χώρα. Τότε εξετάζονταν κυρίως άνθρωποι που έρχονταν από την Κίνα, ανάμεσά τους και αρκετά στελέχη ναυτιλιακών εταιρειών που είχαν ταξίδια και επαφές με αυτή τη χώρα. Μετά τα πρώτα κρούσματα στην Ελλάδα αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθμός των τεστ που έπρεπε να πραγματοποιήσουν. Πέρα από το Παστέρ και το ΕΚΠΑ, ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας έχει ορίσει και εργαστήρια αναφοράς στο νοσοκομείο «Αττικόν», στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Εργαστήριο Κλινικής Ιολογίας), στα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία Πατρών και Λάρισας.
«Δυστυχώς ο κόσμος πανικοβάλλεται, φοβάται ότι μπορεί να έχει επαφή με κάποιο κρούσμα και σπεύδει να εξεταστεί χωρίς συμπτώματα. Αυτά τα δείγματα είναι πάρα πολλά. Προσπαθούμε να τα αρνηθούμε, γιατί μπλοκάρουν το εργαστήριο», λέει ο κ. Κοσσυβάκης. Προβάδισμα έχουν τα δείγματα των νοσοκομείων που περιλαμβάνουν τις ευπαθείς ομάδες, καθώς και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό με συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού.
«Μας κάλεσαν από νησί για έναν νεφροπαθή που είχε βήχα. Δεν τον έβαζαν στη μονάδα τεχνητού νεφρού γιατί υπήρχε φόβος ότι είχε προσβληθεί από τον ιό. Ήταν ένα επείγον περιστατικό που έπρεπε να το δούμε άμεσα», εξηγεί ο κ. Μεντής.
Τις τελευταίες ημέρες έχει ανοίξει μια δημόσια συζήτηση για το εάν θα έπρεπε να εξετάζονται μαζικά περισσότεροι πολίτες στην Ελλάδα. «Θα συμφωνούσα με τη λογική να κάναμε τεστ σε όλους, εάν είχαμε όμως τη δυνατότητα να γίνουν σε χαμηλό κόστος και γρήγορα. Στη Γερμανία που έχει πολλά αποκεντρωμένα εργαστήρια, τα οποία μπορούν να ενεργοποιηθούν ταυτόχρονα, ακολουθούν άλλη τακτική, όπως και στην Κορέα. Αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο δικό μας σύστημα», λέει ο κ. Σπανάκης. «Είναι λογικό να γίνονται περισσότεροι έλεγχοι σε χώρες με καλύτερη υγειονομική οργάνωση και περισσότερα χρήματα. Κάθε χώρα κρίνει πώς θα κινηθεί ανάλογα με τις δυνατότητές της», προσθέτει ο κ. Μεντής.
Παρόμοια γνώμη έχει και ο διευθυντής του εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών Αθανάσιος Τσακρής. Εξηγεί ότι τα πολλά, μαζικά τεστ σε αυτή τη φάση μπορεί στατιστικά να μειώσουν την αναλογία κρουσμάτων και θνησιμότητας. Να αλλάξουν δηλαδή τα νούμερα. Ωστόσο, αυτό που προέχει, όπως τονίζει, είναι να εξασφαλιστεί ένας σταθερός ρυθμός ανάλυσης δειγμάτων. Έπειτα, με τα κατάλληλα μοντέλα προσομοίωσης που είναι διαθέσιμα και στην Ελλάδα μπορεί να υπολογιστεί ο πραγματικός αριθμός νοσούντων στη χώρα. Βάσει και αυτών των στοιχείων χαράσσεται η στρατηγική των μέτρων περιορισμού που καλούνται να λάβουν οι πολίτες.
Την περασμένη Παρασκευή ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας ανακοίνωσε ότι έχει αναπτυχθεί ένα νέο σχέδιο το οποίο εστιάζει «στην υποστήριξη και την αύξηση των εξετάσεων για τον COVID-19». Η αρχή, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, αναμένεται να γίνει με την συμμετοχή εργαστηρίων, που θα αναπτύξουν σε μικρό χρονικό διάστημα τη μεθοδολογία της εξέτασης με βασικά αντιδραστήρια.
Οι μικροβιολόγοι που μίλησαν στην «Κ» διευκρινίζουν ότι το τεστ δεν είναι προληπτικό, αλλά διαγνωστικό. «Η ευαισθησία του πέφτει στον ασυμπτωματικό φορέα», παρατηρεί ο κ. Σπανάκης. Αλλωστε, έχουν υπάρξει περιπτώσεις πολιτών στην Ελλάδα οι οποίοι εξετάστηκαν χωρίς συμπτώματα, βγήκαν αρνητικοί και έπειτα από τέσσερις ημέρες όταν εμφάνισαν σημάδια λοίμωξης και υποβλήθηκαν σε νέο τεστ ήταν πλέον θετικοί. Θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι, εάν είχαν βασιστεί στην πρώτη διάγνωση ως ασυμπτωματικοί, να εφησυχάσουν, να χαλαρώσουν στις κοινωνικές επαφές ή στην τήρηση κανόνων υγιεινής και να διασπείρουν τον ιό.
Ακόμη κι αν μετράμε πάνω από μία εβδομάδα μέτρων προφύλαξης, οι νέες κοινωνικές συνθήκες που επιβάλλει η καραντίνα μοιάζουν πρωτόγνωρες. Οι συναντήσεις της «Κ» με τους μικροβιολόγους έγιναν υπό αυτό το πρίσμα, χωρίς υπερβολές, αλλά με τη δέουσα προσοχή. Αντισηπτικό πριν από την είσοδο στο κτίριο του Ινστιτούτου Παστέρ, καμία χειραψία, τήρηση αποστάσεων ασφαλείας.
Οι προστατευτικές μάσκες εντός του εργαστηρίου κάλυπταν τα πρόσωπα των επιστημόνων, κρύβοντας εκφράσεις και χαρακτηριστικά. Μπορούσες να εστιάσεις μόνο στα μάτια τους. Κάποιοι κουβαλούσαν κουρασμένα βλέμματα.
«Είναι αυτοθυσία. Εχουν αφήσει τις οικογένειές τους πίσω και είναι εδώ, πολλές ώρες. Πέρα από τα πτυχία, μετράει και το μεράκι», λέει ο κ. Κοσυββάκης. Αντίστοιχα στο ΕΚΠΑ ο κ. Τσακρής μιλάει για τον κίνδυνο «burn out», εργασιακής εξουθένωσης του προσωπικού. «Δεν παραπονιούνται, το αντιμετωπίζουν πατριωτικά. Αλλά κάποια στιγμή θα έρθει και η ψυχολογική κούραση», παρατηρεί και ο κ. Μεντής.
Οι επιστήμονες των δύο εργαστηρίων εργάζονται από 10 έως και 12 ώρες καθημερινά χωρισμένοι σε βάρδιες. Στο ΕΚΠΑ, όπως αναφέρει ο κ. Σπανάκης, υπάρχει ένα κενό τριών ή τεσσάρων ωρών τη νύχτα. Ακόμη και τότε, όμως, έχουν φορτώσει με δείγματα δύο μηχανήματα τα οποία μπορούν να ελέγξουν οι επιστήμονες από τον υπολογιστή του σπιτιού τους μέσω σχετικής εφαρμογής. Μέσα στις επόμενες ημέρες αναμένουν στο εργαστήριο της Ιατρικής Σχολής Αθηνών την παράδοση άλλων δύο μηχανημάτων που θα τους επιτρέψουν να αυξήσουν την ημερήσια δυνατότητα ανάλυσης δειγμάτων.
Η διαδικασία της εξέτασης αποτελείται από δύο βασικά σκέλη. Αρχικά την απομόνωση του γενετικού υλικού και ακολούθως το κομμάτι της επιβεβαίωσης μοριακής παρουσίας του ιού στο κλινικό δείγμα. Στο πρώτο στάδιο χρησιμοποιούνται για λόγους ταχύτητας και αυτοματοποίησης αντιδραστήρια που κυκλοφορούν σε εμπορικά ΚΙΤ, στα οποία έχει προκύψει το τελευταίο διάστημα μεγάλη έλλειψη στην παγκόσμια αγορά. Στο δεύτερο στάδιο μπορούν να αναπτυχθούν «in house» μέθοδοι (πρωτόκολλα που φτιάχνονται μέσα σε κάθε εργαστήριο και προσαρμόζονται στα μηχανήματα και στα αντιδραστήριά του) για τις οποίες είναι πιο εύκολη μέχρι στιγμής η προμήθεια των σχετικών αναλώσιμων.
Η έγκαιρη εξασφάλιση των κατάλληλων αντιδραστηρίων θυμίζει πλέον αγώνα δρόμου. «Μπορεί να λείψει κάποιο τμήμα στην αλυσίδα. Βρίσκουμε για παράδειγμα ένζυμο για 2.000 αντιδράσεις και μας τελειώνει το αντιδραστήριο που βγάζουμε RNA από το δείγμα. Δεν έχει νόημα να έχεις το πρώτο και όχι το επόμενο», λέει ο κ. Σπανάκης.
«Προσπαθούμε κάθε φορά με επικοινωνίες στο εξωτερικό να λύσουμε το πρόβλημα των αντιδραστηρίων», προσθέτει ο κ. Τσακρής.
Τα εμπόδια στην τροφοδοσία προκύπτουν λόγω της τεράστιας ζήτησης παγκοσμίως. Η χώρα μας εισάγει τα συγκεκριμένα υλικά συνήθως από τη Γερμανία ή τη Γαλλία. Η Κίνα και η Κορέα είχαν ήδη απορροφήσει μεγάλες ποσότητες αντιδραστηρίων, ενώ η Ελλάδα εισήλθε πιο πρόσφατα σε σχέση με άλλα κράτη στη δίνη της πανδημίας.
Έχουν περάσει 11 χρόνια από τότε που το προσωπικό των δύο εργαστηρίων είχε κληθεί και πάλι να εργαστεί υπό αντίξοες συνθήκες. Το 2009, κατά την πανδημία της γρίπης των χοίρων (Η1Ν1) το εργαστήριο βιοασφάλειας στο Ινστιτούτο Παστέρ γέμιζε με λόφους δειγμάτων. Στο ΕΚΠΑ, με λιγότερα μηχανήματα τότε, είχαν φτάσει να αναλύουν έως και 410 δείγματα την ημέρα. Οι συνθήκες τότε στην ευρύτερη κοινωνία ήταν διαφορετικές. Δεν επικρατούσε η ίδια ανησυχία στους πολίτες, δεν είχαν παρθεί αντίστοιχα μέτρα προφύλαξης. Οι μικροβιολόγοι όμως έπρεπε και τότε να καλύψουν μεγάλες απαιτήσεις.
«Ήταν μεγάλος ο όγκος. Κάποια στιγμή φρακάραμε, αλλά τα καταφέραμε», λέει ο κ. Κοσσυβάκης. Με τους τρέχοντες ρυθμούς οι αριθμοί εκείνης της πανδημίας φαίνεται ότι έχουν ήδη ξεπεραστεί.
Στα εργαστήρια εξακολουθούν να φτάνουν καθημερινά σακούλες και δέματα και το προσωπικό να επαναλαμβάνει τα ίδια βήματα ανά βάρδιες, σχεδόν μηχανικά: ξεαμπαλάρισμα, σκανάρισμα, καταγραφή και ανίχνευση του νέου κορωνοϊού.
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Φωτογραφίες: ENRI CANAJ
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;