Η δολοφονία μελών της Χρυσής Αυγής και η δημόσια συζήτηση: Τρεις παρατηρήσεις. Toυ Αυγουστίνου Ζενάκου

3 Νοεμβρίου 201318:40

Δίχως να έχει κανείς καμία διάθεση για εικασίες σχετικά με την εξιχνίαση της δολοφονίας των μελών της Χρυσής Αυγής, που άλλωστε δεν είναι δουλειά δημοσιογραφική, μπορεί εντούτοις να διαπιστώσει τις βασικές παραμέτρους όπου κινείται η αντιμετώπισή της από την κυβέρνηση και η κάλυψή της από τα ΜΜΕ. Τρεις παρατηρήσεις, λοιπόν, οι οποίες ισχύουν άσχετα με το ποιος είναι τελικά ο αυτουργός, και που μάλιστα δεν αφορούν τόσο τη δολοφονία καθαυτή όσο τη δημόσια συζήτηση…

1. Δημοκρατία, «σταθερότητα» και «αποσταθεροποίηση»

Πλήγμα στη δημοκρατία με στόχο την αποσταθεροποίηση, λένε από χθες τα ΜΜΕ, ήταν η δολοφονία των δύο μελών της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο. Δεν ξέρω από πού το συνάγουν. Τα κυρίαρχα ΜΜΕ αρέσκονται να παίζουν τους ντετέκτιβ. Άκουσα για «επαγγελματικά χτυπήματα», «άρτια οργάνωση», σέχτες, και λίγο για το ξαναζεσταμένο φόβητρο του φιλήσυχου νοικοκυραίου, τον Νίκο Μαζιώτη. Δεν ξέρω πού τα βρίσκουν. Δεν είμαι αστυνομικός.

Αυτό που ξέρω είναι ότι τα περί «αποσταθεροποίησης» δεν είναι όπως φαίνονται. Αφήνω κατά μέρος τις συμπτώσεις -αν και καλώς επισημαίνονται από πολλούς-, όπως το ότι τέτοιου είδους συμβάντα ακραίας βίας μοιάζουν με εξωφρενική ακρίβεια να συμπίπτουν με περιόδους όπου η πολιτική της κυβέρνησης δοκιμάζεται, για να πω τούτο: Η «αποσταθεροποίηση» την κυβέρνηση τη συμφέρει. Η «σταθερότητα» συμφέρει την αντιπολίτευση.

Εξηγούμαι: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε λόγο αυτή τη στιγμή να θέλει την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, ιδιαίτερα της οικονομικής. Έχει το πλεονέκτημα: Ξέρει ότι η πολιτική αυτή προκαλεί εξαθλίωση. Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής όσο το δυνατόν πιο ανεμπόδιστα –με «σταθερότητα»– οδηγεί αναπόδραστα σε εκλογές και στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια σχετικά ομαλή αλλαγή εξουσίας, όπως αυτή στην οποία έχει βασίσει τη στρατηγική της η αξιωματική αντιπολίτευση (και για την οποία δέχεται διαρκώς την κριτική των πιο ριζοσπαστικών τμημάτων της αριστεράς, είτε εντός είτε εκτός του κόμματος).

Η κυβέρνηση, από την άλλη, έχει αποτύχει να πείσει για την πολιτική της, την οποία η πλειονότητα των πολιτών θεωρεί άδικη και βάρβαρη. Έχει όμως επιτύχει να παρουσιάσει τον εαυτό της ως –ακριβώς– τον εγγυητή της «σταθερότητας». Αλλά ένας «εγγυητής σταθερότητας» στην αναμπουμπούλα χαίρεται, δεν υπάρχει ρόλος γι’ αυτόν όταν όλα είναι σταθερά. Όταν τα πράγματα είναι σταθερά, μιλούμε για φόρους ακινήτων, πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, ιδιωτικοποιήσεις, υποκλοπές της ΕΥΠ, την Eldorado Gold, και άλλα πολλά, στα οποία ο Αντώνης Σαμαράς και οι συν αυτώ δεν τα πηγαίνουν καθόλου καλά. Η κυβέρνηση μπορεί λοιπόν τώρα να σπεύσει να εμφανιστεί ξανά ως «τοποτηρητής της νομιμότητας», να διεκδικήσει ξανά τον δυναμισμό που την διακρίνει όταν επιχειρεί αστυνομικά, σε αντίθεση με όταν επιχειρεί οικονομικά και διασύρεται ακόμη και από τους βουλευτές των κομμάτων της.

Το αν οι δολοφονίες είναι το ένα ή το άλλο, δουλειά επαγγελματία, παρακρατική προβοκάτσια, ή εκδίκηση εγκληματικά ηλίθιων, είναι από αυτή την άποψη δευτερεύον. Η «αποσταθεροποίηση», όμως, συμφέρει την κυβέρνηση. Γι’ αυτό και την βροντοφωνάζει από χθες κάθε καθεστωτικό ΜΜΕ.

2. «Το στήριγμα της δημοκρατίας είναι η νομιμότητα»

Έτσι το θέλουν οι δημοσιολογούντες της ψευδομετριοπάθειας, έτσι το ακούμε από τους σχολιαστές των δελτίων ειδήσεων, έτσι το γράφουν τα σημερινά Νέα, και άλλα ΜΜΕ με παρόμοιο τρόπο, έτσι το εκφράζει ο υπουργός Δένδιας. Παραλλαγή του αποτελεί η φράση του πρωθυπουργού «θεμέλιο της δημοκρατίας είναι η ασφάλεια του πολίτη»

Η δημοκρατία, λοιπόν, στηρίζεται στη νομιμότητα. Ανοησίες. Όλα τα πολιτεύματα στηρίζονται στη νομιμότητα. Ακόμη περισσότερο, όλα τα καθεστώτα στηρίζονται στη νομιμότητα. Δεν υφίσταται οργανωμένη πολιτική συγκρότηση δίχως μια αντίληψη νομιμότητας. Για την ακρίβεια, όσο πιο κεντρική θέση καταλαμβάνει η έννοια της νομιμότητας στην πολιτική συγκρότηση, τόσο πιο αυταρχικό το καθεστώς. Δεν έχει υπάρξει πιο ακλόνητη νομιμότητα από αυτή του ναζιστικού κράτους. Στη νομιμότητα βασίστηκαν τα καθεστώτα του Φράνκο, του Πινοσέτ, του Σουχάρτο, του Ρεζά Παχλαβί, του Μομπούτου, του Σαντάμ. Στη νομιμότητα βασίστηκαν τα καθεστώτα του Στάλιν και του Μάο. Στη νομιμότητα βασίστηκε το απαρτχάιντ. Στη νομιμότητα βασίζονται οι ισλαμιστικές θεοκρατίες.

Μα, θα πει κανείς, αυτά δεν είναι στ’ αλήθεια νομιμότητα. Είναι δικτατορίες, είναι εγκληματικά καθεστώτα, απονομιμοποιήθηκαν λόγω των εγκλημάτων τους. Και θα λέγαμε σε αυτόν που θα πρόβαλλε μια τέτοια αντίρρηση: Από τη στιγμή που το λες αυτό, δεν υποθέτεις συνεπώς ότι υπάρχει μια θέση εκτός της «νομιμότητας» των καθεστώτων, από την οποία μπορείς να κρίνεις αυτή τη νομιμότητα και να ανακαλύψεις ότι είναι ψευδεπίγραφη; Από αυτή τη θέση του κριτή, που δεν δεσμεύεται από την ψευδεπίγραφη νομιμότητα, δεν μιλάς, όταν λες ότι αυτά τα καθεστώτα δεν είναι νόμιμα;

Η αναγνώριση μιας τέτοιας θέσης είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας, όχι η νομιμότητα. Κι αυτό επειδή στη δημοκρατία η «ουδετερότητα» του κράτους –μια έννοια που σηκώνει, ούτως ή άλλως, μεγάλη συζήτηση– είναι διαρκώς προς απόδειξη, νοείται ζητούμενη αλλά όχι δεδομένη. Η δημοκρατία δεν διαφέρει ως προς τη νομιμότητα. Διαφέρει ως προς τη δυνατότητα να κρίνουμε τη νομιμότητα, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει «νόμιμος» τρόπος να το κάνουμε, ακόμη και όταν η νομιμότητα –όπως κάθε νομιμότητα– θέτει εκτός νόμου την αμφισβήτησή της.

Και η συσκότιση αυτού του γεγονότος, με την επίμονη χειραγώγηση των πολιτών στην οποία επιδίδονται όλοι όσοι μιλούν διαρκώς για «νομιμότητα», είναι μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημοκρατία από οποιονδήποτε «κύκλο βίας» επικαλούνται η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να σταματήσουμε να το επισημαίνουμε.

3. «Το αίμα είναι ίδιο από όπου κι αν προέρχεται»

Κι αυτό ακούγεται συνέχεια από χθες: Μια δολοφονία είναι το ίδιο με μια άλλη δολοφονία, το αίμα είναι πάντα κόκκινο, δεν έχει πολιτικό χρώμα κτλ. Έχει ενδιαφέρον ο αναδιπλασιασμός του δόγματος «καταδικάζω τη βία από όπου κι αν προέρχεται» σε «καταδικάζω τις δολοφονίες από όπου και αν προέρχονται». Η ανέξοδη, απολίτικη, αυτονόητη αυτή καταδίκη, σχεδόν δίχως νόημα (μα ποιος, επιτέλους, εκτός από τους δολοφόνους, επικροτεί τις δολοφονίες;) έχει τελετουργική λειτουργία: επαναλαμβάνοντάς την, εντασσόμαστε στη φαντασιακή κοινότητα της «ασφάλειας».

Όπως όμως και η «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται», το προφανές του πράγματος, αυτό το προφανές που εκμεταλλεύεται τα ανακλαστικά των φιλειρηνικών ανθρώπων, κρύβει την ιδεολογική του παρέμβαση: Η πολιτική δεν έχει σημασία, το πλαίσιο δεν έχει σημασία, οι συνθήκες δεν έχουν σημασία, το από πού προέρχεται το οτιδήποτε δεν έχει σημασία, το παρελθόν δεν έχει σημασία, έχει σημασία μόνο το διαρκές παρόν της δολοφονίας, δίχως άλλα χαρακτηριστικά, το παρόν της βίας, η οποία είναι μόνο και πάντα μέσο δίχως σκοπό, το αέναο παρόν μιας ουσίας της βίας, στην οποία μόνη απάντηση είναι η νομιμότητα. Η καταδίκη αυτή, το «αίμα που είναι ίδιο», τόσο προφανής, είναι εργαλείο – είτε το συνειδητοποιούν όσοι την ενστερνίζονται είτε όχι.

Συνεπώς, θλίβομαι που η κοινωνία στην οποία ζω έχει οδηγηθεί από τις κυβερνήσεις της σε τέτοια σκοτεινή συνθήκη, όπου δολοφονούνται άνθρωποι στους δρόμους. Θλίβομαι που δύο νέοι άνθρωποι δεν θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν, ώστε πάνω από όλα να έκαναν τις ζωές τους κάτι διαφορετικό, να τις άνοιγαν σε σπουδαία και δημιουργικά πράγματα, να μάθαιναν ότι δεν γίνεται να είναι φασίστες. Θλίβομαι για τις οικογένειές τους, προφανώς επειδή αυτές αγαπούσαν τους ανθρώπους τους, αλλά κι επειδή δεν θα έχουν την ευκαιρία να τους δουν να γίνονται κάτι άλλο.

Αλλά αν το ερώτημα είναι αν θλίβομαι «το ίδιο», η απάντηση είναι όχι. Δεν θλίβομαι το ίδιο με τον φόνο ενός φασίστα και ενός αντιφασίστα. Αυτή είναι η πολιτική μου και δεν την αλλάζω. Ούτε με δολοφονίες.

Από το Unfollow

Αρθρογράφος

mm
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr