Σα συνέχεια του άρθρου μου «ΣΥΡΙΖΑ-εκλογές-Μειονότητα. Προσαρμογή, ναι, αλλά προς τα πού;», που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα σας, και επειδή η συζήτηση έχει απλωθεί –όπως αναμενόταν- σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν κυρίως στο δικαίωμα και τους όρους αυτοπροσδιορισμού της μειονότητας, το ρόλο και τις πολιτικές του ελληνικού και τουρκικού κράτους, αλλά και σαν απάντηση σε σχόλια που υπήρξαν, σας στέλνω αποσπάσματα παλιότερου άρθρο μου, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Προλεταριακή Σημαία Αρ.550/10-6-2006 με αφορμή την αντίστοιχη συζήτηση που είχε αναπτυχθεί, όταν το ΠΑΣΟΚ έχρισε σαν υποψήφια υπερνομάρχη την Γκιούλ Μπεγιάζ Καρά Χασάν. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, που πάντα φέρνει ο χρόνος, θεωρώ ότι οι επισημάνσεις που γίνονται σ’ αυτό το άρθρο είναι επίκαιρες.
Αυτό όμως που μονίμως κρύβεται ή υποβαθμίζεται από την όλη συζήτηση είναι ότι και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με τη σειρά τους καθορίζονται από τις ιμπεριαλιστικές (κυρίως τις αμερικάνικες) επιλογές στην περιοχή και από ό,τι αυτές επιτάσσουν στις δύο αστικές τάξεις.
Υπάρχει επομένως μια αλυσίδα παραμέτρων (ελληνοτουρκικές αντιθέσεις-ιμπεριαλιστικός παράγοντας) που καθορίζουν με αντιδραστικό και πολλές φορές επικίνδυνο τρόπο τη ζωή και την ύπαρξη της μειονότητας.
Οι εκπρόσωποι του συστήματος, καθορίζουν τα βήματά τους σύμφωνα μ’ αυτά που επιβάλλουν οι «στρατηγικοί» μας σύμμαχοι και προσαρμόζουν από κει και πέρα τις λεγόμενες «εθνικές» αλλά και κομματικές τους επιδιώξεις….
……Το βασικό ζήτημα που τίθεται στην όλη συζήτηση είναι σε σχέση με το χαρακτηρισμό της μειονότητας. Μουσουλμανική ή Τουρκική; Και το δίλημμα σαφές και απειλητικό. Όποιος μιλά για τουρκική μειονότητα είναι προδότης και εθνικά ανεπιθύμητος για τους αστούς κυβερνήτες. Η αντιστροφή βέβαια των πραγμάτων για τους Έλληνες της Τουρκίας είναι αποκαλυπτική. Εκεί προδότης είναι όποιος δεν υποστηρίζει την ελληνικότητά του. Πραγματικά πρόκειται για απόψεις που δεν αντέχουν σε κριτική.
Υπάρχουν όμως δύο λογικά ερωτήματα στα οποία θα άξιζε κανείς να σταθεί:
Τα ερωτήματα βέβαια πρέπει να συμπληρωθούν για την αντίστοιχη παρέμβαση του ελληνικού κράτους (η οποία όμως λόγω καταπιεστικής πολιτικής δεν έχει και πολλά περιθώρια επιτυχίας) και για το αν είναι σωστό να γίνεται ένας τέτοιος διαχωρισμός και μάλιστα από πλευρές που δεν ανήκουν στη μειονότητα. Ας περιοριστούμε όμως στα αρχικά ερωτήματα.
Καταρχήν υπάρχει μια αντικειμενική εθνική (για ένα μεγάλο κομμάτι) και θρησκευτική (για το σύνολο) αναφορά της μειονότητας προς την Τουρκία, η οποία δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Από κει και πέρα, βέβαια, η παρέμβαση του τουρκικού κράτους -που δεν πρέπει να συγχέεται με τον αδελφό τουρκικό λαό- είναι δεδομένη. Όπως δεδομένη είναι και η παρέμβαση του ελληνικού κράτους στη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, της Αλβανίας κλπ. Η παρέμβαση αυτή είναι άμεση αλλά και έμμεση (προξενικές υπηρεσίες, παράγοντες, μετακλητοί δάσκαλοι, θρησκευτικοί λειτουργοί, τηλεόραση, οικονομικές σχέσεις κ.λπ.). Όμως υπάρχει ένα καθοριστικό σημείο που την καθιστά αποτελεσματική. Η καταπιεστική πολιτική της άρχουσας τάξης της Ελλάδας. Η Τουρκία θεωρήθηκε η διέξοδος και ο εγγυητής για μόρφωση, απόκτηση περιουσίας, ενίσχυση θρησκευτικότητας, αποκούμπι για ανιθαγενείς, στήριγμα για έναν ολόκληρο κόσμο του οποίου η ύπαρξη και η ταυτότητα επί της ουσίας αμφισβητείται. Καμία ονομασία, «τουρκικός», «πομάκικος», «ρομά» ή «μουσουλμανικός», δεν πρόκειται να διαφοροποιήσει στο ελάχιστο αυτή την κατάσταση. Είναι επομένως τουλάχιστον κοντόθωρη και υποκριτική η εμμονή που δείχνει στο ζήτημα της ονομασίας το σύνολο του αστικού, και όχι μόνο, πολιτικού κόσμου.
Υπάρχει όμως εδώ ένα άλλο, πιο σοβαρό ζήτημα. Αυτό της κυριαρχίας, στην περιοχή, των ιμπεριαλιστών. Αυτό της εξάρτησης και των δύο κρατών από τους μεγάλους δυνάστες των λαών. Αυτή η εξάρτηση καθορίζει αποφασιστικά τις δυνατότητες παρεμβάσεων και τις καθιστά πιο αντιδραστικές και επικίνδυνες. Το πολύ πρόσφατο παρελθόν των Βαλκανίων διδάσκει -όσους θέλουν να διδαχθούν- ότι οι ιμπεριαλιστές (ΗΠΑ και ΕΕ) εκμεταλλεύονται υπαρκτά μειονοτικά προβλήματα, υποδαυλίζουν εθνικές αντιπαραθέσεις, ενισχύουν εθνικιστικές δυνάμεις και οδηγούν τους λαούς σε σφαγές, ξεριζωμούς και καταστροφές, προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Και εδώ πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για υποκρισία ή ανικανότητα της ηγετικής ελίτ της Ελλάδας, αλλά για κανονικό ξεπούλημα και υπαγωγή του λαού στη δικαιοδοσία πραγματικών δολοφόνων.
Το ζητούμενο επομένως για τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις είναι να αναπτύξουν μια πολύπλευρη πολιτική, που θα υπερασπίζεται τα δικαιώματα της μειονότητας, θα στρέφεται ενάντια στην πολιτική καταπίεσης και διακρίσεων, θα αναδεικνύει τον επικίνδυνο ρόλο των ιμπεριαλιστών και θα αντιπαλεύει την κυριαρχία τους στην περιοχή, θα αποκαλύπτει τον αντιδραστικό ρόλο του τουρκικού κατεστημένου που θέλει να εκμεταλλευτεί και όχι να υποστηρίξει τη μειονότητα και θα αναπτύσσει μ’ αυτόν τον τρόπο τους δεσμούς και την ενότητα μέσα στο λαό και την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας, μόνη εγγύηση για ένα καλύτερο μέλλον.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά κυρίως τη διαμόρφωση συνείδησης στα διάφορα τμήματα της μειονότητας. Η ξεχωριστή συνείδηση μιας κοινωνικής ομάδας, πώς δηλαδή προσδιορίζει τον εαυτό της, καθορίζεται από πολλές παραμέτρους. Γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, θρησκευτικές δοξασίες, κοινή ιστορική αναφορά. Σ’ αυτά τα ζητήματα υπάρχουν ενοποιητικά στοιχεία αλλά και στοιχεία διαφοροποίησης μέσα στη μειονότητα. Επειδή όμως μια μειονότητα είναι μια πραγματική οντότητα που εξελίσσεται μέσα σε έναν συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό, κάτω από συγκεκριμένες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, θεωρούμε ότι αυτές οι παράμετροι παίζουν εξίσου ή και περισσότερο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση συνείδησης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό που έχει σημασία είναι πώς αυτοπροσδιορίζεται σαν σύνολο πλέον η μειονότητα και όχι πώς κάποιοι έξω απ’ αυτήν θεωρούν ότι θα έπρεπε να προσδιορίζεται. Έτσι, μέσα από την κοινή εκατονταετή πορεία των διαφόρων τμημάτων της μειονότητας μέσα στο σύγχρονο ελληνικό κράτος και κάτω από το κοινό καθεστώς καταπιεστικής απομόνωσης, και ιδιαίτερα μέσα στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και για λόγους που και πιο πάνω αναφέρθηκαν, η μειονότητα της Θράκης στη μεγαλύτερή της πλειοψηφία έχει αυτοπροσδιοριστεί σαν “τουρκική μειονότητα”. Έτσι αισθάνεται, έτσι πιστεύει ότι διατηρεί την ενότητά της, έτσι πιστεύει ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντά της. Η άρνηση αυτής της πραγματικότητας αποτελεί άρνηση του πιο βασικού δικαιώματος μιας μειονότητας. Του δικαιώματος να προσδιορίζει η ίδια το τι θέλει να είναι. Και έχει ιδιαίτερη σημασία, και για τη μειονότητα φυσικά αλλά και για το σύνολο του λαού, η υπεράσπιση αυτού του δικαιώματος.
Η διαπίστωση των συνθηκών (πιθανότατα αντιδραστικών) κάτω από τις οποίες γίνεται αυτός ο προσδιορισμός, ο συνυπολογισμός τους στην πολιτική πρακτική, όπως και η αποκάλυψη και η καταγγελία της βίαιης επιβολής συνείδησης, απ’ όπου κι αν προέρχεται, δεν μπορεί να περιστέλλει ή να θέτει σε αμφισβήτηση αυτό το δικαίωμα. Δικαίωμα, βέβαια, που δεν μπορεί να το έχει μόνο η πλειοψηφία της μειονότητας, αλλά οποιοδήποτε τμήμα της θέλει να προσδιορίζεται διαφορετικά.
Από την άλλη πλευρά, η υπεράσπιση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού δεν είναι ένα ηθικό ή ανθρωπιστικό απλώς καθήκον. Ούτε μπορεί να συνεπάγεται την υπεράσπιση οποιουδήποτε καθυστερημένου και αντιδραστικού μειονοτικού θεσμού, την αδιαφορία και τη συγκάλυψη των κοινωνικών διαστρωματώσεων που υπάρχουν μέσα στη μειονότητα και τη μη καταγγελία των πολιτικών που προωθούν τη στήριξη στο ελληνικό ή στο τουρκικό κατεστημένο. Ούτε επίσης γίνεται στη βάση της ενίσχυσης της εθνικής διαφορετικότητας και επομένως της ενίσχυσης διαχωρισμών μέσα στους κόλπους του λαού και της εργατικής τάξης. Η υπεράσπιση αυτής της διαφορετικότητας γίνεται για να επιτευχθεί τελικά η «κατάργησή» της, η ήττα της από την ταξική συνείδηση, με έναν ελεύθερο και αυθόρμητο τρόπο, μέσα από την όσμωση της κοινής και ισότιμης ζωής, μέσα από τον ενοποιητικό κοινό ταξικό και λαϊκό αγώνα. Για να επιτευχθεί η ενότητα των λαϊκών στρωμάτων, απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγμάτωση ενός καλύτερου μέλλοντος για όλους.
Εδώ η Αριστερά και το ταξικό εργατικό κίνημα έχουν μεγάλο δρόμο να διανύσουν. Να αναδείξουν και να βάλουν στην πρώτη γραμμή τα προβλήματα που στο κοινωνικό πεδίο αντιμετωπίζει η τεράστια πλειοψηφία της μειονότητας (φτώχεια, ανεργία, εγκατάλειψη, εξόντωση καπνοκαλλιεργητών, μετανάστευση, αμορφωσιά), δίπλα στα άλλα προβλήματά της που προέρχονται από την εθνική της καταπίεση.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;