Η εκδικητικότητα της Ιστορίας είναι δεδομένη. Δεν πρέπει λοιπόν να απορούμε για το γεγονός ότι τα διαφαινόμενα ευρωπαϊκά αδιέξοδα είναι, εν πολλοίς, προϊόντα των συντελεστών ακριβώς εκείνων που συνέβαλαν στην επιτυχία του ευρωπαϊκού πειράματος. Ιστορικά καίριο αποδείχτηκε το γεγονός ότι, αναπόφευκτα ίσως, η ενιαία Ευρώπη «των πολλών λαών» οργανώθηκε σταδιακά υλοποιώντας μια διστακτική, αναποκρυστάλλωτη και κατ’ ανάγκην αντιφατική πολιτική βούληση. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι τα σπέρματα μιας προϊούσας εσωτερικής έντασης ανάμεσα σε εν δυνάμει διακριτές μορφές πρωτογενούς εξουσιαστικής βούλησης παρέμεναν ενεργά, ούτε ότι το ευρωπαϊκό σχέδιο δεν μπόρεσε σε καμιά στιγμή να εμφανιστεί ως αδιαίρετο, ενιαίο, πλήρες και «οριστικό». Αυτήν άλλωστε την αφετηριακή ασάφεια εξέφρασε η διάκριση ανάμεσα στις διάφορες όψεις της ενοποιητικής επαγγελίας. Ηδη από την αρχή, η οικοδόμηση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, της Κοινής Νομισματικής Ευρώπης, της πολιτικής Ευρώπης, της ομοιογενούς κοινωνικής Ευρώπης και της αδιαίρετης φαντασιακής Ευρώπης υπάκουαν σε διαφορετικά χρονοδιαγράμματα και προβάλλονταν στο πλαίσιο διαφορετικών στόχων, δεοντολογιών και προτεραιοτήτων. Το ευρωπαϊκό πρόταγμα σφραγιζόταν λοιπόν από τα δημοκρατικά, ιδεολογικά και πολιτικά «ελλείμματα» που το χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα. Η Ευρώπη οικοδομούνταν ερήμην των πολιτών της.
Μοιραία λοιπόν, υπ’ αυτούς τους όρους, δεν ήταν δυνατόν να συντρέξει η θεμελιώδης ιστορική προϋπόθεση της δημιουργίας όλων των νεωτερικών πολιτειακών ενοτήτων. Η πολιτική εξουσία, η συλλογική συνείδηση, ο κοινός πολιτισμός και η φαντασιακή κοινότητα δεν αποκρυσταλλώθηκαν στο πλαίσιο ενός ενιαίου αξιακού σχήματος. Να θυμηθούμε ότι, όπως είχε πει ένας από τους πρωταγωνιστές της ιταλικής παλιγγενεσίας, «φτιάξαμε την Ιταλία, πρέπει τώρα να φτιάξουμε και τους Ιταλούς». Η κατασκευή της Ευρώπης δεν ακολουθήθηκε όμως από την κατασκευή ενός ευρωπαϊκού λαού, μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας, ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού συμβολαίου, ενός ευρωπαϊκού γενικού συμφέροντος και μιας ευρωπαϊκής συλλογικής βούλησης. Η γένεση της νέας Πολιτείας ήταν ατελής.
Στο πλαίσιο αυτό θα αναφερθώ επιλεκτικά και τηλεγραφικά σε έντεκα συμπτώματα αυτής της ιστορικής ιδιαιτερότητας.
*Το πρώτο αναφέρεται στη δομή και τη θεμελίωση της ευρωπαϊκής πολιτικής εξουσίας. Μιας εξουσίας υβριδικής, που δεν πηγάζει ούτε από τον ευρωπαϊκό λαό ούτε όμως από τους επιμέρους ευρωπαϊκούς λαούς. Τα ευρωπαϊκά όργανα δεν λειτούργησαν εκπροσωπώντας έναν πλασματικό λαό. Γεννήθηκαν ως προϊόντα αδιαφανών παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων κεκλεισμένων των θυρών. Με αυτή την έννοια, το δημοκρατικό έλλειμμα είναι εγγεγραμμένο στη λογική των ευρωπαϊκών θεσμών. Παρά τις διευρυμένες αρμοδιότητές του, το Ευρωκοινοβούλιο είναι ακόμα και σήμερα διακοσμητικό. Οπως παραδοξολογώντας είχε επισημάνει ο Ούρλιχ Μπεκ, αν η Ευρωπαϊκή Ενωση ζητούσε να ενταχθεί στην Ευρώπη, το αίτημα θα έπρεπε να απορριφθεί για λόγους ανεπαρκούς δημοκρατικής νομιμοποίησης!
* Το δεύτερο αναφέρεται στην πρακτική εξουσιαστικών οργάνων που δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν αλλιώς παρά στο πλαίσιο μιας αφετηριακής συναίνεσης σε ό,τι αφορά τη δεδομένη τυπική τους νομιμοποίηση. Ο σεβασμός των θεσμικών δεδομένων είναι εγγεγραμμένος στους ίδιους τους όρους του θεσμοποιημένου ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Με αποτέλεσμα την παγίωση ενός αποϊδεολογικοποιημένου, αποπολιτικοποιημένου και συναινετικά αποδεκτού διαδικαστικού πραγματισμού, η οποία προϋποθέτει την άρρητη σύγκλιση όλων των ευρωπαϊκών συνιστωσών και κομμάτων γύρω από τις αυτονόητες διαδικαστικές αρχές και αναγκαιότητες. Η ευρωπαϊκή εξουσία ασκείται στο πλαίσιο αμετακίνητων διαδικαστικών ορίων.
* Το τρίτο αναφέρεται στον χαρακτηριστικό λόγο που εκφέρεται από τις εγκατεστημένες ευρωπαϊκές ηγεσίες. Οντας στερημένα από αυτόνομη νομιμοποίηση και εκ προοιμίου εγκλωβισμένα σε έξωθεν προδιαγεγραμμένες εξωπολιτικές σκοπιμότητες και δεοντολογίες, τα ευρωπαϊκά όργανα δεν έχουν τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από τον προδιαγεγραμμένο ρόλο τους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι μαζί με την αξιακή και πολιτική του αυτοτέλεια, ο ευρωπαϊκός λόγος φαίνεται να έχει αποστασιοποιηθεί από τη συμβολική μεγαλοπρέπεια που χαρακτήριζε τη βουλησιαρχική πολιτική του παρελθόντος. Κανείς δεν μπορεί, ούτε επιδιώκει, να εναποθέσει την προσωπική του σφραγίδα στη δράση του. Οι γραφειοκράτες και οι τεχνοδιαχειριστές δεν ομιλούν ούτε ως εμπνευσμένοι ιδρυτές ούτε ως προφήτες ούτε καν ως Σίβυλλες! Δεν χρειάζονται ούτε φαντασία ούτε ριζικές ιδέες ούτε φυγή προς το ουτοπικό μέλλον! Δεν είναι τυχαίο ότι οι γκρίζοι και άχρωμοι Ευρωπαίοι πολιτικοί αρθρώνουν μιαν υπέρποτε ξύλινη τεχνοκρατική γλώσσα ούτε ότι λάμπουν με την απίστευτη συμβατική τους μετριότητα.
* Το τέταρτο αναφέρεται στην επιλογή της αφετηριακής ελαχιστοποίησης του οικονομικού κόστους του ευρωπαϊκού πειράματος, δηλαδή του κόστους της ενσωμάτωσης, της κοινωνικής συνοχής και της ομοιογένειας. Αυτό όμως ισοδυναμεί με έναν ενσυνείδητο ή μη αντικειμενικό αυτοπεριορισμό των παρεμβατικών δυνατοτήτων. Θα πρέπει να θυμηθούμε πως η κατασκευή όλων των νεωτερικών κοινωνιών προϋπόθετε συστηματικές και μακροχρόνιες παρεμβάσεις με σημαντικό δημοσιονομικό κόστος. Η μεθόδευση της κοινωνικής ομοιογένειας είναι εξαιρετικά δαπανηρή. Το παράδειγμα της γερμανικής επανένωσης, που θεμελιώθηκε σε μια τεράστια και συνεχιζόμενη μεταφορά πόρων προς τις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, είναι χαρακτηριστικό. Ομως, η ανακατανεμητική αυτή ευθύνη της κεντρικής ευρωπαϊκής ηγεσίας αποκλείστηκε από την αρχή. Δεν είναι τυχαίο ότι, υπό την πίεση των μεγάλων, ο κοινοτικός προϋπολογισμός, που δεν ξεπερνά το 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, περιορίζεται συνεχώς.
*Το πέμπτο, και συνακόλουθο, σύμπτωμα είναι η βαθμιαία εξαέρωση της κοινωνικής Ευρώπης. Τα μεσογειακά ολοκληρωμένα προγράμματα εξαφανίστηκαν, η κοινή αγροτική πολιτική ευνουχίστηκε και οι πόροι των κοινοτικών ταμείων μεταφέρονται μόνον υπό όρους. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν κάτι τέτοιο επιδιωκόταν, η ουσιαστική κοινωνική ομοιογενοποίηση θα ήταν αδύνατον να προωθηθεί ενεργά. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η «πολιτική της κοινωνικής συνοχής» παραμένει αποκλειστική «αρμοδιότητα» των κρατών-μελών. Με αυτή την έννοια λοιπόν, η «ευθύνη» του Ολου για τα μέρη εμφανίζεται μόνο ρητορική, πράγμα προφανώς αδιανόητο για τις περιφερειακές συνιστώσες κάθε χώρας, ακόμα και ομοσπονδιακής.
* Εκτο σύμπτωμα, η επιλογή της οριζόντιας επέκτασης, της διεύρυνσης προς Ανατολάς, ουσιαστικά εν μιά νυκτί και δίχως διαπραγματεύσεις! Οταν όμως υπό την πίεση των «πλουσίων» προστίθενται 200 εκατ. νέων «φτωχών», είναι σαφές ότι ακόμα και τα τελευταία ψήγματα οικονομικής αλληλεγγύης μετατίθενται κατ’ ανάγκην στις ελληνικές καλένδες. Και αντίστοιχο θα συνέβαινε αν π.χ. οι ΗΠΑ ενσωμάτωναν το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική! Είναι πια σαφές ότι, υπό τους όρους αυτούς, η μεταφορά πόρων, όσο μαζική και αν είναι, θα ήταν εξ αντικειμένου αδύνατον να καρποφορήσει σε εύλογο χρονικό διάστημα.
* Εβδομο και συνακόλουθο σύμπτωμα, η επισήμως πλέον θεωρούμενη ως αναπόφευκτη Ευρώπη των πολλαπλών πορειών, των διακριτών σκοπιμοτήτων και των «πολλών ταχυτήτων». Είναι ολοένα σαφέστερο πως η Ευρώπη δομείται ως καταστατικά ανομοιογενής και φυγόκεντρη. Η κάθε χώρα καλείται πλέον να επανεξετάσει τις προοπτικές, άρα και τη σκοπιμότητα της συμμετοχής της. Και αυτό δεν αναφέρεται μόνο στις διαδικασίες μεταλλαγής, αλλά και στις διαδικασίες υπονόμευσης της ευρωπαϊκής κοινότητας! Πράγματι, όπως ο ευρωπαϊσμός έτσι και ο ευρωσκεπτικισμός κινούνται με διαφορετικές στοχοθεσίες και με διαφορετικές ταχύτητες. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκείνοι που σκέπτονται να αναχωρήσουν δεν είναι τόσο οι φτωχοί που τρέμουν για την επιβίωσή τους όσο οι πλούσιοι που επιδιώκουν πριν από όλα τη μεγιστοποίηση των συμφερόντων τους!
*Ογδοο, η οριστική θεσμοποίηση της νεοφιλελεύθερης λιτότητας. Ως απεκδυμένοι την πρωτογενή ευθύνη και ως πραγματιστές διαχειριστές του υφιστάμενου, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έχουν κάθε λόγο να οχυρώνονται πίσω από έναν «ουδέτερο» τεχνοκρατικό οικονομισμό. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι πουθενά αλλού δεν πραγματώθηκαν δίχως αντιστάσεις και με τόση συνέπεια οι παγκοσμιοποιημένες αρχές τού μη παρεμβατικού αγοραίου νεοφιλελευθερισμού! Εφεξής, ως δούρειος ίππος της νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης, η ευρωπαϊκή ορθοδοξία δεν ονειρεύεται αλλά διακανονίζει, δεν «κυβερνά» αλλά «δια-κυβερνά». Ετσι όμως τείνει να αναιρεί το παρελθόν της. Με την παγίωση της καταστατικής ετερονομίας, φαίνεται να αναιρείται ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτικός πολιτισμός. Τα κατ’ εξοχήν πολιτικά αιτήματα της χειραφέτησης, της πολιτικής και πολιτιστικής ομοιογενοποίησης, της κοινωνικής συνοχής, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης εξανεμίζονται. Ο κοινοτικός πολιτικός πολιτισμός βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις αξιακές και ιδεολογικές του καταβολές!
* Ενατο σύμπτωμα, η απόπειρα ιστορικής παγίωσης της ετερονομίας της πολιτικής. Ηδη από το Μάαστριχτ, η αυστηρή δημοσιονομική σταθερότητα, η αποψίλωση του κοινωνικού κράτους και η καταβαράθρωση του εργασιακού κόστους εμφανίζονται να δεσμεύουν τους πάντες, συχνά σε σημείο να περιβάλλονται με συνταγματικές εγγυήσεις. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σε ό,τι αφορά την ανεξαρτητοποίηση και αποπολιτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παραδόξως μια Ευρώπη που δεν έχει η ίδια Σύνταγμα επιβάλλει «συνταγματικούς», δηλαδή καταστατικούς περιορισμούς στην πολιτική βούληση των μελών, σε όλα τα επίπεδα.
* Δέκατο σύμπτωμα, η προϊούσα ασάφεια των μεγάλων λέξεων που φαίνεται να αποστερούνται τα παραδοσιακά τους νοήματα. Εγκλωβισμένοι συλλήβδην στο μετα-πολιτικό, το μετα-δημοκρατικό, το μετα-αντιπροσωπευτικό και το μετα-κυρίαρχο αναζητούμε μάταια τον μίτο του λαβύρινθου. Οι σκοπιμότητες είναι άλλωστε σαφείς. Πρόκειται για πρωτοφανές ιστορικό εγχείρημα μετατόπισης της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική και στα εκτός αυτής κείμενα εξουσιαστικά κέντρα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η Ευρώπη λειτούργησε ως προνομιακό πεδίο κοινωνικοπολιτικού πειραματισμού, ως χώρος διερεύνησης των ορίων της κυρίαρχης οικονομικής ισχύος και ως αμμοδόχος επί της οποίας μετατοπίζονταν οι μέθοδοι βάσει των οποίων η δημοκρατία, η ελευθερία και οι πρωτογενείς αξίες μπορεί να υποτάσσονται σε έναν εξωγενή, μεταπολιτικό και κατακερματισμένο οικονομιστικό ορθολογισμό.
* Ενδέκατο, τέλος, σύμπτωμα η επικράτηση της νέας ιδεολογικής ορθοδοξίας. Από τη στιγμή που ως πρόοδος θα νοηθεί η υποταγή στη δικτατορία των αγορών, οι αποκλίνοντες άνθρωποι, οι αποκλίνουσες σκέψεις και οι αποκλίνοντες λαοί καταγγέλλονται ως εκ προοιμίου ανορθολογικοί, ή ακόμα και ως τεμπέληδες, διεφθαρμένοι ή διαβλητοί.
O συνδυασμός όλων αυτών των συμπτωμάτων οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Κινούμενη στα όρια της δημοκρατικής νομιμοποίησης, η Ευρώπη οικοδομήθηκε δίχως συγκροτημένη και έναρθρη αντιπολίτευση. Ως καταστατικά ετερόνομη, η ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία πέτυχε να μπορεί να ανάγει όλα τα διακυβεύματα στον εργαλειακό αγοραίο ορθολογισμό. Ετσι ακριβώς γεννήθηκε το δόγμα ΤΙΝΑ, που πρεσβεύει ότι η άριστη λύση προκύπτει πάντα από τα «πράγματα». Ετσι, προαναγγέλλοντας το τέλος της ιστορίας, το τέλος της ιδεολογίας και το τέλος της πολιτικής, η Ευρώπη προικίστηκε με τους θεσμούς που της άρμοζαν. Και πρέπει να ομολογηθεί πως, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, οι στόχοι της φαίνονταν να έχουν επιτευχθεί.
Και τότε ενέσκηψε η κρίση. Και μαζί με αυτήν η κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, η ανθρωπιστική κρίση, η έκλειψη των προοπτικών, η μαζική ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η κατάρρευση της αξιοπιστίας τεχνοκρατικού λόγου και η αναξιοπιστία των ετερόνομων εξωπολιτικών διευθετήσεων. Εδώ ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα. Και αυτός είναι ίσως ο κύριος ιστορικός λόγος για τον οποίο ανοίγεται μπροστά μας μια νέα ευκαιρία. Για πρώτη φορά, οι αυτονόητες συναινέσεις καταρρέουν, για πρώτη φορά εμφανίζεται η προοπτική μιας άλλης Ευρώπης. Αυτή ακριβώς είναι η ιστορική σημασία της ανάδυσης μιας συγκροτημένης ευρωαντιπολίτευσης, μιας αναφοράς σε εκείνο-που-δεν-υπάρχει-ακόμα, μιας υπαλλακτικής ουτοπικής προβολής, μιας δημοκρατικής επανεκκίνησης, μέσα στην Ευρώπη, για την Ευρώπη και με πρωτοβουλία των Ευρωπαίων. Αυτή την ελπίδα εκφράζει η ευρωπαϊκή Αριστερά. Κανείς βέβαια δεν ξέρει ποια θα είναι και τι θα μπορέσει να ανατρέψει. Κατ’ ανάγκην το ερώτημα του Φάουστ και του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού παραμένει αναπάντητο. «Μπορείς να διαβάσεις τον μη γεννημένο, ποτέ ειπωμένο, στα ουράνια χυμένο;». Δεν υπάρχει όμως άλλη λύση. Αν η Ευρώπη μπορεί να εξελιχθεί εις πείσμα των αντιφάσεών της, αυτό συμβαίνει επειδή δεν γεννήθηκε ακόμα.
Δεν υπάρχει λοιπόν άλλος δρόμος από το να επιχειρήσουμε να επανιδρύσουμε την Ευρώπη. Οχι τόσο για την ίδια την Αριστερά, αλλά κυρίως για την ίδια την Ευρώπη. Πράγματι, θα ήταν ίσως υποστηρίξιμο ότι υπάρχουν και άλλοι δρόμοι για την Αριστερά, ευρύτεροι (παγκόσμιοι) ή στενότεροι (εθνικοί). Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος για την Ευρώπη. Μοιραία, αν δεν επανακάμψει ως συνεχές, ριζικό και αδέσμευτο πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα, το όραμα που γεννήθηκε στις στάχτες του πολέμου θα σβήσει. Η Ευρώπη είτε θα μετεξελιχθεί σε αριστερή είτε κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει.
* Από την ομιλία του στην εκδήλωση της Επιτροπής Υποστήριξης της υποψηφιότητας του Αλ. Τσίπρα για την προεδρεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;