Η φράση του συγγραφέα Σταύρου Τζίμα «τα Βαλκάνια πρέπει να σταματήσουν να παράγουν περισσότερη ιστορία από όση μπορούν να καταναλώσουν» συνοψίζει ιδανικά την ουσία του βιβλίου του «Η Κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι Ελληνικές φαντασιώσεις» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
Με την χρονική απόσταση από την εποχή που η περιοχή των Βαλκανίων κόχλαζε και κυλιόταν στο αίμα και το πλεονέκτημα της ψυχραιμίας, ο Σταύρος Τζίμας καταθέτει ένα πραγματικά σημαντικό, ή για την ακρίβεια, πολύτιμο σύγγραμμα. Και το εγχείρημά του μόνο εύκολο δεν είναι, καθώς συνδυάζει την εξιστόρηση ενός χαοτικού συνόλου γεγονότων, την από πρώτο χέρι αποτύπωση του πολέμου (ο Σταύρος Τζίμας είναι πολύπειρος δημοσιογράφος και πολεμικός ανταποκριτής), το παρασκήνιο των πυρετικών πολιτικών διαβουλεύσεων αλλά και την ανάλυση του πολυσύνθετου φαινομένου «Βαλκάνια». Την κατεύθυνση που δίνει στο έργο του ο Τζίμας δείχνει επίσης ο υπότιτλος: «Ελλάς-Σερβία-Ορθοδοξία» και σε αυτό το πλαίσιο, των ιδεολογημάτων ή της συλλογικής πλάνης θα μπορούσε να εντάσσεται και μία βαρυσήμαντη συνέντευξη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τις ρίζες του Μακεδονικού προβλήματος, το μοίρασμα της Γιουγκοσλαβίας και τη θέση της Ελλάδας σε σχέση με τα Σκόπια και την ΠΓΔΜ.
«Η κοιλάδα του πόνου» είναι ο τίτλος ενός από τα πιο δραματικά κεφαλαία του βιβλίου του Σταύρου Τζίμα -και χαρακτηριστικό της ικανότητάς του να εικονογραφεί το ανθρώπινο μαρτύριο με νηφαλιότητα, χωρίς λογοτεχνικές υπερβολές, ακριβώς για να μην ελαττώσει την δύναμη των ίδιων των γεγονότων:
«Περισσότεροι από εκατό χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονταν εγκλωβισμένοι σε μια χαράδρα, στη νεκρή ζώνη των συνόρων ΠΓΔΜ και Κοσόβου στον μεθοριακό σταθμό Μπλάτσε ή Γκένεραλ Γιάνκοβιτς. Από η μια πλευρά, πάνοπλοι στρατιώτες και αστυνομικοί της ΠΓΔΜ, οι οποίοι ύστερα από την απόφαση της κυβέρνησής τους να κλείσει τα σύνορα για τους πρόσφυγες, τους εμπόδιζαν να περάσουν στη χώρα τους προτάσσοντας τα αυτόματα. Από την άλλη, σερβικές αστυνομικές δυνάμεις προωθούσαν βίαια και άλλα καραβάνια απελπισμένων, πυροβολώντας στον αέρα για εκφοβισμό και ξυλοφορτώνοντας άγρια όποιον τολμούσε να διαμαρτυρηθεί, ενώ συλλάμβαναν και εξαφάνιζαν όποιον θεωρούσαν ύποπτο ή ήταν εγγεγραμμένος στις ‘λίστες θανάτου’ των μυστικών υπηρεσιών.
Σε μια έκταση εκατό στρεμμάτων, μια ανθρωποθάλασσα περίμενε παγιδευμένη να δρασκελίσει τη μεθοριακή γραμμή για να γλιτώσει. Άλλοι βρίσκονταν εκεί τρεις ημέρες και άλλοι έως και δέκα. Έτρωγαν, κοιμούνταν, αποπατούσαν, στο ίδιο σημείο.
Αγναντεύοντας από ψηλά έβλεπες ένα ασάλευτο πολύχρωμο και βουβό πλήθος. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πάνε ούτε μπροστά ούτε πίσω. Μπροστά τους αντίκριζαν τις σκοτεινές κάννες των πολυβόλων των φρουρών της ΠΓΔΜ, πίσω τους άκουγαν τα μπουμπουνητά από τις βόμβες του ΝΑΤΟ και αισθάνονταν τις σερβικές λόγχες να τους σπρώχνουν, ώστε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, τον τόπο τους.
Η βροχή που έπεφτε ασταμάτητα μεγάλωνε το δράμα τους. Η λάσπη έφτανε ίσαμε το γόνα. Και όμως, γριές, παιδιά, έγκυες γυναίκες, στοιβάζονταν εκεί, ο ένας πάνω στον άλλο. Οι πιο τυχεροί εγκαταλείποντας τα σπίτια τους πρόλαβαν και άρπαξαν ένα κομμάτι νάυλον το οποίο κάτω από τα δέντρα του Μπλάτσε και μέσα στις λάσπες έγινε κρεβάτι, σκέπασμα, σπάργανο για τα παιδιά που γεννιούνταν. Από αυτή την κοιλάδα αναδύονταν ο πόνος, η απόγνωση, ο θάνατος».
Ταυτόχρονα, όμως, ο Σταύρος Τζίμας ξέρει ότι δεν γράφει μόνο για να συγκινήσει, αλλά και για να προβληματίσει. Ο πόλεμος στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας έχει προ πολλού τελειώσει, ως προσεκτικός αναλυτής όμως ο συγγραφέας πιστεύει ότι η κατάσταση στην περιοχή «θυμίζει βάλτο: Στην επιφάνεια επικρατεί ηρεμία, στο βάθος όμως υπάρχει κάτι που βράζει, υπάρχουν εθνικιστικές σπίθες που σιγοκαίνε. Και, βέβαια, ο πιο σοβαρός κίνδυνος που αναπτύσσεται είναι η οργανωμένη προσπάθεια από κέντρα του αραβικού κόσμου να ριζοσπαστικοποιήσουν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στα Βαλκάνια, εμφυσώντας τους ‘τζιχαντιστικά’ ιδεώδη».
Σε ένα άλλο απόσπασμα του βιβλίου «Η Κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι Ελληνικές φαντασιώσεις» ο Σταύρος Τζίμας αναλύει την ελληνική κυρίαρχη ιδεολογία κατά την περίοδο που ξέσπασε η κρίση στη Γιουγκοσλαβία: «Τα συνθήματα ‘Ελλάς-Σερβία-Ορθοδοξία’, ‘Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι’, ‘Ένας είναι ο εχθρός, ο ιμπεριαλισμός’, ‘Κάτω η παγκοσμιοποίηση’ κ.α. δονούσαν τις σχεδό καθημερινές αντιαμερικανικές και αντινατοϊκές διαδηλώσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, ακόμη και σε απόμακρες κωμοπόλεις της Ελλάδας. Οι Σέρβοι ήταν στον πόλεμο του Κοσσόβου, στα μάτια των περισσότερων Ελλήνων, οι ‘αντι-ιμπεριαλιστές’, το σύμβολο της αντίστασης ενάντια στη νέα τάξη πραγμάτων, κυματοθραύστης της αμερικανο-νατοϊκής λαίλαπας και ο Μιλόσεβιτς μέγας πολέμιος του δαίμονα της παγκοσμιοποίησης.
Πολύ καλά πράξαμε ως λαός και υψώσαμε τη φωνή μας εναντίον του πολέμου και της αλαζονείας των ισχυρών, που στο όνομα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων μιας μερίδας ανθρώπων παραβίασαν κατάφωρα τη διεθνή νομιμότητα και ισοπέδωσαν μια μικρή χώρα με μεγάλη ιστορία και σπουδαίο πολιτισμό. Θα ήμασταν, όμως, περισσότερο πειστικοί, εάν εξεγειρόμασταν και προτού πέσουν οι βόμβες, όταν οι Σέρβοι εκκαθάριζαν βίαια το Κόσοβο σφάζοντας και εκδιώκοντας Αλβανούς που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.
Ο ιδιότυπος αυτισμός μας δεν μας επέτρεψε να δούμε τις σφαγές και τις λεηλασίες από τη μεριά των σερβικών αστυνομικών δυνάμεων και των παρακρατικών συμμοριών. Δεν είχαμε ακούσει τίποτα ή δεν θέλαμε να ακούσουμε για την παραβίαση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Αλβανών και τη βάναυση καταπίεσή τους από τους επουράνιους αδελφούς.
Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε θεωρητικά ως μέλος του ΝΑΤΟ να αποτρέψει με την ψήφο της τους βομβαρδισμούς ή να τους σταματήσει έγκαιρα. Δεν το έπραξε, φοβούμενη την απομόνωση από τους υπόλοιπους συμμάχους, η οποία έπρεπε να θεωρούνταν δεδομένη σε μια τέτοια περίπτωση. Δεν ήθελε να γίνει αυτή το μαύρο πρόβατο της συμμαχίας για χάρη του Μιλόσεβιτς».
Ο Σταύρος Τζίμας πιστεύει ότι οι συνθήκες οι οποίες στην αρχή της δεκαετίας του ’90 οδήγησαν στον κατακερματισμό της Γιουγκοσλαβίας, τη δημιουργία των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια και, μοιραία, στις διεκδικήσεις των Σκοπίων για την Μακεδονία, μάς υποχρεώνουν να μελετούμε την ιστορία. Διότι, ως παρατηρητής και αναλυτής των περίπλοκων συσχετισμών δυνάμεων στη Βαλκανική, ο Σταύρος Τζίμας είναι βαθύτατα πεπεισμένος ότι «τα είδες στη γειτονιά σου, περίμενέ τα στη γωνιά σου». Με άλλα λόγια, ούτε η Ελλάδα έχει τελειώσει με τα Βαλκάνια, ούτε τα Βαλκάνια με την Ελλάδα. Και, άρα, ένας οδηγός στην ταραγμένη ιστορία της περιοχής όπως η μελέτη του Σταύρου Τζίμα περιλαμβάνεται στην «υποχρεωτική» ύλη κάθε υποψιασμένου και εν εγρηγόρσει σημερινού Έλληνα.
* Το βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σταύρου Τζίμα «Η Κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι ελληνικές φαντασιώσεις» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;