Υπέρ της πρότασης για διεύρυνση του κατηγορητηρίου σε βάρος του πρώην Υπουργού Γιώργου Παπακωνσταντίνου, με το αδίκημα της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος, τάχθηκε ο βουλευτής Δημήτρης Σαλτούρος κατά τη συζήτηση της πρότασης στην ολομέλεια της Βουλής.
Αναλυτικά η ομιλία του:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η προσωπική μου άποψη όσον αφορά τη σημερινή συζήτηση εδράζεται στις ίδιες αρχές οι οποίες διαμόρφωσαν τη στάση μου και κατά την προηγούμενη συζήτηση για τη σύσταση της Επιτροπής για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης κατά του πρώην Υπουργού Οικονομικών κ. Γεωργίου Παπακωνσταντίνου. Εδράζεται στην απόλυτη πεποίθησή μου ότι δεν πρέπει επ’ ουδενί οι σχετικές αποφάσεις μας να εμπεριέχουν το παραμικρό ψήγμα πολιτικής σκοπιμότητας. Πρόκειται για μία αμιγώς ποινική διαδικασία και συνεπώς για μια ιερή διαδικασία. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ποινικολόγος ώστε να αναγνωρίζει αυτήν την ιερότητα, πρόκειται για θεμελιώδη αξία του πολιτισμού μας και όχι μόνο του νομικού μας πολιτισμού.
Φυσικά δεν υποβαθμίζω την αναγκαιότητα της πολιτικής συζήτησης που νομοτελειακά ανοίγει παράλληλα. Κάθε άλλο μάλιστα. Είναι καθήκον όλων μας και μάλιστα πρωταρχικό να εξετάζουμε, να αναδεικνύουμε, να στηλιτεύουμε, να κριτικάρουμε κάθε πράξη των δημοσίων πολιτικών προσώπων. Να αποδίδουμε τις πολιτικές ευθύνες όπου και όπως αναλογούν. Όταν όμως έρχεται η ώρα των ποινικών ευθυνών πρέπει να είμαστε απόλυτα έτοιμοι να υποστηρίξουμε το θεσμικό μας ρόλο με εντιμότητα, ευσυνειδησία, ψυχραιμία και καθαρότητα. Όπως ένας γιατρός κατά την άσκηση του καθήκοντός του δεν επηρεάζεται από το ποιος είναι ο ασθενής του, όπως ένας μηχανικός που όταν σχεδιάζει τη θεμελίωση ενός σπιτιού δεν εξετάζει ποιος θα το κατοικήσει. Αυτό θα ήταν έγκλημα χειρότερο από αυτά του ποινικού κώδικα, θα ήταν έγκλημα κατά της Δημοκρατίας. Και τούτος εδώ ο τόπος, σαφώς έχει αναδείξει Τερτσέτηδες και Πολυζωίδηδες, έχει όμως επίσης υποφέρει πολύ κατά καιρούς στη νεότερη ιστορία του από προσπάθειες ανάμιξης της πολιτικής στη διαδικασία απονομής Δικαιοσύνης. Εμείς λοιπόν που ανήκουμε στη μεγάλη δημοκρατική παράταξη δεν το ξεχνάμε αυτό. Θα στηλιτεύσουμε με τον πιο έντονο τρόπο όσους για χάρη ενός κοντόφθαλμου κομματικού συμφέροντος λειαίνουν σήμερα το έδαφος σε μελλοντικές εκτροπές που θα πλήττουν πρώτιστα τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού μας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περαιτέρω. Νομίζω ότι το μήνυμα είναι σαφές. Και χαίρομαι διότι το μήνυμα αυτό σε μεγάλο βαθμό το ενστερνίζεται πλέον και μεγάλο μέρος των συναδέλφων της αντιπολίτευσης. Μετά την πλήρη κατάρρευση της απαράδεκτης επιλογής της αποτυχημένης απόπειρας να πληγεί ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και μέσω αυτού όλο το ΠΑΣΟΚ με την περιβόητη πρόταση εξεταστικής επιτροπής εις βάρος του, έχει καταστεί ξεκάθαρο και σε αυτούς ότι η επιλογή αυτή ήταν ένα τραγικό λάθος. Ένα λάθος που έγινε κάτω από την πίεση της αναστροφής του γενικότερου κλίματος. Έτσι σήμερα απέμεινε σε ορισμένους μόνο, ο άχαρος ρόλος της οπισθοφυλακής, δια της όχι τόσο θορυβώδους πια, περιληπτικής επανάληψης κραυγών, που από άποψη ουσίας δεν ακούγονται ούτε καν σαν ψίθυροι στα αυτιά της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού.
Σχετικά με την υπό συζήτηση πρόταση σύστασης Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη Διεξαγωγή Προκαταρκτικής Εξέτασης κατά του πρώην Υπουργού Οικονομικών κ. Γεωργίου Παπακωνσταντίνου, ουσιαστικά δηλαδή της διεύρυνσης της αρμοδιότητας της υπάρχουσας Επιτροπής να επεκτείνει τη διεξαγόμενη ήδη προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να διερευνηθούν και τυχόν ποινικές ευθύνες του πρώην Υπουργού Οικονομικών και για το αδίκημα της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία που περιγράφεται στο άρθρο 256 περίπτωση γ΄, υποπεριπτώσεις α΄και β΄ του Ποινικού Κώδικα, θα ήθελα να επισημάνω τα εξής:
Κατ’ αρχάς θεωρώ ότι σε σχέση με το ζήτημα του αν θα πρέπει να συσταθεί νέα Επιτροπή ή αν τη σχετική προκαταρκτική εξέταση μπορεί να την πραγματοποιήσει η ήδη λειτουργούσα, συσταθείσα δια της υπ’ αριθμ. 990/22-1-2013 απόφασης του κ. Προέδρου της Βουλής Επιτροπή, χωρεί η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 128 Κ.Π.Δ., όπως και η υπό συζήτηση πρόταση υπολαμβάνει, σύμφωνα με την οποία «…τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο Δικαστήριο αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη…». Κάθε άλλη λύση θα αποτελούσε υποβάθμιση της έρευνας καθώς και αδικαιολόγητη σπατάλη χρόνου και προσπαθειών.
Όσον αφορά την ουσία της πρότασης, θεωρώ ότι η Ολομέλεια του Σώματος θα πρέπει να δώσε τη συγκατάθεσή της και να υπερψηφίσει την πρόταση. Άλλωστε δεν προκαταλαμβάνεται σήμερα το περιεχόμενο του πορίσματος της Επιτροπής. Για αυτόν ακριβώς το λόγο όμως θα ήθελα να εκφράσω την επιφύλαξή μου και να τη θέσω υπ’ όψιν της Επιτροπής, στην περίπτωση που η πρόταση σήμερα υπερψηφιστεί.
Κατ’ αρχάς θα ήθελα να εκφράσω την επιφύλαξή μου ως προς τη διαπίστωση ότι οι ισχυρισμοί του πρώην Υπουργού Οικονομικών επέδρασαν ουσιωδώς στην αρχική απόρριψη της πρότασης ως προς το αδίκημα της απιστίας. Ήταν τα στοιχεία που δεν ήταν ικανά να στηρίξουν την παραπομπή του και όχι οι ισχυρισμοί του. Άλλωστε υπό το φως των νέων στοιχείων διεξάγεται και η σημερινή συζήτηση.
Περαιτέρω και ειδικότερα, το άρθρο 256 ΠΚ ορίζει ότι το αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία διαπράττει ο «…Υπάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείρηση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία “ή την περιουσία νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη…»
Δηλαδή για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς: ελάττωση της δημόσιας κλπ περιουσίας η διαχείριση της οποίας είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο, η ελάττωση να λαμβάνει χώρα κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή κατά τη διαχείριση των φόρων, των δασμών, των τελών ή άλλων φορολογημάτων ή των οιωνδήποτε εσόδων και άμεσος δόλος του υπαλλήλου, που συνίσταται στη θέλησή του να ελαττώσει τη δημόσια κλπ περιουσία και τη γνώση του, ότι με την πράξη ή την παράλειψή του επέρχεται η ελάττωση, ως και σκοπός του να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος. Ιδιαίτερη προσοχή λοιπόν θα πρέπει να επιδειχθεί τόσο στη διαπίστωση του αν ελαττώθηκε και σε ποιο βαθμό η δημόσια περιουσία, όσο και στο αν μετέπειτα η ελάττωση της περιουσίας αυτής έλαβε χώρα κατά τον προσδιορισμό ή την είσπραξη των φόρων κλπ. Διότι ναι μεν ο Υπουργός Οικονομικών είναι αυτός που εποπτεύει τις υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τον προσδιορισμό και την είσπραξη, ωστόσο κρίσιμο ερώτημα είναι ο χρόνος ή ο εν πάση περιπτώσει το σημείο έναρξης του προσδιορισμού των εσόδων, καθώς βεβαίως η είσπραξη και η διαχείριση έπονται χρονικά.
Κύριοι συνάδελφοι ακούω με προσοχή όλες τις απόψεις που εκφράζονται σήμερα και ελπίζω να εξέφρασα με κάποιον τρόπο την κοινή συνισταμένη της συντριπτικής πλειοψηφίας των απόψεων των παρισταμένων. Διότι επαναλαμβάνω – και κλείνω με αυτό – η σημερινή συζήτηση ως προς το ποινικό της σκέλος αποτελεί ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να επέλθει μία ευρεία συναίνεση αν την αντιμετωπίσουμε όπως έχουμε καθήκον να την αντιμετωπίσουμε.
Ευχαριστώ.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;