Η Ελλάδα κατάφερε να είναι ίσως η πρώτη χώρα της πάλαι ποτέ Δυτικής Ευρώπης όπου ένας «Έλληνας, εβραίος και αριστερός»1 βρέθηκε στο εδώλιο κατηγορούμενος για το αδίκημα της «διέγερσης σε βιαιοπραγίες» που πλήττει την κοινή ειρήνη από μια ομάδα ναζιστών που, κατά τα λοιπά, ανενόχλητα ωθεί στη βία το εκλογικό της ακροατήριο, τμήμα του οποίου επιδίδεται συστηματικά σε βιαιοπραγίες εναντίον όσων δεν του αρέσουν. Στο κείμενο αυτό επιχειρηματολογείται γιατί η υπόθεση αυτή δεν πρέπει να ιδωθεί σαν ένα παρ’ ολίγον δικαστικό ατύχημα αλλά σαν ένα βήμα μιας συγκεκριμένης στρατηγικής της ελληνικής Ακροδεξιάς. Ένα βήμα που απλώς θέλει δικαστική βοήθεια.
Ένα από τα εργαλεία που έχει υιοθετήσει η Ακροδεξιά στην Ελλάδα προς εδραίωση του πολιτικού λόγου, της ιδεολογίας της και της ανάσχεσης του αντιπάλου της είναι ο στρατηγικός νομικός σχεδιασμός. Με τον κάπως βαρύγδουπο αυτόν όρο (μεταφράζεται στα ελληνικά το λεγόμενο strategic litigation και) αποδίδεται η συστηματική εκδίκαση υποθέσεων με στόχο τη διαμόρφωση νέας νομολογίας και δι’ αυτής την πιθανή τροποποίηση της ερμηνείας των νόμων ή ακόμη και την αλλαγή τους.
Πέραν όμως της καθεαυτό νομικής στόχευσης, ο νομικός στρατηγικός σχεδιασμός αποσκοπεί και στο να δημιουργήσει «κλίμα» στην κοινωνία, δηλαδή να συμβάλει σε μια κατάσταση κοινωνικής εγρήγορσης σε σχέση με τον στόχο που αξιολογείται ως ο νομικά ορθός και πολιτικά θεμιτός. Μέσω μιας τέτοιας στρατηγικής εκδίκασης λοιπόν, ενώ το αρχικό βήμα είναι η διευθέτηση μιας ατομικής υπόθεσης στα δικαστήρια, ο –ομολογημένος ή μη– στόχος είναι η διευθέτηση άλλων υποθέσεων με κοινά ή συγγενικά χαρακτηριστικά μέσω νέων ερμηνευτικών συλλογισμών και επιχειρημάτων εκ μέρους των δικαστηρίων. Αυτά ανατρέπουν την πεπατημένη των δεδικασμένων σε όφελος ή σε βάρος συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, ιδεολογικών αντιλήψεων κ.λπ. Ο στρατηγικός νομικός σχεδιασμός αναδεικνύεται έτσι σε εργαλείο που μπορεί να επιφέρει καθοριστικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές καθώς δημιουργεί νέα νομικά προηγούμενα. Δι’ αυτών επιχειρεί να ανατρέψει δικαστικά καθεστηκυίες αντιλήψεις σχετικά με το εύρος των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είτε ενισχύοντας είτε εξασθενίζοντάς το.
Η επιλογή της υπόθεσης με τα στρατηγικά χαρακτηριστικά που μπορεί να δημιουργήσει τέτοια δυναμική αλλαγής είναι ζήτημα κανονιστικής υφής που θέτει κανείς ανάλογα με τη θεώρησή του για τα πράγματα: δηλαδή τι πρέπει να αλλάξει. Είναι όμως και ζήτημα πρακτικών προτεραιοτήτων: τι –ανάμεσα στα πολλά που πρέπει– μπορεί να αλλάξει. Πού, δηλαδή, το σύστημα είναι δεόντως ανίσχυρο ώστε να είναι εφικτός ο ερμηνευτικός εμβολισμός για την αναδόμησή του. Ο στρατηγικός νομικός σχεδιασμός δεν στοχεύει τα πάντα (που του είναι) αθέμιτα. Στοχεύει ανάμεσα στα αθέμιτα, αυτά που είναι πολιτικά ικανά με όρους ισχύος να τροποποιηθούν. Αν δεν έθετε προτεραιότητες, τότε δεν θα έκανε έναν αγώνα επιλεκτικών εκδικάσεων αλλά έναν δικαστικό μαραθώνιο με τη μορφή σπριντ, πράγμα ανθρωπίνως αδύνατο. Αυτή είναι, εν ολίγοις, η διαφορά δικομανίας και strategic litigation.
Με τέτοιους όρους πραγματοποιείται η επιλογή της υπόθεσης στην οποία θα γίνει η επένδυση χρόνου, ουσίας και, ως επί το πλείστον, χρήματος, προκειμένου να τσεκαριστούν οι αν(τ)οχές της δικαστικής λειτουργίας. Προϋποθέσεις ή κίνητρα μπορεί να είναι είτε το συνταγματικά ασθενές υπόβαθρο του νόμου, περιστατικά που έχουν χαρακτηριστικά έκτακτα και στην πορεία καταλήγουν να γίνουν ρουτίνα, η περί δικαίου συνείδηση που κυριαρχεί στην κοινωνία και έρχεται σε αντίθεση με τους νόμους συνεπικουρώντας στην αλλαγή τους, είτε, τέλος, οι ερμηνευτικά «γκρίζες» περιοχές εντός των οποίων υπάρχει μεγάλο περιθώριο δικαστικού ακτιβισμού. Στο πλαίσιο αυτού του ακτιβισμού, οι δικαστές δεν διστάζουν να προχωρούν και πέραν του πνεύματος του νόμου, ερμηνεύοντας διαπλαστικά τους κανόνες δικαίου, κατ’ ουσίαν φτιάχνοντας νέους, ακόμη και παρά τη βούληση του νομοθέτη.2
Κατά κανόνα, ο νομικός στρατηγικός σχεδιασμός δεν χρησιμοποιείται από τα θύματα παραβιάσεων των δικαιωμάτων, αλλά από τρίτα πρόσωπα ή οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους και κινητοποιούνται προς υπεράσπιση ή αντιστρόφως προς καταδίκη τρίτων προσώπων ή του ίδιου του κράτους. Για παράδειγμα λοιπόν, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στο πλαίσιο ενός προγράμματος strategic litigation που υλοποιεί υπό την αιγίδα της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες διεκδικεί μέσω δικαστικών αποφάσεων τη νομιμοποίηση της διαμονής θυμάτων αστυνομικής ή ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Σε μια γνωστή στο πανελλήνιο υπόθεση, αυτή των πυροβολισμών μεταναστών στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας, η Ένωση διεκδικεί την επέκταση της δυνατότητας άδειας παραμονής ως θύματα trafficking σε όλους τους εργαζόμενους αλλοδαπούς και όχι μόνο σε αυτούς που τραυματίστηκαν από τους πυροβολισμούς. Το επιχείρημα είναι απλό, καθώς λογικά δεν στέκει η υπαγωγή του τραυματία σε καθεστώς προστασίας και η υπαγωγή αυτού που τυχαία γλίτωσε δίπλα του σε καθεστώς φυγάδα. Αν η υπόθεση αυτή ευοδωθεί, θα σημαίνει ότι ο κάθε παράνομα ευρισκόμενος στην Ελλάδα αλλοδαπός που καταφέρει να αποδείξει ότι υπόκειται εξευτελιστική μεταχείριση από το αφεντικό του, θα μπορεί να διεκδικεί την υπαγωγή του σε ένα καθεστώς αυξημένης προστασίας και άρα νόμιμης διαμονής. Βλέπει λοιπόν κανείς πώς από το ατομικό περνάμε στο συλλογικό, πώς από το μεμονωμένο φτάνουμε στο συστημικό επίπεδο.
Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, ο νομικός στρατηγικός σχεδιασμός αρχίζει και υιοθετείται ως εργαλείο από την Ακροδεξιά που εδραιώνεται ως πολιτικός χώρος στην Ελλάδα, πρωτίστως μέσω του ΛΑ.Ο.Σ. και πλέον, μετά τον αιφνίδιο πολιτικό θάνατο του κόμματος Καρατζαφέρη, μέσω της Χρυσής Αυγής. Κατεξοχήν δείγμα άρτιου συνδυασμού ακροδεξιάς έμπνευσης νομικού στρατηγικού σχεδιασμού και αντιδραστικού δικαστικού ακτιβισμού είναι η απόφαση 350/2013 του Συμβουλίου της Επικρατείας διά της οποίας κηρύσσεται αντισυνταγματική η δυνατότητα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας των παιδιών των μεταναστών που γεννιούνται ή ανατρέφονται στην Ελλάδα με δήλωση των γονέων τους. Με την κίνηση αυτή, τέθηκε εκποδών η σημαντική μεταρρύθμιση που επέφερε ο 3838/2010 για την ιθαγένεια καθώς ένας Αθηναίος δικηγόρος και κάποιοι σύλλογοι καταστατικά άσχετοι με το θέμα στράφηκαν εναντίον του νόμου και θεωρήθηκε πως είχαν έννομο συμφέρον να αξιώσουν την κατάργηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας επειδή διαφωνούσαν με το περιεχόμενό του. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που και αυτή διαφωνούσε με το περιεχόμενο του 3838/2010, έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση ακύρωσης και έτσι η Ακροδεξιά, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνώσας, κατήγαγε μια σημαντική νίκη.
Η δίκη του πρώην πρυτάνεως του Πολυτεχνείου και του Σάββα Μιχαήλ για κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, διέγερσης σε βιαιοπραγίες, αμοιβαία διχόνοια και διατάραξη κοινής ειρήνης είναι ένα δεύτερο εμβληματικό βήμα σε αυτή την πορεία νομικού στρατηγικού σχεδιασμού της Ακροδεξιάς. Ήταν φυσικά παράτολμο βήμα καθώς τυχόν ικανοποίησή του θα οδηγούσε σε απολύτως φρονηματικές καταδίκες μέσω της ευθείας και άμεσης συσχέτισης των όποιων λόγων (που υποτίθεται πως οδηγούν στη βία) και των όποιων βίαιων πράξεων πραγματοποιούνται ανεξαρτήτως από το ποιον, πότε και γιατί γίνονται. Έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες φτάνουμε σε μια κοινωνία όπου η οποιαδήποτε σκληρή μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας ή αντιπαράθεσης μπορεί να βαφτιστεί «διέγερση σε βιαιοπραγίες» και να οδηγεί σε ποινικές καταδίκες με τρόπο εμφατικά μεροληπτικό υπέρ της Ακροδεξιάς, η οποία φωνασκεί στο απυρόβλητο.
Δεν ήταν λοιπόν έκπληξη με τα παραπάνω δεδομένα ότι η απόφαση ήταν αθωωτική. Το αντίθετο θα ήταν πραγματικά απόλυτος κόλαφος για την ελληνική δικαιοσύνη… Ουδέποτε εμφανίστηκε η πολιτική αγωγή ούτε κανείς από τη μεριά των κατηγόρων. Ακόμη και ο νομικός σύμβουλος της Χρυσής Αυγής που κατέθεσε ως μάρτυρας3 αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη της πολιτικής αγωγής διότι ήταν προφανές ότι η υπόθεση δεν θα κερδιζόταν. Παρά το ότι το τεστ απέτυχε, η Ακροδεξιά καιροφυλακτεί για την επόμενη ευκαιρία. Όπως τονίσαμε ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «η Χρυσή Αυγή αφού βλέπει ότι δεν διώκεται για τις εγκληματικές πράξεις που τελούνται από τα μέλη της στο όνομα της ναζιστικής ιδεολογίας, αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση και να χρησιμοποιήσει (και) τη δικαιοσύνη εναντίον των αντιπάλων της σε δίκες φρονημάτων. Αν η επιλογή της δικαιωθεί, τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η πρακτική της αυτή μόλις εγκαινιάστηκε».
Το ότι το βήμα αυτό δεν έγινε δεν σημαίνει ότι δεν θα ξαναδοκιμαστεί. Το αντίθετο. Η Ακροδεξιά παίρνει πολλά ενθαρρυντικά μηνύματα τόσο από την ίδια την ποινική δικαιοσύνη όσο και από τους λοιπούς διωκτικούς μηχανισμούς ώστε να νιώθει ασφάλεια να διεξάγει τον αγώνα της χωρίς πολλή συστολή. Για τον λόγο αυτό, χρειάζεται επαγρύπνηση. Όχι φόβο. Χρειάζεται ικανή νομική αρωγή (όπως αυτή που είχαν οι κατηγορούμενοι προχθές) και πολιτική αλληλεγγύη (όπως επίσης αυτή που είχαν οι κατηγορούμενοι) ώστε να λαμβάνεται πειστικά και έγκαιρα το μήνυμα ότι τυχόν ολίσθηση της δικαιοσύνης σε εκτρωματικές καταστάσεις δίωξης φρονημάτων (των αριστερών από τους ναζί) θα έχει βαρύ κόστος στο αγαθό το οποίο η δικαιοσύνη καλείται να προστατέψει: τη δημόσια ασφάλεια.
Κυρίως όμως χρειάζεται και ένας συντονισμένος δικός μας στρατηγικός νομικός σχεδιασμός. Αυτό προϋποθέτει –όσο και αν κάποιους εύλογα τους ξενίζει σήμερα– εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη και αξιοποίηση όλων των θεσμικών δυνατοτήτων του κράτους δικαίου για την ανάσχεση του αυταρχισμού και της βίας. Αντιλαμβάνομαι πως πολλοί πιθανώς στέκονται αμήχανα ενώπιον της παραπάνω διατύπωσης… Πιστεύω όμως ότι αν οι θεσμοί απολέσουν ολοκληρωτικά τη δυνατότητά τους να τιθασεύουν τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, τότε –δοθέντων των συσχετισμών– μπαίνουμε για τα καλά στον πυρήνα της ζούγκλας. Είναι βέβαιο ότι όσο η κρίση βαθαίνει, οδεύουμε προς τα εκεί. Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι το ταξίδι είναι μονόδρομος. Η ελληνική δικαιοσύνη, όσο και αν, στο σύνολό της, έχει ολισθήσει σε μια ολοένα και πιο ερμητικά εσωστρεφή νοοτροπία ακραίων συντηρητικών αντανακλαστικών και ανοχής στην Ακροδεξιά, έχει κάμποσο δρόμο να διανύσει ώς την ποινική αρωγή στον νεοναζισμό. Αυτόν τον δρόμο έχουμε πολιτειακό χρέος να δυσκολέψουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Παραπέμπω στο εξόχως ενδιαφέρον ομώνυμο βιβλίο του Μ.Μ. Μπουρλά, Νησίδες, 2000.
2. Σε μια έννομη τάξη, όπως η ελληνική, η οποία διέπεται από την αρχή του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα περιθώρια δικαστικού ακτιβισμού είναι ενισχυμένα, καθώς ο οιοσδήποτε δικαστής μπορεί, επικαλούμενος «γενικές αρχές του δικαίου», οι οποίες διαπλάθονται μέσα από τη νομολογία του, να καταργεί νόμους ή, αν μη τι άλλο, να τους ερμηνεύει με τρόπο που δημιουργεί νέα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα.
3. Για την ιστορία, πρόκειται για το αυτό πρόσωπο που κατέθεσε την αίτηση ακύρωσης του Ν. 3838/2010 για την ιθαγένεια.
Πηγη: http://www.chronosmag.eu/
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;