Και το λοιπόν, όλοι θα έχουμε ακούσει κάποτε το γάιδαρο να τον λένε και μ’ αυτό το όνομα-παρασούμι, να τον λένε Κυρ Μέντιο. Έτσι το διαβάσαμε και στα σχολικά βιβλία, αλλά ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε από πού βγήκε αυτό το δεύτερο όνομα του γαιδάρου, το παρασούμι του μάλλον, αλλά και κανείς δεν μπόρεσε να μας φωτίσει σε μια τέτοια και τόσο. . .βασική απορία. Ποτέ δε θυμούμαι νάχουμε όνομα στο γαϊδούρι που είχαμε στο σπίτι. Μόνο σε άλλα ζώα έδιναν ονόματα, όπως στα βόδια και στις αγελάδες, αλλά εμείς στο σπίτι μας, ούτε βόδια ούτε αγελάδες είχαμε.
Τώρα το από πού βγήκε αυτό το όνομα του γαϊδουριού, θα το δούμε παρακάτω, υπομονή μόνο κι’ εγώ ο ίδιος το πληροφορήθηκα από ένα τυχαίο γεγονός, όταν έπεσε στα χέρια μου ένα έντυπο με φωτογραφίες αρχαίων νομισμάτων.
Εκεί λοιπόν παρατήρησα ένα ωραίο νόμισμα από την αρχαία πόλη Μένδη της Κασσάνδρας που τότε την Κασσάνδρα την έλεγαν Παλλήνη και βρισκόταν εκεί προς την άκρη, στη δυτική μεριά του ακρωτηρίου «Ποσείδιον».
Η πόλη ήταν αποικία των Ερετριέων και λόγω της θέσης της είχε αναπτύξει πολύ το εμπόριο. Όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ξέσπασε ο γνωστός Πελοποννησιακός πόλεμος μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων της εποχής, Σπαρτιατών και Αθηναίων και παρέσυρε και τους συμμάχους τους σε όλη την Ελλάδα.
Ο πόλεμος αυτός ουσιαστικά άλλαξε την ιστορία των Ελλήνων και έφερε τους ξένους (τους Πέρσες) να κάνουν κουμάντο στα εσωτερικά τους, γνωστά αυτά.
Έτσι, με την έναρξη του πολέμου η Μένδη αποσκίρτησε από τη συμμαχία των Αθηναίων και πήγε με το μέρος των Σπαρτιατών και τι το θελε να το κάνει αυτό, ήρθαν οι Αθηναίοι, νίκησαν τους Λακεδαιμόνιους και τιμώρησαν τη Μένδη για την αποστασία της. Κι’ ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες, τα γράφει η ιστορία αυτά, αλλά τα ίδια Παντελάκη μου και τότε και τώρα, τους μεγάλους δεν τους θέλουμε να μας βαρούνε καρπαζιές με το παραμικρό, έλα όμως που οι ίδιοι εμείς τους ανοίγουμε την πόρτα και χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουμε, χορεύουμε το χαβά που μας παίζουν μαϊμουδίζοντας τους τρόπους τους δικούς τους και γενικά το φέρσιμό τους.
Τέλος η εισαγωγή, και να πάμε στον κυρ Μέντιο που πήρε το όνομα αυτό από τη Μένδη που είπαμε παραπάνω.
Η Μένδη λοιπόν, όπως όλες οι αρχαίες πόλεις-κράτη, είχε δικό της νόμισμα που βρέθηκε και υπάρχει σήμερα στα μουσεία.
Το νόμισμα αυτό από τη μια όψη έχει ανάγλυφη παράσταση που δείχνει ένα γάιδαρο φορτωμένο και το μπάρμπα, τον αγωγιάτη, να στέκεται δίπλα από την πίσω μεριά και νάχει απλωμένο το χέρι προς τα καπούλια σαν να θέλει να βολέψει το φορτιό ή σαν να κάνει νόημα να πλησιάσει κάποιος πελάτης για το εμπόρευμα που έχει φορτωμένο και το διαλαλεί, αλλά ποιος ξέρει μπορεί και να μαλώνει τη γυναίκα του η οποία . . . .καθυστερεί φορτωμένη τα υπόλοιπα . . . .
Τώρα πώς χώρεσαν όλα αυτά σε ένα νόμισμα μια σταλιά, μυστήριο, είναι να απορεί κανείς, αλλά οι χαράκτες ,οι καλλιτέχνες τότε ήταν ικανοί και τα έφκιαχναν όλα τέλεια κι’ είναι να τους θαυμάζουμε.
Στο νόμισμα , που σίγουρα το σχέδιό του εγκρίθηκε από τους αρμόδιους της πόλης, ο καλλιτέχνης τοποθετεί το γάιδαρο σε πρώτο πλάνο να φαίνεται κυρίαρχος σε όλη την παράσταση και τον μπάρμπα τον αγωγιάτη, τον βάζει από πίσω και φαίνεται μόνο από τη μέση και πάνω.
Τώρα πώς και τι σκέφτηκαν οι αρχαίοι Μένδιοι και διάλεξαν για το νόμισμά τους το γάιδαρο, παραμένει μέχρι τώρα ιστορικά ανεξιχνίαστο.
Αλλά για να βάλουν αυτό το συμπαθές υπομονετικό και εργατικό τετράποδο στο νόμισμά τους, το οποίο κυκλοφορούσε σε όλες τις γνωστές ελληνικές πόλεις θα είχαν τους λόγους τους βέβαια.
Το πιο ανώδυνο θα ήταν ότι ήθελαν να διατρανώσουν ως αιτία της προόδου τους, την εργατικότητά τους και την υπομονή και επιμονή τους, αλλά μπορεί πάλι να ήθελαν να δώσουν ένα μάθημα στους ανάξιους άρχοντες στους πολιτικούς και στους φιλοσόφους που φάνηκαν άχρηστοι για την πόλη και με τον τρόπο αυτό βαθμολογήθηκαν κάτω από τη βάση.
Πάντως έξω από την ευτράπελη διάσταση του πράγματος, για να μπει ο γάιδαρος στο νόμισμα , αυτό σίγουρα δε θα συνέβη όταν την πόλη την κυβερνούσε η αριστοκρατία αλλά μάλλον σε κάποια περίοδο που στην εξουσία ήταν οι κατώτεροι, εκείνοι που κατά τον αρχαίο ποιητή Θέογνι « αμφί πλευραίσιν δοράς αιγών κατέτριβον», τουτέστιν που έλειωναν στα πλευρά τους τα γιδοτόμαρα (τα οποία από ανάγκη φορούσαν. . .) και εν πάση περιπτώσει ο γάιδαρος απόκτησε και δεύτερο όνομα διεθνιστικό θα λέγαμε για την εποχή του γιατί όποιος είχε έναν μένδιο στην τσέπη του, είχε και τη μορφή του υπομονετικού γαϊδουριού στο μυαλό του, μαζί με την περηφάνια που τον κατείχε, ύστερα από την ανάληψη της εξουσίας από την τάξη των αδικημένων, αυτουνών που δεν έφτανε που έγιναν εξουσία, αλλά έκοψαν και. . .νόμισμα με την εικόνα του γαϊδάρου, σε πείσμα των επωνύμων αρχόντων της πόλης.
Απλές συμπτώσεις θα πει κάποιος, έλα όμως που η ιστορία έχει γυρίσματα. .!!!
Έτσι ο μένδιος ως εθνικό νόμισμα εξυπηρετώντας και διευκολύνοντας το εμπόριο, ήταν σε χρήση σε εξωτερικές και εσωτερικές συναλλαγές κι’ ας φαντασθούμε τη θεια Ευθαλία να «πααίν’ ν’ αγουράσ’ κουκάρ’», γιατί από το φορτιό του γαϊδουριού όπως φαίνεται στο νόμισμα, μάλλον κοκκάρι θα έχει φορτωμένο ο μπάρμπας, ρωτούσε λοιπόν η θεια, « πόσου τόχς του κουκάρ’ πιδί μ’;» κι’ απαντούσε ο . . .πλανόδιος . . . .καταστηματάρχης « έναν μέντιουν του ψ’λό, μ’σόν μέντιου του χουdρό θεια, πόσου να βάλου;»
Κι’ έβγαζε η θεια το μαντήλι από μέσα, από κάτω δηλαδή, τα ξέρουμε αυτά πού έβαζαν οι θειές το μαντήλι με τα χρήματα, κι’ έδινε στον πωλητή το αντίτιμο της αξίας του κοκκαριού μουρμουρίζοντας αρχαϊστί βέβαια, πάντα οι θειές μουρμούριζαν κι’ ακόμα και σήμερα μουρμουρίζουν στις συναλλαγές τους, « σι λιέει ιπέρσ’ τούχαν φνότιρου φέτου τ ‘ανιέβασαν πάλι, σάματι τι πλουν; Κουκάρ΄ πλουν, πάει ανάμ’σ’ μέντιους κι θέλου κι σκόρδα, θαρρείς κράτσα καbόσα για σπόρουν, άμα δε dάφαει η γιάλλους να μην αγουράζου. . . .» Τώρα βέβαια η θειά δεν τάλεγε έτσι, τάλεγε σίγουρα στα αρχαία, αλλά είμαι βέβαιος ότι και τότε οι θειές και οι μπαρμπάδες στα χωριά θα την κριτσιάνιζαν τη γλώσσα θα την πετσόκοβαν και τα συντόμευαν όλα για να λεν και πολλά και γρήγορα.
Έφυγε η θειά να σπείρει το κοκκάρι και ο. . . κοκκαράς ο Βαρασταμνός ( έχει εξακριβωθεί ότι τα Βράσταμα Χαλκιδικής και τότε έκαναν εξαγωγή κοκκαριού), με σηκωμένο το χέρι εξακολουθούσε να διαλαλεί το εμπόρευμα όσο μπορούσε αρχαϊστί, έβαζε και κανένα ιδιωματισμό μέσα και
« ιδώ του άριστουν κουκάριον, ΄πλαλίτι , σπεύσατι, κουκάριον εκ Βραστάμων . . .».
Τώρα θα πει κάποιος γιατί ντε και καλά να πουλούσε κοκκάρι ο άνθρωπος του νομίσματος;
Έλα ντε κι’ εγώ την ίδια απορία έχω αλλά αυτό θυμήθηκα αυτό έγραψα, είναι και η εποχή τώρα που το σπέρνουν, τι νάβαζα δηλαδή; Πατάτες; Θα ήταν ιστορική ανακρίβεια και θα μας «έκραζαν» ιστορικοί και αρχαιογνώστες.
Ας το ταιριάξει κάποιος κι’ ας το πει αλλά το λέω υπεύθυνα, ότι οι ιστορικοί δεν έχουν ξεκάθαρη γνώμη για το συγκεκριμένο φορτίο. Και για να τελειώνουμε καμιά φορά, από την παράσταση στο νόμισμα της αρχαίας Μένδης πήρε το δεύτερο όνομα ο συμπαθής Γάιδαρος κι’ έγινε Μέντιος (με κεφαλαίο τώρα!!) και χαλάλι του, αφού έφαγε στα. . . προσόντα όλους τους άλλους ,τρανούς και άρχοντες κι’ όποιος δε συμφωνεί ας το πει, αλλά να είναι από. . . .Αρχαιολόγος και πάνω. . . .Αυτά και χαιρετίσματα σε όλους. . . .
Βαγγέλης Μαυροδής Ξάνθη,
7 ο Φλεβάρης 1996, Ανατολή Ηλίου 07.24- Δύση 17.55 και Σελήνη 18 ημερών. Και ο Καζαμίας προβλέπει λέει, ζέστες για τον . . .Αύγουστο. Αυτά.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;