mavrodis gri

O Βήχας. Του Β. Μαυροδή

23 Ιουνίου 201510:15

Καλημέρα σε όλους, αναγνώστες και λαθραναγνώστες, συντοπίτες και μουσαφιραίους, χαμογελαστούς και σοβαρούς,  αισιόδοξους και μη.  
Και χωρίς μακροσκελή εισαγωγή, σας πληροφορώ ότι σήμερα θα  αναπτύξουμε ένα όχι και τόσο πρωτότυπο θέμα,  θα μιλήσουμε για το γνωστό μας Βήχα.
Και λέω ότι θα το «αναπτύξουμε» γιατί θέλω και τη συνεργασία  του αναγνώστη, όχι όπως την εννοούμε ενεργητικά, αλλά μόνο με τη σκέψη του.
Να ανασύρει  δηλαδή από τη μνήμη όσες εμπειρίες έχει πάνω στο «Θέμα» και (νοερά πάντα), να τοποθετηθεί θετικά ή αρνητικά και όπου νομίζει να κάνει μια στάση και να το διασκεδάσει και αν μπορέσει, έστω να χαμογελάσει.
Γιατί στις μέρες που ζούμε, κάθε χαμόγελο  σίγουρα  κέρδος θα είναι, αφού  τα γεγονότα  πήραν «από κάτω» πάρα πολλούς.
Και πολύ περίεργο αυτό που παρατηρείται στην κοινωνία μας, οι περισσότεροι που  διαμαρτύρονται  και  κατσουφιάζουν, είναι όσοι δεν μπορούν να αποταμιεύουν όπως πρώτα. Περίεργο αλλά  το συνήθισαν.       
-Αρχίζουμε λοιπόν την ανάπτυξη του περί «Βήχα θέματος» και λέμε ότι δεν αποτελεί απόσπασμα «διδακτορικού», και μην περιμένει κάποιος να  εξετάσουμε το Βήχα από ιατρικής πλευράς, αλλά για τους χρονίως πάσχοντες, στο τέλος θα δοθεί μια  . . .συνταγή.  
Ο «Βήχας» μοναδικό σκοπό   έχει να διασκεδάσει τους  αναγνώστες τής ιστοσελίδας η οποία συνήθως ασχολείται με τα σοβαρά θέματα της επικαιρότητας, με εξαίρεση μερικά σχόλια τού «Ιστοσελιδάρχη» ο οποίος  καιρός να σκεφτεί και τους άλλους τους αισιόδοξους.
Τέλος όμως η μίνι εισαγωγή και να πούμε και κάτι διασκεδαστικό, καλοκαίρι είναι, αφήστε τα σοβαρά και τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις πιείτε  κάτι, ένα ποτό οποιοδήποτε και αν θυμόσαστε και κάποιες άλλες απολαύσεις έχει καλώς. Αλλά θα μού πεις και που τα θυμάσαι μερικά πράγματα τι να το κάνεις, αφού   από μια ηλικία και μετά κλπ κλπ. Και ως εδώ, μη μάς «κράξουν» μερικοί που μάλλον ματαίως. .  . .επιμένουν.
Έχουμε και λέμε λοιπόν, και για το Βήχα θα πούμε, αλλά δείτε τη συνέχεια, κι’ όποιος έχει κάτι να πει να το πει επώνυμα. Κι’ αν  δεν έχει να πει τίποτα, καλόν ύπνο . . .  Αρχίζει η ιστορία λοιπόν και . . .            

                                       Ο Βήχας.
( Και το ρήμα είναι Βήχω αλλά  στην ιδιωματική γλώσσα του χωριού μου γίνεται μονοσύλλαβο και ακούγεται πολύ .  .εύηχα, ως Φχώ)
Και το λοιπόν, ο καθένας μας  έχει το δικό του βήχα, ένα βήχα που τον χαρακτηρίζει και τον  ξεχωρίζει  από όλους     τους άλλους γύρω του.                         Και δηλαδή, αν κάποτε οι σοβαροί ιατροφιλόσοφοι- ερευνητές  καταδεχτούν να καταπιαστούν  με το θέμα και να μελετήσουν το Βήχα και τις παραλλαγές του, σίγουρα θα είχαν να μας παρουσιάσουν πίνακες με  λεπτομέρειες, επάνω στα πολλά ή μάλλον αμέτρητα είδη του.
Έτσι τείνω να παραδεχτώ ότι όλα τα είδη του Βήχα μπορούν να ηχογραφηθούν και να καταταγούν σε ένα άλλο παράλληλο με το άλλο γνωστό DNA,  αυτό το «Βηχικόν»
Έτσι λοιπόν, άλλος βήχει διακεκομμένα και  ψιλά, άλλος  παρατεταμένα  και  χοντρά, αλλιώς βήχουμε όταν είμαστε κρυωμένοι, διαφορετικά όταν θέλουμε να βγάλουμε  το  ψαράγκαθο  που  σκάλωσε στο λαιμό, κι’ αλλιώς  όταν μας ακροάζεται ο γιατρός και λέει  «βήξε».
Αλλιώτικο βήχα έχουν  τα σκυλιά, άλλον οι γάτες και διαφορετικά  βήχουν τα μουλάρια,  τα πρόβατα  και οι γίδες. Δε  γνωρίζω    αν   βήχουν  οι  κότες,  δεν  άκουσα  καμία να  βήχει, φαίνεται  ότι ζεσταίνονται  με τα πούπουλά τους  αν  και  περπατούν   μια  ζωή. . . ξυπόλυτες.     
Εκεί που  μπερδεύεται  αρκετά το  πράγμα   είναι  όταν   μαζί   με  το βήχα  έρχεται και το φτάρνισμα και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις  περί ποίου είδους βήχα  πρόκειται,  ακούγεται  το  γκουχ,  γκουχ   μαζί   με  το  ααααα.  . . ψού, δακρύζουν τα μάτια, κόβεται η αναπνοή, και τρέχει  η μύτη ασταμάτητα.  
Και από την περιγραφή, θυμήθηκα  παλιότερα στο χωριό τούς  μπαρμπάδες και τις θείτσες λιγότερο, που όταν δεν τους  έβλεπε κανείς,   έκλειναν  τη μύτη με τον αντίχειρα   μια από δω και μια από κει  και φυσώντας  εκτόξευαν  το  περιεχόμενο   δεξιά κι’ αριστερά  όπου τύχει, και ακολουθώντας την παλιά συνήθεια,  σκούπιζαν το χέρι  στο  πίσω μέρος του πανταλονιού  οι  άντρες  και  στο μέσα μέρος του  φουστανιού  οι γυναίκες. Τέτοια ωραία και απλά πράγματα γιατί πού  έξοδα για χαρτομάντιλα και τα παρόμοια, αυτά ανακαλύφθηκαν αργότερα.
Εκείνον τον παλιό «καλό» καιρό,  είχαμε  μόνο μυξομάντιλα που τα παρουσιάζαμε υποχρεωτικά στην πρώτη δημοτικού για να τα δει η Δασκάλα. Μετά, για το σκούπισμα της μύτης μας ακολουθούσαμε κι’ εμείς την αρχαία των προγόνων συνήθεια, χρησιμοποιώντας το μανίκι. Αυτά.  
Αλλά το «Μυξομάντιλο» ή αλλιώς  «Ρινόμακτρον» όπως το ξέρουν οι καθαρευουσιάνοι,  αξίζει να μάς  απασχολήσει  μια άλλη φορά.
Θα γράψουμε περί των  διαφόρων  χρήσεών  του  και   είναι  πολλές, και  τέλος πάντων για το βήχα ξεκινήσαμε και κοντεύει να  ξεστρατίσουμε, δεν πειράζει όμως ζητούμε κατανόηση, είπαμε, δε γράφουμε δα και  εργασία για . .  . διδακτορικό και πάμε  παρακάτω, τα είδη του βήχα αναλύουμε  και τη… χρησιμότητά τους.                                                                                            
Ο  βήχας  πολλές  φορές  και ειδικά εκείνος ο ψευτόβηχας, χρησιμοποιείται και ως προειδοποίηση-δήλωση της παρουσίας μας σ’ ένα χώρο. Δηλαδή βήχουμε  όταν πλησιάζουμε κάπου  για να  μας  ακούσουν  και  πάντα   ξεροβήχουμε   με ιδιαίτερο  και  μοναδικό στυλ  όταν  βρισκόμαστε στην τουαλέτα  για να  δηλώσουμε  ότι είναι  κατειλημμένη. Και πέρα από τον ψευτόβηχα και τον ξερόβηχα,  έχουμε  το  βήχα του ψάλτη   όταν  δεν  μπορεί να  βρει  το  κατάλληλο  τροπάριο  και έμεινε  το γνωστό  «απορία ψάλτου, βηξ», που το λέμε για να  δείξουμε  ότι  κάποιος  στριμώχτηκε,  δεν  έχει  επιχειρήματα,  δεν  μπορεί  να  δικαιολογήσει  μια πράξη  ή  ενέργειά του κι’ είναι «στη γωνία».    
Ιδιαίτερα γνωστός είναι ο  πρωινός βήχας των καπνιστών    ο  λεγόμενος και τσιγαρόβηχας, ανακουφιστικός για τον  καπνιστή, αλλά  πολύ ενοχλητικός  για  τους άλλους, και δεν κόβεται παρά με το σταμάτημα του  καπνίσματος.  Και θυμούμαι ότι παλιά  στο  χωριό  μου  ζούσε  κάποιος μπάρμπας που κάπνιζε πολύ  και επόμενο ήταν να μη σταματάει ο  βήχας  του,  αλλά ήταν και  μανιώδης κυνηγός.
‘Ε λοιπόν  κανείς  δεν  τον  ήθελε    για  παρέα στο κυνήγι με  τη  δικαιολογία  ότι   «έσκιαζι   τα  ζλάπια».
Έχουμε  όμως και κάποιο άλλο είδος βήχα, αυτόν των μοναχικών ανθρώπων, που βήχουν κάπου κάπου έτσι για να δηλώσουν την παρουσία τους  στον . . . .εαυτό τους,  κι’ είναι   προτιμότερο  αυτό από τη συνήθεια που έχουν άλλοι άνθρωποι  να μιλούν μονάχοι τους. Όμως έχουμε και  εκείνον τον άλλο  βήχα   των  γέρων,   που  είναι  κι’  αυτός  ιδιαίτερος,  ψευτόβηχας.
Οι   γέροι    αποκτούν  αυτή  τη συνήθεια  όσο  περνούν τα  χρόνια   και τους  ακούμε   να  βήχουν με ένα  «λιανό»    βήχα,  ξεψυχισμένο   όχι από  ανάγκη,  αλλά  έτσι  για να τους ακούσουν οι  άλλοι  ν’ ακούσουν και οι ίδιοι το βήχα τους,  σημείο ζωής, αλλά  και βεβαιότητα για την είσπραξη της επόμενης . .  .Σύνταξης.  . .
Και  λέμε για το βήχα και τον «Παρά»  ότι δεν κρύβονται κι’  είναι σωστό αυτό, γιατί ότι και να  κάνεις   όταν  βήχεις  θ’  ακουστείς  κι’  άμα  είσαι  κονομημένος θα φανείς,  δε γίνεται αλλιώς
Η παροιμία κανονικά   αφορά  μόνο  στον Παρά, αλλά βάζουμε  και  το  βήχα  δίπλα  για  να   μη φανεί  η κατακριτέα διάθεση  που   έχουμε     να   κουτσομπολέψουμε (1)  άσχημα   κάποιον  που   απόκτησε   πολλά χρήματα,  ιδίως  όταν   ο τρόπος  της απόκτησης δεν είναι και τόσο  φανερός. Βέβαια τώρα τελευταία, κάποιες «Λίστες» χάλασαν αυτόν τον παραλληλισμό Βήχα και Παρά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία η οποία απασχολεί άλλους, και στην πραγματικότητα  «βαραίνει» δυστυχώς σε όλους εμάς τους εκτός «λιστών».
Και αφού  για τον Βήχα ο λόγος, κάποτε  οι παλιοί συμμαθητές στο Δημοτικό που έτυχε να βρεθούμε στο χωριό, μεγάλοι πια για παντρειά, φωνάξαμε στο τραπέζι μας τον Δάσκαλό μας να τον κεράσουμε και να μιλήσουμε. Τον αγαπούσαμε το Δάσκαλό μας και με συγκίνηση τον θυμόμαστε.
Δεν έπινε τίποτα ο Δάσκαλός μας, αλλά συζητώντας φέραμε την κουβέντα πού αλλού, μιλήσαμε για τα σχολικά χρόνια.
 Συγχωριανός ο δάσκαλός και συνομήλικος των γονιών μας, περάσαμε όλοι από τη  βέργα του  που βέβαια σπάνια τη  χρησιμοποιούσε, αλλά μάς φρόντιζε (2) και μας έμαθε όσα έπρεπε.
Τον ρωτήσαμε λοιπόν ,τι θυμόταν  από τη χειμωνιάτικη περίοδο  στο  σχολείο  τότε  που ο καθένας μας κουβαλούσε κι’ ένα ξύλο για τις σόμπες και χαριτολογώντας ο αείμνηστος   Δάσκαλός μας ο Ηρακλής, απάντησε και είπε ότι το σχολείο  το χειμώνα «ήταν ένας σκέτος βήχας», και πραγματικά  έτσι ήταν.
Ήμασταν όλοι συνεχώς πουντιασμένοι, με ρούχα λειψά και  λαστιχένια  παπούτσια  συνεχώς  υγρά, και βήχαμε, αράδα, «Φχούσαμε» συνέχεια . .  .
Αφού ούτε  μέσα  στο   σπίτι    καλά   καλά   δεν   μπορούσαμε  να ζεσταθούμε.
Παντού βήχας  και  των   γονέων  που  λέμε  και  δόστου να μας τρίβουν με πετρέλαιο  και  να μας βάζουν στο στήθος   πίτυρα ζεσταμένα στο τηγάνι, ή  ζυμάρι με σιναπόσπορο  και  πιες  φλαμούρι (Τίλιο) ,  Βούζι(3) και Φλασκούνι,   μέχρι που  κάποτε καλοκαίριαζε   και επιτέλους    ζεσταινόμασταν.
Και  άντε  να  ξεστρατίσουμε  και  λίγο αφού το Χούι δεν κόβεται, και είπα καλοκαίρι και θυμήθηκα  το Γιάννη το Μπρουτζά, συμμαθητή σε Δημοτικό και Γυμνάσιο, συγχωριανό  μου και παιδικό φίλο  που ζει εδώ και χρόνια στον Πολύγυρο.
Η  πρώτη  συζήτηση  τού Γιάννη λοιπόν με το συμμαθητή μας στο Γυμνάσιο το Γιώργο Ζυγούρη, διπλανό του στο ίδιο θρανίο, στράφηκε  γύρω από το πώς πέρασε ο καθένας το καλοκαίρι, κι’ αφού εξαντλήθηκαν  τα….θέματα, ρώτησε ο ένας ,  «Είχιτι ζιέστα  στου χουριό;»
Κι’ απάντησε ο δικός μας περιεκτικά και σύντομα έτσι  που μόνο κάποιος βαθύς  γνώστης  των  ιδιωματισμών  της  περιοχής  μας  (  και  μάλιστα σε επίπεδο  Dοκτορά)   θα απαντούσε.
Απάντησε  λοιπόν   ο  Γιάννης και είπε.
   «Ζιέστα;…  ρέ,   ίστυβαν   τα  βιράγγια»,  τουτέστιν   έστυβαν   τα  στεκούμενα  νερά   στον  κεντρικό…ποταμό  του χωριού…. εξατμίζονταν  από την πολλή  ζέστη. .!!
Και μόνο ένας… Αισχύλος  θα μπορούσε να πει  κάτι τόσο σύντομα και με  τόσο  πυκνό  νόημα,  αλλά εδώ τέλος η . . .παράκαμψη και όπου νάναι τελειώνουμε, υπομονή.
Και τελευταίο αφήσαμε το βήχα που  σκοπό έχει να καλύψει κάτι άλλο και για να   μη μακρηγορούμε,  θα πούμε  για  το γέρο που είτε από ακράτεια ή από χούι συνήθιζε να  …. .  αερίζει  το πανταλόνι,  όμως  κόσμος στο σπίτι,  αλλά και   δεν  μπορούσε κάθε τόσο να βγαίνει στο μπαλκόνι ή στην αυλή και μάλιστα χειμωνιάτικα.
Βρήκε τη λύση λοιπόν και  κάθε  φορά  που   ήταν έτοιμος για.  . .εκπυρσοκρότηση,   συγχρόνιζε  την ….εξάτμιση  με το   ψευτόβηχα  και  το δυνατό κλείσιμο μιας πόρτας.
 Όλα  τέλεια  και η αξιοπρέπεια ακεραία, αλλά κάποια μέρα παρά το συντονισμό  των  τριών  ενεργειών,  ο   βήχας  δεν  είχε   την  ανάλογη  ένταση , και  το τραγικότερο,  την ώρα  που  πήγε να κλείσει την πόρτα ακούστηκε ένα σπαραξικάρδιο νιααααααρρρρρρρ, πιάστηκε δυστυχώς στην πόρτα η νουρά της γάτας , κι’ έτσι  ο γέρος κατευθύνθηκε στην αυλή σκυφτός και ντροπιασμένος. . . . .                                 
Και άντε  και το καταφέραμε να τελειώσουμε  την μονογραφία για το βήχα και χαρά στην υπομονή  σας  που  δε βαρεθήκατε,  και καλά νάμαστε να πούμε κι’ άλλα  αλλά είπαμε,  προσοχή στον ….συντονισμό…..
Αλλά, απαραίτητη και λίγη Ιδιωματική Γραμματική.
Στα  περί  τον  Χολομώντα  χωριά  μας   το  ρήμα  Βήχω ( αρχαία  Βήττω ή Βήσσω),  το  απλοποιήσαμε  και  το   κάναμε  «Φχώ»,   παρατατικός «Φχούσα», αόριστος  «Βήχ’κσα» και Προστακτική Ενεστώτα «Βήχξι»
( Βήχξι πιδί μ’ να βγει του κουκούτσ’,).
Έτσι λοιπόν όλα απλά και σύντομα  και θα πει κάποιος βρε  μανία   με  τους   ιδιωματισμούς,   αλλά, να, σκέφτομαι ότι  όσο πάει    χάνονται  κι’  αυτοί,  και  όσο περνούν  τα χρόνια   όλο και  πιο  σπάνια  ακούγονται,  και τους ιδιωματισμούς  και μάλιστα  τους τοπικούς μιας  γλώσσας  δεν τους  μαθαίνεις  σε  φροντιστήριο, τους ακούς κάθε μέρα ζώντας  στο  περιβάλλον  που μιλιούνται και ακούγονται, κι’ έτσι  μπαίνουν  στο γλωσσικό DNA  και   δεν  ξαναβγαίνουν  κι’  είναι τόσοι πολλοί, που άμα τους  αραδιάσουμε  θέλουμε μισή. .  εγκυκλοπαίδεια, και πάντως έξω απ’ το καλαμπούρι  κατά τη γνώμη μου θάπρεπε να καταγραφούν  αυτοί  οι  ιδιωματισμοί,  έχουμε  τόσους φιλολόγους, τόσους φοιτητές   της  φιλολογίας,   και  ποτέ  δεν  άκουσα    να  παρουσιαστεί  μια εργασία με τους  γλωσσικούς ιδιωματισμούς  της Χαλκιδικής  και  μάλιστα της Βόρειας όπου εκεί συναντούμε  τους περισσότερους όπως για παράδειγμα  το πολύ αρχαίο ρήμα «σκμώ»  που άντε να βρεις τι σημαίνει όπως το καταντήσαμε  αν δεν το έχεις ακούσει, αλλά ειδικά για το ρήμα αυτό θα αναφερθούμε  στο μέλλον και μέχρι  τότε είπαμε, υπομονή, μη βιάζεστε, καλοκαίρι έρχεται, καιρός ν’ ασχοληθείτε και με άλλα ωραιότερα  πράγματα, οι παραλίες θα γεμίσουν πάλι με κόσμο  και τι κόσμο. . . .
Και μ’ αυτά και με κείνα, ά λίγο από δω και λίγο από κει, κακοβγήκε κι’ αυτό το γραφτό.
Καλό καλοκαίρι λοιπόν  και  Χαιρετισμούς σε όλους, ακόμα και σε κείνους που μάς ξέχασαν, ας είναι καλά το γινάτι τους και ξέρουν αυτοί. . .  .              
Πρέπει να πούμε όμως και κάτι  για τις λέξεις που είναι αριθμημένες στο κείμενο και,
(1). Διαβάζοντας το βιβλίο « Η Βγενούλα της Μύκονος» που τόγραψε η  Μυκονιάτισσα κόρη της κυρία Αννουσώ Κουσαθανά- Ρόε, μού άρεσε η λέξη που χρησιμοποιούν για το κουτσομπολιό και το μεταφέρω εδώ. Στη Μύκονο λοιπόν  αντί για κουτσομπολιό, χρησιμοποιούν την ιδιωματική λέξη « Κακολαλητιό!!!»  Ωραίο έ;;
(2). Λέω ότι ο Δάσκαλός μας μάς φρόντιζε κυριολεκτικά και το απόδειξε όταν ήταν να δώσουμε εξετάσεις τότε για να μπούμε στο Γυμνάσιο. (Και για όσους δεν το γνωρίζουν «τότε» στο Γυμνάσιο μπαίναμε  κατόπιν εξετάσεων). Ο Δάσκαλός μας λοιπόν, μάς «προγύμνασε» σε όσα μαθήματα θα εξεταζόμασταν, και μας προγύμνασε επί ένα Μήνα αφιλοκερδώς .
(3) . Το Βούζι    όπως το λέμε και το ξέρουμε στο χωριό μας δεν είναι άλλο από τον γνωστό σε πολλούς  (;) Σαμπούκο, το μοναδικό και θα έλεγα θαυματουργό απογχρεπτικό που ξέραμε. Πιείτε το ως τσάι με μέλι ή σκέτο. Ο βήχας κόβεται «μαχαίρι». Στην Ευρώπη με τον καρπό του Σαμπούκου( και όχι Ζαμπούκου)   κάνουν μαρμελάδα. Έφκιαξα και ο ίδιος και σας πληροφορώ ότι είναι πολύ ωραία. Αυτά.
Βαγγέλης Μαυροδής με χαιρετισμούς σε όλους.  

Αρθρογράφος

mm
Τμήμα Ειδήσεων Hellas Press Media
Η Hellas Press Media είναι το πρώτο ενημερωτικό Δίκτυο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αν θέλετε να ενταχθείτε στο Δίκτυο επικοινωνήστε στο info@hellaspressmedia.gr