Τελικά, η Ρωσία παραμερίζοντας όλα τα επιχειρήματα που αφορούσαν το άμεσο και το μελλοντικό δυνητικό κόστος που θα μπορούσε να προκύψει ως αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης της Κριμαίας, επέλεξε να προχωρήσει και να αποκόψει τη χερσόνησο από την Ουκρανία, ενσωματώνοντάς την στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Παρότι η υπόθεση φαίνεται πλέον αρκετά ξεκάθαρη, δηλαδή ότι η Κριμαία αποτελούσε πάγιο στόχο ο οποίος τελικά επιτεύχθηκε, η ρωσική πλευρά έδωσε στους Ουκρανούς μια ευκαιρία, την οποία όμως το Κίεβο δεν αξιοποίησε. Ενώ η ενσωμάτωση της Κριμαίας φαινόταν να μπαίνει στην τελική ευθεία, οι Ρώσοι πρότειναν στο Κίεβο να συστήσει επιτροπή που θα καταλήξει σε αναθεώρηση του Συντάγματος της χώρας, μετατρέποντάς την σε ομοσπονδία.
Αντί λοιπόν οι Ουκρανοί να αρπάξουν την ευκαιρία και να αντιτείνουν το λογικό ερώτημα «αν το κάναμε αυτό η Κριμαία θα παρέμενε ως ομόσπονδη συνιστώσα στην Ουκρανία;», δηλαδή αν η Ρωσία ήταν διατεθειμένη να σταματήσει τη διαδικασία αυτή, το Κίεβο μετά από συνεννοήσεις με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, αποφάσισε να απορρίψει με συνοπτικές διαδικασίες τη ρωσική πρόταση. Πλέον, η ενσωμάτωση της Κριμαίας ήταν απλώς θέμα ημερών.
Το επιχείρημα δεν είναι ότι εάν οι Ουκρανοί έλεγαν «συμφωνούμε» στην ομοσπονδιοποίηση της χώρας, οι Ρώσοι νομοτελειακά θα έκαναν πίσω, αλλά το ότι οι πρώτοι θα μπορούσαν να αποτολμήσουν τέτοια αναφορά για δυο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι εάν η Μόσχα προέβη στην αναφορά – πρόταση για να εμφανιστεί διαλλακτική, ενώ δεν είχε σκοπό να αφήσει την Κριμαία, το Κίεβο θα είχε «εκθέσει» διπλωματικά τη Μόσχα. Το δεύτερο είναι, ότι η Ουκρανία θεωρητικά είχε να επιλέξει ανάμεσα στο να χάσει μια περιοχή, όπως και την έχασε, ή να επιχειρήσει να την κρατήσει δίνοντάς της πολύ μεγαλύτερα περιθώρια αυτονόμησης. Και επέλεξε τον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας.
Ενδεχομένως, ο υπολογισμός του Κιέβου να ήταν διαφορετικός. Ότι η μετατροπή της Ουκρανίας σε ομοσπονδία θα δημιουργούσε επί της ουσίας κι άλλες «Κριμαίες» εντός του εδάφους της, με αποτέλεσμα, μακροπρόθεσμα, το αποτέλεσμα να ήταν πολύ χειρότερο από την απώλεια της Κριμαίας, την οποία γνώριζε ότι έτσι κι αλλιώς δεν ελέγχει. Εάν αυτό απηχεί τις σκέψεις της ηγεσίας στο Κίεβο, μάλλον θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως στρατηγικό λάθος για τους κάτωθι λόγους:
Η Ουκρανία θα είχε κερδίσει χρόνο, ώστε αφού πρώτα κατέληγε στο ποια είναι τα θετικά και τα αρνητικά της ασκούμενης πολιτικής, χωρίς την ασφυκτική πίεση του χρόνου, ενδεχομένως να εισερχόταν στη διαδικασία να διαπραγματευθεί με ανατολή και δύση συνολικότερα, τον νέο περιφερειακό ρόλο της…
Η Ουκρανία θα μπορούσε είτε να αποτελέσει ένα νέο ψυχροπολεμικό σύνορο, ή μια χώρα ουδέτερη, ένα «κράτος-μαξιλάρι» (buffer-state) ανάμεσα σε ανατολή και δύση, με επόμενο βήμα την έναρξη στρατηγικού διαλόγου με τη Μόσχα για την εξεύρεση τρόπου σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας όμως πρώτα εξασφαλίσει, ότι δεν θα θιχθούν τα ρωσικά εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα.
Αντί αυτών, το «ξερό» όχι του Κιέβου, έδωσε τυπικά το πράσινο φως στη Μόσχα που μπορεί να ισχυριστεί ότι έδωσε μια τελευταία ευκαιρία η οποία αγνοήθηκε. Αυτό που δεν μπορεί να γίνει κατανοητό εάν δεν ληφθεί υπόψη ο διεθνής παράγοντας που «συνασπίστηκε» με το Κίεβο, είναι πως οι Ουκρανοί δεν αντιλήφθηκαν ότι διαπραγματευτικά η θέση τους ήταν από πολύ αδύνατη έως απελπιστική, λόγω στρατιωτικής ανυπαρξίας, άρα έπρεπε να σκεφθούν εντελώς αντισυμβατικά και με το βλέμμα στραμμένο στην προοπτική περιορισμού των ήδη καταγεγραμμένων ζημιών από την κρίση (damage limitation).
Ποια είναι όμως η κατάσταση από εδώ και πέρα; Ποιο θα είναι το κόστος για τη Μόσχα; Όχι επειδή οι αντίπαλοί της ομιλούν για παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αλλά διότι απλούστατα η ενέργεια αυτή έχει προκαλέσει σοκ στη Δύση, που δείχνει να μην πιστεύει ακόμα ότι η Μόσχα προχώρησε…
Εξ ου και η ανάγκη υπογράμμισης από τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών στον Αμερικανό ομόλογό του, ότι το ζήτημα της Κριμαίας έχει απλώς κλείσει. Πιθανόν, να δέχθηκε κάποια πρόταση πολύ πιο προωθημένη σε σχέση με τη διακηρυκτική επίσημη πολιτική από την Ουάσιγκτον, αλλά όπως συνηθίζει τελευταία η αμερικανική διπλωματία, κατόπιν εορτής, όταν η ζημιά έχει πλέον γίνει, ενώ και για τη Μόσχα για λόγους δημόσιας εικόνας – και όχι μόνο – δεν θα μπορούσε να τεθεί θέμα ανάκλησης της απόφασης.
Το ζητούμενο πλέον είναι εάν η Μόσχα σκοπεύει να κλιμακώσει περαιτέρω ή αν έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη εκτόνωσης της επικίνδυνης κατάστασης και απόπειρας σταδιακής αποκατάστασης της επαφής με τους αντιπάλους της, σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Οι διαβεβαιώσεις από τον Ρώσο υπουργό Άμυνας Σοϊγκού στον ομόλογό του των ΗΠΑ Χέιγκελ ότι η Μόσχα δεν σκοπεύει να επέμβει στρατιωτικά στην Ανατολική Ουκρανία, λογικά συνιστά το πρώτο βήμα ουσιαστικής αποκλιμάκωσης, αν και θα πάρει χρόνο η εξομάλυνση των σχέσεων των δυο πλευρών, εάν ποτέ επιτευχθεί.
Το επιχείρημα είναι ότι αυτό εξυπηρετεί το ρωσικό εθνικό συμφέρον, αφού οι αλλαγές που ενδεχομένως θα επέλθουν ως αποτέλεσμα των ψυχολογικών κυρίως επιπτώσεων από την προσάρτηση της Κριμαίας, μπορεί να οδηγήσουν σε μια ψυχροπολεμικού τύπου αναμέτρηση, οπότε η Μόσχα χρειάζεται «Κριμαίες» ώστε να μπορεί να ασκεί πίεση στους αντιπάλους της και να μπορεί να τους απειλεί αξιόπιστα με συνέπειες εάν επαναληφθούν «μη φιλικές» ενέργειες στη περιφέρειά της.
Ας δούμε συνοπτικά την κατάσταση. Το πιθανότερο σενάριο είναι, ότι η υπόθεση της Κριμαίας θα οδηγήσει σε σημαντικές ζυμώσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, δυο δυτικών θεσμών με εμφανές πρόβλημα στρατηγικού προσανατολισμού, δυο θεσμών που διέρχονται σοβαρότατη κρίση… μέσης ηλικίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα η ηγέτιδα στο οικονομικό πεδίο δύναμη, η Γερμανία, θα αναλογιστεί ότι μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση είναι μέσω «περισσότερης Ευρώπης» σε όλους του τομείς, αλλά και αναθεώρησης της μονοδιάστατα οικονομικής, στρατηγικής της ΕΕ στον διεθνή καταμερισμό ισχύος.
Το ΝΑΤΟ, ένας οργανισμός σε συνεχή παρακμή, απέκτησε το ισχυρότερο κίνητρο για τη νεκρανάστασή του. Κράτη-μέλη θα το θυμηθούν, ενώ λογικά θα «ξεκλειδώσουν τα θησαυροφυλάκια» για εξοπλιστικά προγράμματα. Παράλληλα, τα κράτη-μέλη αναμένεται να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη σοβαρότητα, αυτά που λίγες μόνο μέρες πριν θεωρούσαν πως ανήκουν στο παρελθόν, δηλαδή την απειλή εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας.
Αυτή η κατάσταση, όσον αφορά την ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν μπορεί παρά να προβληματίζει τη Ρωσία, αφού οι πιθανότητες να εξελιχθεί η Ουκρανία σταδιακά σε ένα κράτος-σύνορο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου ανατολής-δύσης δεν είναι και λίγες. Εν ολίγοις, προσαρτώντας ένα κομμάτι γης που έτσι κι αλλιώς ήλεγχε αφού στάθμευε εκεί στρατεύματα, έθεσε σε κίνηση διαδικασίες συνολικότερων γεωστρατηγικών ανακατατάξεων και αλλαγών, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα στο μέλλον για τη ρωσική εθνική ασφάλεια.
Μια εκ των βασικότερων δυνητικών επιπτώσεων είναι να έρθουν πιο κοντά οι δυο πλευρές του Ατλαντικού, οι οποίες είχαν απομακρυνθεί στα ζητήματα κυρίως της άμυνας και της ασφάλειας. Και δεν είναι μόνο το δυτικό σύνορο. Το σύνολο της ρωσικής περιφέρειας έχει λάβει το μήνυμα, ότι η Μόσχα θεωρεί τους ρωσικούς πληθυσμούς στις συνορεύουσες χώρες ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να αποκλείεται μάλιστα και η στρατιωτική δράση, κατά περίπτωση.
Κι αυτό ναι μεν ασκεί αποτροπή, αφού οι πάντες θα φροντίζουν λογικά να μην προκαλέσουν την οργή της Μόσχας, κρατώντας κάποιες διακριτικές αποστάσεις από τη Δύση, όμως, παράλληλα, γίνεται αντιληπτό ότι εάν δεν επιθυμούν να καταστούν de facto ως κράτη μειωμένης κυριαρχίας, θα πρέπει να ενισχύσουν θεαματικά τις αμυντικές τους ικανότητες.
Στο ίδιο μήκος κύματος, δεν θα πρέπει να ξεγελάσει κανέναν η θετική σε γενικές γραμμές στάση που τηρεί η κινεζική ηγεσία. Ο αντίπαλος είναι κοινός, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όμως και μεταξύ τους Μόσχα και Πεκίνο έχουν ανοιχτά μέτωπα και η Κίνα γνωρίζει πώς να ασκεί ασφυκτική πίεση ώστε να πετύχει αυτό που θέλει.
Εν κατακλείδι, η Ρωσία δείχνει να κατοχυρώνει το «τρόπαιο» της Κριμαίας, διατηρεί όμως σημαντικές δυνατότητες για να επιχειρήσει τον έλεγχο των μελλοντικών κινήσεων του δυτικού συνασπισμού. Η απόπειρα αποσταθεροποίησης των Βαλτικών Δημοκρατιών, η συντήρηση της έντασης στην Ανατολική Ουκρανία, αλλά και αποκοπή της χώρας από την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα, είναι ορισμένα από τα «όπλα» που διατηρεί στη «φαρέτρα» του ο ρωσικός παράγοντας για να αποτρέψει την εμφάνιση ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων κοντά στα σύνορα της Ρωσίας, κάτι το οποίο θα μετέτρεπε μακροπρόθεσμα ακόμα και σε ήττα την απόσπαση της Κριμαίας.
Τα στρατηγικά προβλήματα που έπρεπε να σταθμίσει η ρωσική ηγεσία στη λήψη της απόφασης για την Κριμαία ήταν πολλά, αν και τελικά φάνηκε πως κρίθηκε αναγκαίο η Ρωσία να προχωρήσει για σειρά λόγων. Πέραν των εσωτερικών, κυρίως για εξωτερικούς λόγους. «Ανταπόδοση» στη Δύση για την ανάμιξη στο «εγγύς εξωτερικό», ο έλεγχος του οποίου δίνει στρατηγικό βάθος στη Ρωσία, αλλά και για την περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου.
Προφανώς, το Κρεμλίνο εκτιμά ότι εξακολουθεί να διαθέτει δυνατότητες αποτροπής, ώστε να μπορέσει να κρατήσει μακριά από τα σύνορα της Ρωσίας τη Δύση και παράλληλα να έχει ανακτήσει την Κριμαία, «διορθώνοντας το λάθος» του Νικήτα Χρουστσόφ τη δεκαετία του 1950…
Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας, ΙΑΑΑ-ISDA (www.defence-point.gr)
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;