Πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να προσπαθείς να αναδειχθείς σαν δύναμη του συστήματος και να πορευτείς με τους κανόνες και τις κατευθύνσεις που αυτό επιβάλλει και παράλληλα να είσαι αναγκασμένος να φέρεις –προς το παρόν τουλάχιστον- και την ταμπέλα της «αριστεράς» και όλα τα «βαρίδια» που κουβαλά αυτή η ταμπέλα. Αυτή τη δυσκολία συναντά μπροστά του συνεχώς ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από μια πορεία διαρκών προσαρμογών της πολιτικής του, αλλά και μέσα από την ανάγκη να σηματοδοτεί αυτές τις προσαρμογές με τις επιμέρους επιλογές του.
Τα παραπάνω νομίζουμε ότι αναδείχθηκαν με σαφή τρόπο και στην κατάρτιση των ψηφοδελτίων του τόσο για τις ευρωεκλογές, όσο και για τις περιφερειακές εκλογές του Μαΐου. Αυτό είναι και ο καμβάς πάνω στον οποίο εξελίχθηκε και η υπόθεση της ένταξης και στη συνέχεια της καθαίρεσης της Σουλεϊμάν Σαμπιχά από το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Γύρω από αυτή την υπόθεση σηκώθηκε μια θύελλα σχολίων, ανακοινώσεων και δηλώσεων, των συστημικών ΜΜΕ, παραγόντων του συστήματος, εθνικιστικών και ακροδεξιών φορέων μέχρι και τη Χρυσή Αυγή που υπερασπίστηκε τους Ρομά (!!!), με κεντρικό άξονα την «υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στις απαιτήσεις του Τουρκικού Προξενείου» και την καθαίρεση «μιας γνήσιας μειονοτικής φωνής» από το ευρωψηφοδέλτιό του. Γνώμη μας είναι ότι όλη αυτή η συζήτηση, εκτός του ότι αναδεικνύει ξανά το μειονοτικό ζήτημα, και σε σχέση με το προκείμενο θέμα, παρακάμπτει -όχι τυχαία- ένα πρώτο και ουσιαστικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: ποιοι ήταν δηλαδή οι λόγοι που οδήγησαν την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει την επιλογή Σαμπιχά (σε συνάρτηση με το τι εκφράζει η λεγόμενη «Ρομά ακτιβίστρια»), για να έρθουμε στη συνέχεια και στους όρους κάτω από τους οποίους προχώρησε σε αναδίπλωση.
Ως προς αυτό και για να το πούμε ευθέως. Θεωρούμε ότι αυτή η επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καθόλου τυχαία, ούτε έγινε κάτω από άγνοια των πραγματικών καταστάσεων και γεγονότων. Είχε συγκεκριμένη στόχευση και απεύθυνση. Απευθυνόταν στις δυνάμεις του συστήματος και ήθελε να δηλώσει ότι και στα ζητήματα της Μειονότητας της Θράκης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσει την «εθνική πολιτική». Βεβαίως αυτή η «προσαρμογή» έγινε μάλλον κάπως άγαρμπα και βιαστικά (ο χρόνος πιέζει) με αποτέλεσμα να δημιουργήσει αντιδράσεις και προβλήματα και παράλληλα να δώσει τη δυνατότητα στις δυνάμεις του συστήματος να ασκήσουν επί πλέον πιέσεις για ακόμη μεγαλύτερη προσαρμογή, όπως άλλωστε γίνεται συνεχώς μέχρι σήμερα, σε ανάλογες περιπτώσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε ότι η υποψηφιότητα της Σαμπιχά δεν θα έφερνε ψήφους από τη μειονότητα της Θράκης (ίσως είχε κάποια απήχηση σε όσους, εκτός μειονότητας, εκστασιάζονται από τα επιφαινόμενα: γυναίκα, Ρομά, ακτιβίστρια…). Και δεν θα έφερνε ψήφους όχι γιατί δεν είναι αρεστή στο Τουρκικό Προξενείο, ή στους εθνικιστικούς κύκλους της μειονότητας (που δεν είναι), αλλά και επειδή για την μεγάλη πλειοψηφία των απλών ανθρώπων της μειονότητας η Σαμπιχά εκπροσωπεί την κεντρική μειονοτική πολιτική του συστήματος και των κυβερνήσεών του, την οποία βιώνει με δραματικούς όρους για πολλά χρόνια.
Την πολιτική που άρχισε να μορφοποιείται από τις πρώτες ΠΑΣΟΚικές κυβερνήσεις, επισημοποιήθηκε από τον Μητσοτάκη το ’90 σαν πολιτική «ισονομίας και ισοπολιτείας» και εναρμονίστηκε με τις εντολές των ΗΠΑ για «ηρεμία» στο Αιγαίο και στην ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ και την επιβολή της «ελληνοτουρκικής φιλίας».
Την περίοδο εκείνη οι παράγοντες του συστήματος κατανοώντας ότι η γραμμή της πλήρους απομόνωσης, κοινωνικού αποκλεισμού και γκετοποίησης όλων των επιμέρους εθνοτικών ομάδων της μειονότητας που εφαρμοζόταν με σταθερότητα τα προηγούμενα χρόνια, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της τουρκικής επιρροής, προχώρησαν στην κατάργηση των πιο εξόφθαλμων και παρωχημένων (αλλά και αντιοικονομικών) απαγορεύσεων (π.χ. μπάρες) και έθεσαν σαν βασική κατεύθυνση τη διάσπαση της μειονότητας και την απόσπαση «προς την ελληνική πλευρά» των Πομάκων και των Ρομά. Αυτή την κατεύθυνση εξυπηρετούσε ο «εθνικός εργολάβος» της περιοχής Εμφιετζόγλου και οι δωρεές του, το Δ΄ Σώμα Στρατού με το πομάκικο λεξικό και την κατασκευή γηπέδων στην ορεινή περιοχή, η στήριξη του «συλλόγου Πομάκων» του Κόντε και του «συλλόγου γυναικών Ρομά» της Σαμπιχά, τα προγράμματα και οι χρηματοδοτήσεις τέτοιων συλλόγων και άλλων «ευαγών ιδρυμάτων» για να τονώσουν τους «ελληνόφρονες» Πομάκους και Ρομά και μια σειρά από άλλες ενέργειες. Βέβαια αυτή η κατεύθυνση καθόλου δεν απέκλειε τη συνέχιση της εθνικής καταπίεσης και της εκμετάλλευσης της μειονότητας, αλλά και την προσπάθεια προσεταιρισμού και χρησιμοποίησης των αντιδραστικών-εθνικιστικών μειονοτικών παραγόντων και μηχανισμών. Και γι αυτό δεν έφερε τα αναμενόμενα για το σύστημα αποτελέσματα. Η μειονότητα νοιώθει ότι αυτό το αστικό κράτος, οι κυβερνήσεις του και οι μηχανισμοί του, που τόσα χρόνια ασκούσαν επάνω της μια πολιτική διακρίσεων, προσπαθούν με βίαιο τρόπο να της αλλοιώσουν τη συνείδηση, να της αφαιρέσουν την ταυτότητα που η ίδια έχει προσδώσει στον εαυτό της (ανεξάρτητα από τους όρους μέσα στους οποίους έγινε αυτός ο προσδιορισμός) και να τη διασπάσουν, χωρίς παράλληλα να βλέπει βελτίωση των όρων ζωής της και αναγνώριση των δικαιωμάτων της.
Όλα αυτά ήταν και είναι σε γνώση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήταν γνωστό το ποιόν και η δράση της Σουλεϊμάν Σαμπιχά. Μπορεί η μουσουλμάνα Ρομά από το Δροσερό της Ξάνθης να έγινε γνωστή στο πανελλήνιο το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, τόσο μέσα στη μειονότητα, όσο και σε όσους παρακολουθούν τα τεκταινόμενα γύρω από αυτήν, ήταν γνωστή από πολύ παλιότερα. Το «άστρο» της έλαμψε στο 5ο συνέδριο του ΟΗΕ για τις μειονότητες (27-28 Νοέμβρη 2012), τότε που κατήγγειλε την «καταπίεση που υφίστανται οι Ρομά από τους μουσουλμάνους τουρκικής καταγωγής» και κάλεσε το Ελληνικό κράτος να τους προστατεύσει!!
Είναι αλήθεια βέβαια, ότι οι Ρομά κυρίως του Δροσερού είναι «μια μειονότητα μέσα στην μειονότητα» και ότι μειονοτικοί παράγοντες και μηχανισμοί που πρόσκεινται στο Τουρκικό Προξενείο προσπαθούν να ενσωματώσουν τους «δύστροπους» και «ατίθασους» Ρομά του Δροσερού και να τους εντάξουν στο άρμα της επιρροής τους. Όμως, όταν εκπροσωπείς έναν μειονοτικό πληθυσμό, του οποίου τα παιδιά ζητιανεύουν στα φανάρια και ψάχνουν για φαγητό στα σκουπίδια, που ζει σε έναν οικισμό 10 λεπτά από το κέντρο της Ξάνθης αλλά είναι τελείως αποκομμένος και αποκλεισμένος από την κοινωνική ζωή της πόλης, μέσα στη φτώχια και την εξαθλίωση, σε παράγκες που όλες είναι αυθαίρετες, που κάποιες ρευματοδοτήθηκαν εν είδη ρουσφετιού σε προεκλογικές περιόδους και όπου οι έννοιες εργασία, περίθαλψη, εκπαίδευση, κοινωνική πρόνοια είναι τελείως άγνωστες, και όλα αυτά σαν αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης εγκληματικής πολιτικής του συστήματος και των κυβερνήσεών του, και παρόλα αυτά καταγγέλλεις στα διεθνή φόρα «τους μουσουλμάνους τουρκικής καταγωγής» σαν πηγή των δυνών του πληθυσμού αυτού, τότε δεν λειτουργείς σαν «ακτιβιστής» που υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αλλά σαν εντολοδόχος και φορέας μιας άλλης πολιτικής κατεύθυνσης, μόνο που η κατεύθυνση αυτή εκπορεύεται από το κυρίαρχο στην Ελλάδα σύστημα της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης, πηγή δυνών για όλο το λαό και ειδικά για τη μειονότητα.
Σ’ αυτή την πολιτική κατεύθυνση εντάχθηκε η δράση της Σαμπιχά, γι αυτό τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για αυτό προβλήθηκε από τα συστημικά ΜΜΕ, γι αυτό απέκτησε αγαστές σχέσεις με εθνικιστικούς και ακροδεξιούς κύκλους. Γι αυτήν ακριβώς τη δράση της επιλέχθηκε και από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να πλαισιώσει το ευρωψηφοδέλτιό του, δημιουργώντας σοβαρότατες αντιδράσεις στον κομματικό του μηχανισμό σε Ξάνθη και Κομοτηνή και στους μειονοτικούς του βουλευτές. Είναι τα «αριστερά βαρίδια» που προαναφέραμε, αλλά όχι μόνο. Είναι και η μορφή και το επίπεδο των σχέσεων που αναπτύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ και οι βουλευτές του τόσο με τον κόσμο της μειονότητας, όσο (κυρίως) με όλους εκείνους τους αντιδραστικούς και εθνικιστικούς παράγοντες και μηχανισμούς, που οι άκρες τους φτάνουν μέχρι το Τουρκικό Προξενείο. Σ’ αυτούς αναφέρεται και ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και όλα τα συστημικά κόμματα (ακόμη και το ΚΚΕ, όταν έβαλε σαν υποψήφιο βουλευτή του τον προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ Ικσάν, ποντάροντας ανεπιτυχώς στην εκλογή του), για να αλιεύσει τις μειονοτικές ψήφους.
Αυτό έγινε και στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, αυτό προσπάθησε να κάνει και τώρα με την ένταξη στο περιφερειακό του ψηφοδέλτιο του Αχμέτ Κουρτ, της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης. Η περίπτωση του Κουρτ Αχμέτ (αλλά και των περισσότερων μειονοτικών υποψηφίων των άλλων περιφερειακών συνδυασμών, που στηρίζουν στις ευρωεκλογές το εθνικιστικό μειονοτικό κόμμα DEB) είναι το άλλο «σήριαλ» που εξελίσσεται πλέον στην περιοχή της Θράκης και όχι μόνο. Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνουν ότι του ζήτησαν να παραιτηθεί, όταν …έμαθαν (!!) ότι συνομίλησε με τον αρχηγό του εθνικιστικού τουρκικού κόμματος Μπαχτσελή και ότι υποστηρίζει στις ευρωεκλογές το DEB, ανταπαντώντας στις κατηγορίες των άλλων κομμάτων ότι και οι δικοί τους βουλευτές και υποψήφιοι έχουν κάνει το ίδιο (γι αυτούς ήξεραν, για τον δικό τους όμως, όχι).
Τα μαχαιρώματα δεν λείπουν, ωστόσο το κύριο παραμένει η ταυτότητα στάσης και επιλογών. Τόσο, όσον αφορά στην «εθνική μειονοτική πολιτική», όπως περιγράφηκε παραπάνω, και στην οποία θέλησε να δηλώσει την υποστήριξή του –δια της υποψηφιότητας Σαμπιχά- ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στην παράλληλη σχέση και διατήρηση ανοιχτών διαύλων με τους εθνικιστικούς κύκλους της μειονότητας. Αυτό που λείπει και από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η πραγματική αριστερή, ταξική πολιτική και για το λαό της μειονότητας, που στενάζει κάτω από την πολιτική της καταπίεσης, τους εθνικισμού, της φτώχιας και της εξαθλίωσης.
Στέφανος Χατζησάββας
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «Προλεταριακή Σημαία» 26-4-2014
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;