Της Μαρίας της πήρανε ξανά το κινητό. Καθόταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού της περιμένοντας τους φίλους της. Στην Παπαδιαμαντοπούλου λέμε τώρα, μια ανάσα από τα θέατρα.
Ώρα 7 το απόγευμα. Αυτός που της το άρπαξε ήταν 25αρης, με φόρμα και αθλητικά, ακριβό δερμάτινο μπουφάν και σκούφο παρδαλό. Φοιτητής θα έλεγες βορείων προαστίων. Η Μαρία τον κυνήγησε, φώναζε «βοήθεια κλέφτης» αλλά κανείς δεν άκουσε. Άκουσαν δηλαδή αλλά που να τρέχεις και πού να μπλέκεις. Για την επόμενη μια ώρα η Μαρία έκλαιγε. Δεν ήταν πρώτη φορά που την έκλεψαν. Την προηγούμενη φορά ήταν στο Σύνταγμα. Της άρπαξαν τη τσάντα, την έριξαν κάτω και έφυγαν. Ήταν βράδυ αργά όμως, και το δικαιολόγησε. Τώρα όμως ήταν απόγευμα.
Και μετά είναι η Ουρανία Ξυλούρη θα την ξέρετε. Του Νίκου η λεβέντισσα. Κάποιοι την Κυριακή – τη γνωστή Κυριακή – πήγαν να κάψουν τη στοά στην Πανεπιστημίου που είναι και το «δισκάδικό» της. Ξέρω, δεν λέμε πια «δισκάδικο», αλλά έτσι το λέγαμε πάντοτε. Η Ουρανία είχε πάντα έτοιμες τις τσικουδιές, τις ελιές και τα φιστίκια τα κρητικά. Ακούγαμε λίγο λύρα και φεύγαμε. Δυο τρεις φορές το χρόνο ψωνίζαμε καμιά κασέτα, μετά δίσκους, τώρα cd. Και αυτοί που δεν ξέρουν ούτε τον Ξυλούρη, οι άχρηστοι, πέταξαν μολότοφ να την κάψουν. Και η Ουρανία μετά από χρόνια επέστρεψε στο κλάμα. «Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει και κλαίω συνεχώς». Όχι ότι τις φοβάται τις συμμορίες η Ουρανία – εδώ δεν φοβήθηκε τους αληθινούς παρακρατικούς, θα φοβηθεί τα τσικό; – αλλά δεν μπορεί να ακούει φωνές στο δρόμο και να πρέπει να τρέχει να κατεβάσει ρολά. Ούτε να παρακαλεί θέλει, ούτε να δίνει μπαξίσι στους χουλιγκάνους. «Να τους δώσουμε λεφτά γιατί στην επόμενη διαδήλωση είπαν ότι θα μας κάψουν», πρότεινε κάποιος άλλος από την στοά αλλά η Ουρανία ούτε που να το συζητήσει δεν θέλει.
Και μετά είναι ο εφημεριδοπώλης στην Μπενάκη. Ξελαρυγγιάστηκε να τους παρακαλεί να μην το κάψουν. «Ρε, παιδιά εφημερίδες πουλάω». Τον κλότσησαν – ένας άρπαξε τα ψιλά, τα κέρματα, άλλος πήρε μια κούτα με περιοδικά που είχε αφήσει έξω απ το σιδερένιο κουβούκλιο – και έφυγαν. Έστω και έτσι όμως σώθηκε. «Χουλιγκάνοι» είπε και αυτός. Είναι τυχαίο ότι την Κυριακή – την γνωστή Κυριακή – οι φωτιές μπήκαν όταν τελείωσαν οι αγώνες και ήρθαν τα μηχανάκια από τα γήπεδα; «Εσύ τι λες;». Δεν λέω, μόνο «εσύ να ‘σαι καλά και τίποτα άλλο», του φώναξα και έφυγα. Άρχισα και εγώ τα συγκαταβατικά που κάποτε τα λέγανε οι γονείς μας και τους φωνάζαμε συνθήματα του Μάη. «Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα».
Και μετά είναι ο Αλέξανδρος ο Αλβανός (ή μήπως ο Έλληνας); Οι γονείς του ήρθαν στην Ελλάδα από την «αρχή». «Τότε που οι πολιτικοί σας χόρευαν τσάμικο». Εδώ τον γέννησαν. Και τον είπαν Αλέξανδρο γιατί τότε όλοι οι Έλληνες Αλέξανδρο βγάζαν τα παιδιά τους. Αυτοί δεν ήταν Έλληνες αλλά ο γιός τους ήθελαν να γίνει. Οι φίλοι του βέβαια τον φωνάζουν Λεκ αλλά αυτός επιμένει: «Αλέξανδρο να με γράψεις». Η δουλειά του είναι ένα στενό πίσω από το Εθνικό. Μια τρύπα που πουλάει ψιλικά. Κάρτες για υπεραστικά τηλέφωνα, βιντεοκασέτες με αλβανικά και αιγυπτιακά σήριαλ, τσατσάρες και τσιγάρα. «Έρχονται οι συμμορίες και μου το σπάνε». «Μαύροι, δικοί μας, δικοί σας, Αφγανοί, Ρουμάνοι, τι σημασία έχει; Θα φύγω ή θα μπω και εγώ σε συμμορία».
Ναι, αυτό είναι το δίλημμα για τους νόμιμους μετανάστες της Αθήνας. Να γυρίσουν όπως όπως στις πατρίδες τους ή να μπουν και αυτοί σε μια συμμορία να προστατεύονται. «Αυτοί ελέγχουν την πρέζα. Οι δίπλα τις γυναίκες. Τα κλοπιμαία πάνε στους άλλους». Μέσα σε 2 λεπτά έχω μάθει τον χάρτη όλης της εγκληματικότητας. Στις μισές συμμορίες υπάρχουν Έλληνες αρχηγοί, στις πιο εξελιγμένες, Έλληνες τσιλιαδόροι (κρίση αξιοπιστίας ακόμη και στο έγκλημα).Περάστε ένα απόγευμα από τα προαύλια του κυρίου Πελεγρίνη – του πρύτανη του ξακουστού – και θα καταλάβετε τι εννοώ. Μπρατσαράδες βολτάρουν στο άσυλο βγάζοντας τη γλώσσα στην αστυνομία που παρακολουθεί από την Κοραή. Τα ίδια και στην Πατησίων. Διάταξη πυραμίδας. Πρεζάκια στο δρόμο, βαποράκια στο πεζοδρόμιο και «έμποροι» στο άσυλο.
«Και τι κάνουμε λοιπόν», ήρθε η ώρα να ρωτήσεις αναγνώστη. Η λύση, το έχω πει, είναι μία. Οι υπουργοί της κυβέρνησης και οι αρχηγοί των κομμάτων να αφεθούν στο κέντρο χωρίς συνοδεία. Στο τέλος μιας πορείας ή στην δύση του ήλιου, ή στο ξημέρωμα, που όσοι δουλεύουν στην Ομόνοια πάνε με τα κλειδιά τους, το κινητό τους και τα λεφτά τους, κρυμμένα στα βρακί τους. Να μην είναι όμως με τους συντρόφους του ο Τσίπρας, με τους μπράβους του ο Καρατζαφέρης και με τους μπάτσους του ο Παπουτσής. Και τότε να δούμε αν για τους πολιτικούς μας «υπάρχει ζωή χωρίς μπάτσους». Θα μπορούσα να γίνω πιο σκληρός. Να ζητήσω να περπατήσουν οι γυναίκες τους, μόνες τους, στο κέντρο. Μια ώρα μόνο και μετά να γυρίσουν μόνες τους στο σπίτι. Με το μετρό ή το λεωφορείο. Και τότε αυτές θα τους πουν αμέσως τι πρέπει να κάνουν.
ΥΓ: «Μα εδώ έχουμε εξελίξεις με το δάνειο και εσύ γράφεις για τις συμμορίες», ακούω μια φωνή στο βάθος. Ναι, γιατί εκτός από το να σώσουμε το σκάφος – αν σώζεται –πρέπει να δούμε τι ζωή (θα) έχουμε σε αυτή την πόλη, «σωσμένοι» ή «χρεωκοπημένοι».
Πηγή: www.protagon.gr
Διαβάστε και άλλα άρθρα του Σταύρου Θεοδωράκη ΕΔΩ
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;